Του Άι-Γιωργιού, που πέφτει συνήθως την άλλη μέρα του Πάσχα, γινόταν χαμός να βρούμε και μεις τα μικρά κανένα γάιδαρο, να πάμε καβάλα στο εκκλησάκι του, για να τον προσκυνήσουμε.
Ήταν έθιμο απ τα χρόνια τα παλιά, να πηγαίνει ο κόσμος καβάλα στ άλογά του στο ερημοκλήσι αυτό, γιατί ο Άγιος πέρα απ το ότι ήταν καλός καβαλάρης, είχε σκοτώσει και το θεριό, που καθώς λέγανε, έτρωγε τις κοπέλες.
Έτσι όταν αντρώσαμε και γίναμε εννιάχρονα - δεκάχρονα παιδιά, έπρεπε να βρούμε και μεις τον τρόπο να πάμε οπωσδήποτε καβάλα στο εκκλησάκι του.
Τότε όμως υπήρχε μεγάλη έλλειψη από άλογομούλαρα, γιατί τα είχαν πάρει όλα στο Αλβανικό μέτωπο κι από τότε δε τα ματάδαμε.
Τα δυο γαϊδούρια που είχαν απομείνει στη γειτονιά μας, ήτανε να τα κλαις.
Το ένα γύριζε αδέσποτο στους δρόμους κι έτρωγε χαρτιά και προκηρύξεις σαν να ήτανε φρέσκα μαρούλια και το άλλο ήταν κλεισμένο, μέσα στη μάντρα του Μαρκαντώνη.
Η μάντρα αυτή, ήταν γεμάτη από φωλιές με σερσέγκια, όπως σας έλεγα και πρωτύτερα.
Ανέβηκα εκείνη τη μέρα με προσοχή στη μάντρα αυτή να κόψω καμιά μέσπλα (μούσμουλο) να φάω, όταν είδα πιο κει -κι απ τη μέσα μεριά της μάντρας- το γάιδαρο.
Για πλάκα, μάζεψα μια χούφτα μαυλισμένα κουκαλίτσα -απ τις μέσπλες που έτρωγα- κι όταν του τα πέταξα,,, έγινε το κακό.
Τράβηξε κι αυτός μια κλοτσά προς τα πίσω και κατά τύχη πέτυχε μια κυψέλη, που ήταν εκεί.
Σκόρπισε το μελίσσι ολόγυρά του και τον έκανε ταμπούρλο.
Εγώ, τσακίστηκα να εξαφανιστώ -με αβαρίες βέβαια- πέφτοντας άγαρμπα απ τη μάντρα, πριν με πάρουν σβάρα, μέλισσες και σερσέγκια.
Το άλλο που έτρωγε τα χαρτιά, αδέσποτο και ξεσαμάρωτο καθώς ήταν, του μπήκαμε καβάλα τέσσερα μικρά ανήμερα του Άι-Γιωργιού και με χαρές και τραγούδια, τραβήξαμε για το εκκλησάκι του.
Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή και φτάνοντας εκεί, κάναμε τους τρις γύρους το εκκλησάκι απ έξω,,, και μετά μπήκαμε και μέσα, καθώς τόχαμε συνήθειο...
Σκάλωσε όμως ο γάιδαρος μέσα και δεν ήθελε με τίποτας να βγει απ την πίσω πόρτα.
Ήρθαν και τ άλλα γαϊδούρια που κάνανε αρβανάκι γύρω - γύρω την εκκλησιά,,, κόλλησαν κι αυτά πίσω μας,,, και έγινε ο μεγάλος σαματάς.
Φώναζαν οι άλλοι ούιστ,,, καθώς ο ένας από μας τράβαγε το κεφάλι του γάιδαρου απ έξω,,, ενώ τ άλλα τρία, του σπρώχναμε τα καπούλια.
Με το που τον βγάλαμε έξω, άρχισαν τα δύσκολα.
Ο γάιδαρος δεν κουμαντάρονταν με τίποτα.
Παραπάταγε από εδώ, παραπάταγε από κει, μέχρι που στο τέλος μας άδειασε και τα τέσσερα, σ ένα χαντάκι.
Μπάταρε κι αυτός τ ανάσκελα πλάι μας -σηκώνοντας τα πόδια ψηλά- και μας άφησε με τη χαρά.
Δε μπορέσαμε τη χρονιά αυτή, να πάμε και μεις καβάλα στα σπίτια των Γιώργηδων που γιόρταζαν, για να τους πούμε τα χρόνια πολλά και να φάμε και κάνα κομμάτι ραβανί, που κέρναγαν.
Όλα αυτά έγιναν το 1944, όταν οι Γερμανοί ετοίμαζαν τα μπογαλάκια τους.
Φόρτωναν τα κανόνια τους θυμάμαι σε μαούνες και τα φουντάριζαν στο θαλάσσιο χώρο, ανάμεσα στον Κέφαλο και στο Κεφάλι της Παναγιάς.