Αθωωτική ήταν η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Μεσολογγίου για την χήρα του δασκάλου από το Αγρίνιο, Νίκου Μέντζου, η οποία κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Μετά τις αγορεύσεις των δικηγόρων, οι Δικαστές και οι Ένορκοι αποσύρθηκαν προκειμένου να εκδώσουν την απόφασή τους, η οποία αθωώνει την γυναίκα και άρει τους περιοριστικούς όρους που της είχαν επιβληθεί όταν της είχε απαγγελθεί η κατηγορία.
Οι συγγενείς της γυναίκας, που ήταν στο πλευρό της όλο αυτό το διάστημα, δέχθηκαν με ικανοποίηση και χαρά την απόφαση του Δικαστηρίου.
Αρχικά η Εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή της κατηγορουμένης, καθώς ήταν εκείνη που είχε κίνητρο να τον δολοφονήσει δεδομένου ότι έπαιρνε χρήματα από το κοινό ταμείο και τροφοδοτούσε την ερωμένη. Επίσης τόνισε ότι η σύζυγος την 21η Απριλίου 2011 που έγινε το τραγικό συμβάν δεν πήγε όπως ισχυρίστηκε πρώτα στο κτήμα της Νέας Αβόρανης αλλά κατευθείαν σε εκείνο που κάηκε ο Νίκος Μέντζος, διότι γνώριζε ότι θα είναι εκεί. Επίσης δεν υπήρχε λόγος να πάει στις 9.15 στο ζαχαροπλαστείο και να συναντήσει την σύζυγό του αφού 15 λεπτά νωρίτερα είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο.
Αναφερόμενη και στον αυτόπτη μάρτυρα που αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση είπε ότι δεν είχε λόγο να βγει από το εργοστάσιο απ’ όπου παρατηρούσε τα όσα συνέβαιναν διότι υπήρχαν εκεί τα δυο άτομα και θα μπορούσαν να καλέσουν τις αρχές. Ο ίδιος δικαιολογημένα φοβόταν βλέποντας τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν το συμβάν. Επίσης παρατήρησε ότι ο σύζυγος της αδελφής της κατηγορουμένης που πήγε στο σημείο δεν ξεκαθαρίζει με ποιο όχημα πήγε όταν μάλιστα ο αυτόπτης μάρτυρας μιλάει για ένα μόνο όχημα στον τόπο πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος και η κατηγορουμένη πήγαν με το ίδιο αυτοκίνητο. Ενώ παράλληλα δεν είναι ξεκάθαρη η ώρα που έφυγε από το ζαχαροπλαστείο.
Εστίασε επίσης και στην επικοινωνία του Νίκου Μέντζου με την χρηματήστρια που της έδωσε εντολή να ρευστοποιήσει τις μετοχές και να καταθέσει τα χρήματα στον κοινό λογαριασμό που είχαν με την σύζυγό του κάτι που δεν είχε ξανακάνει στα 15 χρόνια που ασχολούνταν με το χρηματιστήριο. Το γεγονός δε ότι εκείνη την ημέρα έγιναν τηλεφωνικές κλήσεις και συνομιλίες μεταξύ των δυο συζύγων σημαίνει ότι υπήρχε ένταση και πρόβλημα στην σχέση. Ως καταλυτικό στοιχείο για την ενοχή της χαρακτήρισε και την ψύχραιμη στάση της στον τόπο του εγκλήματος, ενώ παράλληλα υπάρχει και η κατάθεση υπαλλήλου του ζαχαροπλαστείου που λέει ότι αναζήτησε την κατηγορούμενη στις 11 για να την ρωτήσει κάτι για την δουλειά και δεν την βρήκε. Ωστόσο αργότερα ανασκεύασε την κατάθεση της λέγοντας ότι δεν θυμάται την ακριβή ώρα που την αναζήτησε και αυτό προκαλεί ερωτηματικά για το ποιος την έπεισε να αλλάξει την κατάθεσή της.
Το γεγονός ότι ο Μέντζος υποσχόταν ότι θα διακόψει την σχέση και δεν το έκανε τελικά προφανώς θύμωσε την σύζυγο, διότι κατά την άποψη της πολιτικής αγωγής δεν ήταν μόνο ο εμπαιγμός αλλά και τα χρήματα που «έφευγαν» προς την ερωμένη και το κοινωνικό θέμα, του να ξέρει ο περίγυρος ότι ο δάσκαλος έχει ερωμένη. Ο δικηγόρος της πολιτικής αγωγής εστίασε και στις αντιφάσεις της κατηγορουμένης λέγοντας ότι ενώ στην αρχική της κατάθεση έλεγε ότι έμαθε την ώρα του συμβάντος ότι στο αυτοκίνητο ήταν ο σύζυγός της και ξέσπασε σε θρήνο, στην απολογία της είπε ότι το έμαθε από την αστυνομία αφού είχε πάει στο σπίτι της. Είπε επίσης, ότι για τα χρήματα που έδινε ο σύζυγός της στην ερωμένη δεν ήξερε τίποτα και ότι το έμαθε μετά τον θάνατο ενώ στην αρχική της κατάθεση είχε πει ότι το γνώριζε. Στο μεταξύ η πολιτική αγωγή εντόπισε και μια άλλη κατά την άποψή της ανακρίβεια που έχει να κάνει με το γεγονός αν συναντήθηκε το ζευγάρι έξω από το ζαχαροπλαστείο στις 9.15 της 21ης Απριλίου όπως ισχυρίστηκε η κατηγορούμενη ή όχι.
Η πολιτική αγωγή πιστεύει ότι δεν έγινε αυτή η συνάντηση διότι ο αδελφός της κατηγορουμένης είχε πει στην κατάθεσή του ότι στις 9.20 ο Μέντζος τον άφησε στο γραφείο του σε άλλο σημείο του Αγρινίου. Στο μεταξύ βρέθηκε και μια απόδειξη από κατάστημα της ίδιας οδού από το οποίο ο Μέντζος είχε αγοράσει ένα ανταλλακτικό. Ο δικηγόρος χαρακτήρισε κατασκευασμένο το σενάριο του τηλεφωνήματος στο οποίο ο Μέντζος είπε στην σύζυγό του «τώρα θα γίνουν όλα ρημαδιό». Επίσης βλέπει ως «ύποπτο» το τηλεφώνημα που έγινε από την σύζυγο στις 10.05, ενώ στην συνέχεια ο Μέντζος αναζητά αγωνιωδώς την χρηματήστρια και μόλις καταφέρνει να μιλήσει μαζί της της ζητά την ρευστοποίηση των μετοχών. Αυτό κατά τον δικηγόρο σήμαινε ότι υπήρχε πίεση από την σύζυγο. Σε ότι αφορά τα τηλεφωνήματα που έγιναν στην αδελφή της που μάλιστα δεν κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης, στην πεθερά της και στον γιο της ήταν για να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι.
Η πολιτική αγωγή αναφέρθηκε και στις μηνήσεις που έκανε η κατηγορούμενη σε όσους ανέφεραν το όνομά της και την θεωρούσαν ύποπτη μεταξύ των οποίων ήταν οι υπερήλικες γονείς του Μέντζου αλλά και τηλεοπτικοί σταθμοί. Στον αυτόπτη μάρτυρα όμως δεν έκανε μήνυση παρόλο που είναι αυτός που την «καίει» με την κατάθεσή του, διότι σίγουρα θα είχε αθωωθεί και τώρα δεν θα μπορούσε η υπεράσπιση να αμφισβητήσει την μαρτυρία του.
Τι είπαν οι δικηγόροι των δυο πλευρών
Στην συνέχεια αγόρευσαν οι δικηγόροι της υπεράσπισης που αντέκρουσαν με δικά τους επιχειρήματα τους ισχυρισμούς της πολιτικής αγωγής και μάλιστα καταφέρθηκε κατά των μέσων ενημέρωσης που ασχολήθηκαν με την υπόθεση λέγοντας ότι καθημερινά έκαναν αναφορές πράγμα που δεν μπορούσε να αντέξει η κατηγορούμενη που είχε να μεγαλώσει μόνη της ένα παιδί που τότε ήταν ανήλικο, έχοντας και όλη αυτή την κατακραυγή. Επίσης υποστηρίχθηκε ότι δεν είχε κίνητρο να κάνει την δολοφονία, αφού όταν έμαθε για την εξωσυζυγική σχέση συγχωρέσε τον άντρα της και θέλησε να σώσει το σπίτι της. Από κει και πέρα βασίστηκε στις υποσχέσεις του συζύγου της ότι θέλει να διακόψει την σχέση και ότι οι ενοχλήσεις προέρχονται μόνο από την πλευρά της ερωμένης. Σε ότι αφορά στο κρυφό τηλέφωνο που είχε ο Μέντζος η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι η σύζυγος όταν το ανακάλυψε δέχθηκε την δικαιολογία του δασκάλου ότι το πήρε για να τον παίρνει εκεί η ερωμένη και να μην τον ενοχλεί στη δουλειά και στο σπίτι με τις πιέσεις της για επανασύνδεση.
Η φράση του Μέντζου στο τηλέφωνο που έκανε στην κατηγορούμενη «Τώρα θα γίνουν όλα ρημαδιό» ειπώθηκε γιατί κατά την άποψη της υπεράσπισης ο δάσκαλος έβλεπε τους διώκτες του να έρχονται και θέλησε να το πει στην σύζυγό του που υπήρξε το μόνο στήριγμα στην ζωή του. Από κει και πέρα η υπεράσπιση αμφισβήτησε τον αυτόπτη μάρτυρα λέγοντας ότι τον έβαλε να πει όλα αυτά ο σύζυγος της αδελφής του Μέντζου με τον οποίο είχε οικονομική συνεργασία στο χρηματιστήριο. Επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να εμφανίσει όλες τις μετοχές και τα χρήματα συνεργαζόταν με τον γαμπρό του. Μάλιστα δυο χρόνια πριν τον θάνατό του είχε πάψει ακόμα και να μιλάει με τον γαμπρό του αλλά ποτέ δεν είπε το λόγο σε κανέναν. Η απόδειξη κατά την υπεράσπιση ότι υπήρχε οικονομική συναλλαγή μεταξύ των δυο ανδρών αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο γαμπρός του θύματος μία ώρα μετά τον θάνατο του Μέντζου τηλεφώνησε στο χρηματιστήριο και έκλεισε τις μετοχές. Έτσι ήταν εκείνος που συμβούλεψε τον αυτόπτη μάρτυρα τι θα καταθέσει διαβάζοντάς του την κατάθεση της κατηγορουμένης, οπότε εκείνος υποστήριξε ότι όλα αυτά που ήταν καταγεγραμμένα τα είδε ο ίδιος.
Οι δικηγόροι της υπεράσπισης δεν αμφισβήτησαν ούτε στο ελάχιστο ότι πρόκειται για έγκλημα, το οποίο όμως δεν διέπραξε η κατηγορούμενη αλλά κάποιος που είχε οικονομικό κίνητρο όπως ο αδελφός της ερωμένης. Όπως είπε ο συνήγορος υπεράσπισης ο ένας αδελφός της ερωμένης παίρνοντας μια αποζημίωση από την δουλειά του της τάξης των 80.000 ευρώ προφανώς τα έδωσε στον Μέντζο για να τα επενδύσει αλλά δεν τα επέστρεψε και άρχισε ουσιαστικά να τον κυνηγά και να απαιτεί τα χρήματά του. Γι’ αυτό αρκετές φορές εθεάθη στο σχολείο να τον αναζητά και γι’ αυτό ο Μέντζος έπαιρνε μέτρα ασφαλείας δηλαδή συνοδευόταν κα΄θε βράδυ στο σπίτι του από έναν φίλο του και έλεγε στην σύζυγό του να κλειδώνει σπίτι και αυτοκίνητο και να προσέχει. Ο δικηγόρος ζήτησε την αθώωση της γυναίκας και είπε ότι κατά την εκτίμησή του την επίμαχη ημέρα ή τον κάλεσαν τα αδέλφια της ερωμένης και αφού τον χτύπησαν τον έβαλαν στο αυτοκίνητο και κάηκε ή είναι θύμα τοκογλυφίας.
Πηγή: aixmi-news.gr