Σήμερα τα φώτα και οι φωτισμοί και χαρά μεγάλη και οι αγιασμοί.
Ανήμερα των Φώτων στη μέση της εκκλησιάς μας, στήνανε μια υπερυψωμένη καλύβα από ευκαλύπτους και δάφνες κι από εκεί μέσα, έψελνε ο παπάς τα πρέποντα.
Ο καντηλανάφτης μας ο Πλιακοπάνος -που ήταν στα μέσα και στα έξω- μοίραζε φιόρα στους Φώτιδες που γιόρταζαν τούτη τη μέρα και μεις τα μικρά, παίρναμε βαρελίσιο αγιασμό, από μια κάνουλα της καλύβας.
Μετά, όλοι μαζί τραβάγαμε για την παραλία, με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα μπροστά, τα λιβανιστήρια και τους παπάδες από πίσω.
Εμείς τα μικρά πηγαίναμε στην αρχή ή στο τέλος της κουστωδίας, γιατί τόχαμε σε κακό, να μπούμε ανάμεσα στον κόσμο.
Απλωνόμασταν γωνιακά απ τα βράχια του φάρου μέχρι τα σκαλιά της παραλίας και εκεί έριχνε ο παππάς το σταυρό στη θάλασσα, για να αγιάσουνε τα νερά και νάνε καλοτάξιδα, για τους καπεταναίους.
Το σταυρό τότε τον ρίχνανε στη θάλασσα χωρίς να είναι δεμένος όπως κάνουνε σήμερα, λες και είναι άλογο και θα τους φύγει...
Βούταγαν αρκετοί στα παγωμένα νερά του Αμβρακικού
Γύριζε με το σταυρό πάνω στον αγιασμένο δίσκο -από σπίτι σε σπίτι- σε όλα τα σπίτια της και τα καλύβια της Βόνιτσας
για να αγιάσουνε και οι νοικοκυρές αφού φύλαγαν το σταυρό, ρίχνανε μέσα στο δίσκο, ότι επιθυμούσαν.
Τότε τα νερά του Αμβρακικού ήταν πεντακάθαρα κι ο σταυρός που ήταν μαλαματένιος -είχε κάμποσα ρουμπίνια πάνω του --πέντε θυμάμαι- λαμποκόπαγε στον πάτο της θάλασσας.
Ήταν πολύ βαρύς, ασήκωτος σας λέω,γιατί τον είχα κρατήσει κι εγώ στα χέρια μου...
Μια χρονιά,,, έπεσε ο σταυρός στη θάλασσα και από τότε δε τον ματάδαμε.
Καθώς ήταν μαλαματένιος και κειμήλιο μεγάλης αξίας, τον ψάχνανε μέρες και νύχτες, ακόμα και με πυροφάνια...
Ο σταυρός πάει...
Δε ματα γύρισε ποτέ πια στις γειτονιές,,, και πολλά είπαν.
Είπα κι εγώ,,, ο θεός κι η ψυχή τους...
Από τότε έδωσε εντολή ο Δεσπότης, όχι μόνο να δένουν το σταυρό με κορδέλα, αλλά να είναι κι από φελώ...
Άντε εσύ -μετά απ όλα αυτά- και καλομαθημένος με τέτοιο μαλαματένιο σταυρό που είχες, να πας τώρα να προσκύνησης το φελώ, και να πληρώσεις κι από πάνω...
Πολλά σπουδαία πράγματα είχαν χαθεί αυτή την περίοδο απ τις γύρω εκκλησιές, όπως χειρόγραφα ευαγγέλια, μανουάλια
και σπάνιες εικόνες, που όταν είχε αναβροχιά και η Γης έσκαγε
απ την έλλειψη του νερού, τις πήγαιναν μέχρι στα γύρω χωράφια
και κάνανε παρακλήσεις στο θεό -για να μας λυπηθεί- και να μας ρίξει και καμιά βροχή...
Τότε έκανε την εμφάνισή της η Πισπιρίτσα, που ήταν ένας νεαρός ντυμένος με κλωνάρια δέντρου-σαν να ήταν θάμνος που περπάταγε- και πίσω του ακολουθούσε μια κουστωδία από λιανόπαιδα, που ψέλνανε.
Πισπιρίτσα περπατεί, το θεό παρακαλεί,,, για να ρίξει μια βροχή, μια βροχή μια δυνατή, για να ποτιστεί η Γη,,, και άλλα, που δε θυμάμαι...
Απ τα κλαδιά που είχε πάνω του ο Πισπιρίτσας, δεν γνώριζες ποιος είναι.
Ήταν καλά καμουφλαρισμένος και είχε κρεμασμένη μπροστά του και μια αυτοσχέδια πλεχτή φωλιά, απ τα κλωνάρια της στολής του.
Κρατούσε στο ένα χέρι μια μεγάλη κουδούνα από κυπρί και στο άλλο μια γκλίτσα για τα σκυλιά που ορμούσαν καταπάνω σ αυτό το περίεργο πράμα, καθώς περνούσε μπροστά απ τις αυλές των σπιτιών τους...
Απ τα κουδουνίσματα, τα γαβγίσματα και το ψάλσιμο των παιδιών, γινόταν μεγάλος σαματάς.
Βγαίναν τότε οι κυράδες με μπότια και με στάμνες και καταβρέχανε τον Πισπιρίτσα.
Για τη ζημιά που κάνανε με το κατάβρεγμα, αφήνανε για αποζημίωση στη φωλιά της Πισπιρίτσαςκαι δυο-τρία αυγά,
γιατί λεφτά δεν υπήρχαν τότε, όπως και σήμερα.
Γράφει ο Γιώργος Μπελεσιώτης


































































