Οι κοτζαμπάσηδες.
Οι κοτζαμπάσηδες εκλέγονταν από τους προεστούς των κωμοπόλεων και των χωριών οι οποίοι συνερχόμενοι στην πρωτεύουσα της επαρχίας έκαναν την εκλογή δια ψηφοφορίας χωρίς να μπορεί να παρέμβει καμία τουρκική αρχή σε αυτήν. Μετά την εκλογή τους, οι ίδιοι εκλέκτορες υπέβαλλαν την πράξη τους στον καδή με ενυπόγραφο και σφραγισμένο γράμμα τους και ζητούσαν το ιλάμι του.
Ο καδής, ενώπιον του βοεβόδα, του αγιάνη και των επισημότερων Τούρκων μαρτυρούντων την θέληση των προεστών, εξέδιδε το ζητούμενο πιστοποιητικό και στέλνονταν όλα τα σχετικά έγγραφα στον πασά για επικύρωση.
Καθένας τους έπρεπε στο τέλος της να δώσει λόγο των πράξεών του στην επαρχία, για να λάβει έγγραφο απολύσεως. Όσες επαρχίες ήταν ικανοποιημένες από τους κοτζαμπάσηδές τους, κοινοποιούσαν την ευχαρίστησή τους στον πασά, ο οποίος συνήθως παρέτεινε την διάρκεια της θητείας τους και για τον ακόλουθο χρόνο.
Αυτοί κανόνιζαν τον τρόπον είσπραξης των δοσιμάτων και μπορούσαν να κάνουν και έκτακτα έξοδα, τα οποία μετά υπέβαλλαν στην επαρχιακή συνέλευση. Είχαν το δικαίωμα να κρίνουν τις υποθέσεις των ραγιάδων οποιασδήποτε φύσεως και αν ευχαριστούνταν από την απόφαση αμφότερα τα μέρη, καμία τουρκική αρχή δεν μπορούσε να παρέμβει. Ακόμη και οι φυλακισμένοι χριστιανοί μπορούσαν να προστρέξουν στους κοτζαμπάσηδες.
Καμία διανομή ή είσπραξη φόρων δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την άδεια και τη γνώμη των κοτζαμπάσηδων. Οι σχέσεις τους προς τον πασά είχαν μεγάλη σημασία. Όλες οι αναφορές των κωμοπόλεων ή των χωριών έπρεπε δια μέσου αυτών να διευθύνονται προς τις τουρκικές αρχές. Και σε κανέναν άλλον, εκτός του πασά, δεν όφειλαν να δίνουν λόγο της διοίκησής τους και μόνο σε αυτόν επέκειτο το δικαίωμα να τους τιμωρήσει ή να τους ανταμείψει.
Η μεγάλη επιρροή των κοτζαμπάσηδων στην Πελοπόννησο πήγαζε:
α) στο ότι οι Τούρκοι ήσαν ολιγάριθμοι και πάντοτε διαιρεμένοι μεταξύ τους, β) διότι παλαιόθεν οι επαρχίες έστελναν στην Κωνσταντινούπολη έναν ή δύο προκρίτους, οι οποίοι ως αντιπρόσωποι, γνωμοδοτούσαν ελεύθερα στην Πύλη.
Με τον καιρό, η σύσταση αυτή έμεινε δικαίωμα στους Πελοποννήσιους, που έστελναν αντιπροσώπους εφοδιασμένους με επίσημα έγγραφα, τόσον από μέρους των χριστιανών όσον και από μέρους των μουσουλμάνων. Στους Τούρκους η συνήθεια είχε ισχύ ανώτερη του νόμου και εξαιτίας αυτού πάντοτε δύο ή τρεις και κάποτε τέσσερις κοτζαμπάσηδες διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το όνομα βεκίληδες του Μορέως.
Η υπόληψη την οποία αυτοί οι απεσταλμένοι απολάμβαναν κοντά στην Πύλη ενέπνεε κάποια συστολή στους πασάδες της Πελοποννήσου, κάποιοι εκ των οποίων καθαιρέθηκαν από τις ενέργειές τους. Η επαρχία της Μάνης είχε διαφορετικό σύστημα διοίκησης. Πριν από το 1770 διοικούνταν από τους καπιτάνους, μεταξύ των οποίων εκλέγονταν ο αρχηγός του, με το όνομα Μπας-καπιτάν. Η επαρχία αυτή επλήρωνε στην Πύλη 4,000 γρόσια για κεφαλιάτικο φόρο.
Στην Μάνη ποτέ δεν υπήρξε τουρκική αρχή. Μετά το 1770 ο Καπουδάν πασάς διετάχθη από τον Σουλτάνο να διορίσει εκεί διοικητή με το τυπικό όνομα Μπέη της Μάνης (ή Μπας-Μπογού στα τούρκικα) και έκτοτε η επαρχία αυτή αναγκάσθηκε να πληρώνει 15,000 γρόσια κεφαλιάτικο. Ο Μπέης όφειλε να επαγρυπνεί για την διατήρηση της τάξης και να στέλνει τους φόρους στον Καπουδάν πασά.
Οι κάτοικοι.
Οι κάτοικοι του πασαλικίου της Πελοποννήσου στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν γύρω στις 400,000 χριστιανοί, 40,000 μωαμεθανοί και 4,000 Εβραίοι. Ενώ στάθμευαν και σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η αναλογία της καλλιεργήσιμης γης ελληνικής προς τουρκική ιδιοκτησίας ήταν συνολικά 1 προς 2 ενώ οι κάτοικοι ανά επαρχία είχαν τις ακόλουθες δραστηριότητες:
Πάτραι: γεωργοί, έμποροι, τεχνίται και ποιμένες
Βοστίτζα: γεωργοί, έμποροι, τεχνίται
Καλάβρυτα: γεωργοί και ποιμένες
Γαστούνη: γεωργοί και ποιμένες
Πύργος: γεωργοί, ποιμένες, και έμποροι
Αρκαδιά: γεωργοί
Ναυαρίνος: έμποροι
Μοθώνη: ποιμένες
Κορώνη: ποιμένες
Νησί: γεωργοί, έμποροι και ποιμένες
Καλαμάτα: γεωργοί, έμποροι και ποιμένες
Κουτζούκ Μάνη: γεωργοί, έμποροι και ποιμένες
Ανδρούσα: γεωργοί, έμποροι και ποιμένες
Αμπλάκικα: γεωργοί, έμποροι και ποιμένες
Λεοντάρι: γεωργοί, έμποροι και ποιμένες
Μάνη Δυτική: πολεμικοί και θαλάσσιοι
Μάνη Ανατολική: πολεμικοί και θαλάσσιοι
Μονεμβασία: γεωργοί
Μυστράς: γεωργοί και ποιμένες
Πραστός: γεωργοί και ποιμένες
Άγιος Πέτρος: γεωργοί και ποιμένες
Τριπολιτζά: γεωργοί, ποιμένες και τεχνίτες
Καρύταινα: γεωργοί, ποιμένες και τεχνίτες
Φανάρι: γεωργοί, ποιμένες και τεχνίτες
Άργος: γεωργοί και έμποροι
Ναύπλιον: γεωργοί και έμποροι
Κόρινθος: γεωργοί, ποιμένες και έμποροι
Ενοικιαστές γης .
Οι ενοικιαστές γης, όσοι δηλαδή καλλιεργούσαν γη τουρκικής ιδιοκτησίας, πλήρωναν στους ιδιοκτήτες τις αποκαρπώσεις, τις οποίες υποχρεούνταν μέσω των συμφωνητικών που έκαναν. Τα συμφωνητικά συνέφεραν περισσότερο τους ενοικιαστές, από τα μέρη εκείνα όπου τα κτήματα ήταν εκτεταμένα και υπήρχε πολλή γη καλλιεργήσιμη, ή όπου η εξαγωγή των προϊόντων ήταν εύκολη και φυσικά όπου οι γεωργοί ήταν λίγοι.
Τρία είδη συμφωνητικών γίνονταν, κατά συνήθεια, για την ενοικίαση γης:
Το συντροφικό
Σύμφωνα με αυτό, από όλη την ποσότητα της παραγωγής ελάμβαναν πρώτα όλα τα έξοδα της καλλιέργειας, έδιναν την τακτική δεκατιά και έπειτα ο ιδιοκτήτης και ο καλλιεργητής μοίραζαν εξίσου το υπόλοιπο.
Το τριτάρικο
Σύμφωνα με αυτό, όλα τα έξοδα της καλλιέργειας ήταν εις βάρος του καλλιεργητή, το δέκατον πληρώνονταν από το σύνολο των προϊόντων. Τα υπόλοιπα διαιρούμενα σε εννέα μερίδια, έπαιρνε τα τρία ο ιδιοκτήτης, και τα υπόλοιπα ο καλλιεργητής.
Το γεώμορο ή αποκοπή
Σύμφωνα με αυτό, όλα τα έξοδα της καλλιέργειας και το δέκατο, ήταν εις βάρος του καλλιεργητή. Αυτός επιπλέον ήταν υποχρεωμένος να δίνει στον ιδιοκτήτη για την καλλιεργήσιμη γη, ακόμα και αν η σοδειά ήταν άφθονη ή όχι, τόσο καρπό όσος ήτον αναγκαίος για τη νέα σπορά. Από το ελαιόλαδο όφειλε να δώσει τα 2/7 του προϊόντος.
Συνηθέστερη πρακτική ήταν αυτή του τριτάρικου. Στα μέρη όπου δεν υπήρχαν πολλοί γεωργοί, οι Τούρκοι κτηματίες, για να τους προσελκύσουν στα υποστατικά τους, προσέφεραν διάφορα κίνητρα, όπως δάνεια ή προπλήρωναν μέρος των εξόδων της καλλιέργειας. Αλλά οι αγγαρείες στις οποίες υπόκεινται οι καλλιεργητές αυτοί υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία των μικρών αυτών βοηθημάτων.
Επίσης αναφέρεται και καλλιέργεια του ευφορότερου μέρους της ενοικιαζόμενης γης για το αποκλειστικό κέρδος του ιδιοκτήτη, πρακτική που ονομάζονταν παρασπόρια. Είχαν επίσης την υποχρέωση να δανείζουν τα φορτηγά των ζώα τους προς υπηρεσία του αγά ή αναγκάζονταν να του παραχωρούν, παρά την έγγραφη συμφωνία τους, ένα μέρος των ποιμνίων τους.
Αρκετοί χριστιανοί είχαν διάφορα είδη ιδιόκτητων κτημάτων, αναγνωρισμένων ως τέτοια και από τους Τούρκους. Τις αντιλήψεις του λαού για τους κοτζαμπάσηδες τις βρίσκουμε και στα δημοτικά τραγούδια:
"Ένα κοράκι ξέβγαινε, μέσα από τον Άδη
Σύρει και εις τα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι
Κι’ ώρας ώρας το ρώταγε, κι’ ώρας ώρας του λέει:
Κεφάλι κακοκέφαλο, κακού καιρού γραμμένο
Τι έκαμες στα νιάτα σου κι’ είσαι κριματισμένο;
Μην ήσουν πρώτος στο χωριό και μοίραζες τα χρέη;
Έριχνες πλούσιους εκατό και στους φτωχούς διακόσια
Και μια χήρα με παιδιά τους ρίχνεις πεντακόσια."
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: "Μια φορά κι έναν καιρό"
(Από την θεατρική παράσταση του 1975: "Προστάτες", του Μήτσου Ευθυμιάδη)
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Στίχοι: Μήτσος Ευθυμιάδης
Τραγουδά ο Μανώλης Μητσιάς
Μια φορά κι έναν καιρό, στον τόπο τούτο το μικρό ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες. Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα. Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δώστου κόψιμο ο πασάς κι υπαγόρευε το ράσο: «Σφάξε με αγά μ' ν' αγιάσω». Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα. Κι έτσι οι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού αφού τότε τσιφλικάδες ήσανε οι μπουρζουάδες. Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα.
newradiofmb