Το φαρμακείο της Βόνιτσας ήταν στη πλατεία κληρονομικό και παλιακό.
Όταν το 1937 πέθανε ο φαρμακοποιός της Βόνιτσας Κουρκούτας, το κληρονόμησαν οι δύο κόρες του.
Εκείνα τα χρόνια οι κληρονόμοι είχαν το δικαίωμα να κρατούν το φαρμακείο για δέκα χρόνια, με υπεύθυνο φαρμακοποιό.
Έτσι ήρθε σ αυτό ως υπεύθυνος φαρμακοποιός ο πατέρας μου.
Ο χώρος του φαρμακείου ήταν γύρω στα 40 τ. μ. και το χώριζε στη μέση μια βιτρίνα με ντουλάπια.
Πάνω απ τα ντουλάπια υπήρχε μια σειρά από 30 περίπου συρτάρια με πορσελάνινες ταμπελίτσες, που σε ενημέρωναν για το περιεχόμενό.
Αυτά ήταν γεμάτα με βότανα, παράξενες ρίζες, μαλάχη, γλυκόριζα, λυκίσκο κανέλα, δίκταμο, λεβάντα, χαμομήλι, σιναπόσπορους και άλλα.
Ένα συρτάρι έγραφε απ έξω ΜΑΝΝΑ και το άνοιξα
Είχε μέσα κάτι σαν μουχλιασμένο ψωμί με πετιμέζι κι όταν ρώτησα τον πατέρα μου τι είναι αυτό, μου είπε πως είναι το μάννα, που έριξε ο θεός στους Εβραίους.
Το κοίταξα καλά κι έκλεισα το συρτάρι, χωρίς να κάνω άλλη ερώτηση.
Στις βιτρίνες που ήταν πάνω απ τα συρτάρια, υπήρχαν πολύχρωμα εντυπωσιακά μπουκαλάκια και άδεια κουτιά για να γεμίζουν το χώρο.
Πάνω στον πάγκο που είχε δύό συρτάρια ήταν δύο ζυγαριές ακριβείας και δίπλα τους πολλά ζύγια διαφορετικού μεγέθους, τοποθετημένα σε ξύλινες κασετίνες που είχαν υποδοχές γι αυτά.
Υπήρχαν ακόμα πολλά και διαφορετικού μεγέθους πορσελάνινα γουδιά με γουδοχέρια.
Όλη τη μέρα θυμάμαι τον πατέρα μου με το γουδί στο χέρι, να φτιάχνει φάρμακα για επιληπτικούς, ασβεστόνερο για αφροδισιακούς, μπουκάλες για φυματικούς, βαλανιδόζουμο για τον προστάτη, μελάνι για τα μωρά με φουσκάλες στο στόμα και να τυλίγει σε σχήμα φακέλου σκονάκια.
Έφτιαχνε ιώδιο από κάτι σκούρους κρυστάλλους και κινίνο σε σβόλους από κάτι ίνες σαν αυτές του βαμβακιού, που τις έλιωνε με διαφανείς κρυστάλλους μέσα στο γουδί.
Πολλοί απ τους πελάτες έφερναν στον πατέρα μου από ευχαρίστηση μία τσαντίλα τυρί, μια καρδάρα γάλα, ένα πήλινο αγγείο με χοιρινές τσιγαρίδες, λίγο μέλι και ότι καλλίτερο είχαν.
Ο παπάς απ τα Παλιάμπελα -ο παπά Στέλιος- μας έφερε θυμάμαι ένα πελώριο καρπούζι. Ήταν τόσο μεγάλο, που του μπήκαμε καβάλα εγώ και η αδελφή μου.
Πέρα απ τα βότανα που χρησιμοποιούσαν στο φαρμακείο υπήρχαν και πρακτικά φάρμακα που τα χρησιμοποιούσαν μαζί με ξόρκια οι γριές.
Αυτά ήταν βδέλλες για την πίεση, που τις πουλούσαν οι κουρείς και τις είχαν μέσα σε μεγάλες γυάλινες φιάλες, το βισγάδι που ήταν πολτός από αποξηραμένο έντομο για πληγές με πύον, κουτσουλιές από κότες για την κασίδα στο κεφάλι και γάλα της γαϊδούρας για το καρκαλέτσι και το τσίμπημα του φιδιού.
Ο πάτερ Γυμνάσιος εξέδωσε στα χρόνια του μεσοπολέμου και βιβλίο με 369 συνταγές -που το έχω- για πάσα νόσο και μαλακία του εγκεφάλου.
Βλέπεις στα παιδικά μου χρόνια δεν υπήρχε ή Νοβάρτις να λαδώνει πολιτικούς, γιατρούς και δημοσιογράφους για να πουλάει τις σαβούρες που παράγει και να θησαυρίζει.
Σήμερα η υγεία έχει γίνει εμπόριο.
Σου πουλάνε φάρμακο για ένα πρόβλημα και σου δημιουργούν άλλα δύο, για να κάνουνε νταραβέρι.
Πας στο γιατρό να του πεις τον πόνο σου κι αυτός σε στέλνει σε άλλους δυό. Μεγάλη φάμπρικα σας λέω.
Η Ενδέκατη εντολή του Μωυσή έπρεπε να ήταν.
Ου μπλέξεις μ αυτούς.
Ας γυρίσουμε όμως στο φαρμακείο.
Οι επιδημίες στα παιδικά μας χρόνια ήταν μέρος του παιχνιδιού και δεν περνούσε εποχή του χρόνου, χωρίς να μας επισκεφθεί και κάποια.
Ιλαρά, διφθερίτιδα, ελονοσία, τύφος, ανεμοβλογιά και χίλιες άλλες περνούσαν στα γρήγορα από όλους μας και έφευγαν, αφήνοντας και κάποιο θύμα πίσω τους.
Από μικροί ξέρουμε πως η επιδημία είναι μια αρρώστια που θα μας έπιανε όλους, είτε το θέλουμε είτε όχι.
Δε χτυπούσε την καμπάνα ο Πλιακοπάνος, για να κλειστούμε στο σπίτι.
Ερχόταν σε όλους μας και καθώς ήμασταν ξυπόλητα, νηστικά, και μυξιάρικα, ούτε που την καταλαβαίναμε.
Αρκετοί έμεναν στο κρεβάτι, αν είχαν πυρετό και οι υπόλοιποι συνεχίζαμε τα παιχνίδια μας.
Όλες αυτές τις επιδημίες τις ξεπερνούσαμε εύκολα εκτός απ την ελονοσία.
Άρχιζαν κάτι κρυάδες στην πλάτη, που άπλωναν σιγά σιγά σ ολόκληρο το κορμί. Μετά οι κρυάδες γινόταν ρίγη και τρεμούλα.
Η τρεμούλα όλο κι άπλωνε, όλο και δυνάμωνε και στο τέλος ξέσπαγαν οι σπασμοί.
Με είχαν θυμάμαι στο κρεβάτι και με κρατούσανε τρεις, για να μην πέσω στο πάτωμα.
Δε θυμάμαι τίποτα άλλο. Φάρμακα δεν υπήρχαν.
Αν άντεχες και ξεπερνούσες αυτή τη μάστιγα, που άφηνε και κουσούρια πίσω της, ήσουνα τυχερός.
Κουσούρια άφηνα κι όλες οι επιδημίες που μας ακολουθούσαν.
Στις δυσεντερίες δεν προλαβαίναμε να μαζέψουμε τα βρακιά μας.
Όταν μας έπιανε το Καρκαλέτσι, κακαρίζαμε όλοι μας σαν τα κοκόρια και πέφταμε ξερά στο χώμα, γιατί δε μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα.
Η ψώρα με την σταφυλοκοκκίαση ερχόταν αγκαλιαστές.
Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε στα θρανία, απ τα σπυριά που είχαμε στον κώλο κι ο δάσκαλός μας δε μας λυπόταν καθόλου.
Έψαχνε να βρει ευκαιρία για να μας δείρει, ακολουθώντας τις εντολές των πατεράδων μας
- Βάρτα δάσκαλε, μπας και βάλουν μυαλό,,, κι αυτός μας πελέκαγε στο ξύλο με τη βίτσα, όταν κάναμε ζαβολιές, οι δεν ξέραμε το μάθημά μας.
Μας έριχνε δέκα μετρημένες βιτσιές στα ψωριασμένα χέρια και το αίμα έτρεχε ασταμάτητα ανακατεμένο με ποίον απ τις πληγωμένες χούφτες μας.
Όλες αυτές τις επιδημίες και όσες άλλες δε θυμάμαι, τις περάσαμε στο πόδι, χωρίς να τρέχουμε σε γιατρούς και νοσοκομεία, που δεν υπήρχαν.
Ούτε και ιατρείο είχαμε.
Ο γιατρός μας -ο Πάνος ο Καλανζής- ήταν κι αυτός παλιακός και με μεγάλη πείρα. Σε έβλεπε από μακρυά και ήξερε τι αρρώστια έχεις.
Όταν φτάνανε άρρωστοι απ τα γύρω χωριά, τους εξέταζε πάνω σε ένα κρεβάτι, που ήταν πίσω απ τη βιτρίνα του φαρμακείου.
Ήταν σκεπασμένο με ένα μουσαμά με βρωμιές και ξεραμένα αίματα, που σπάνια τον σκούπιζα με μια βρεγμένη πατσαβούρα.
Απ το κρεβάτι αυτό άρπαξα κι εγώ μια λοιμώδη ηπατίτιδα, που με κράτησε για ένα μήνα στο κρεβάτι.
Είναι βαριά αρρώστα και καταστρέφει το συκώτι.
Δεν κώλυσα άλλους απ την αρρώστια μου αυτή, που είναι και μεταδοτική.
Έτρωγα για φαγητό -και κατ εντολή του πατέρα μου- μόνο ένα κουτί γλυκό σταφύλι την μέρα -για να ξεκουράζει το συκώτι- κι ένα νεροζούμι από βότανα, που μάλλον θα ήταν από αγκυνάρες.
Αυτή ήταν και η τελευταία μου αρρώστια.
Από τότε έχουν περάσει πολλές δεκαετίες -πάνω από 60 χρόνια- χωρίς να αρρωστήσω ποτέ πια. Ούτε από πονοκέφαλο.
Τα πρώτα εμπορικά φάρμακα που κυκλοφόρησαν μετά το 1947. ήταν η ατεμπρίνι, η σουλφαμίδασε σε χάπια σκόνη και αλοιφή, η ασπιρίνη και το κινίνο σε χαπάκια και ενέσεις.
Ο γιατρός ο Καλαντζής έβαζε την κοινόχρηστη για όλη τη Βόνιτσα βελόνα του -που απ την πολύ τη χρήση ήταν σαν καμάκι- σ ένα κουτάλι να πάρει κάνα δυο βράσεις, πάνω απ τη φλόγα του λυχναριού για ν απολυμανθεί κι όταν στην έχωνε στον κώλο, πεταγόσουνα μέχρι το ταβάνι.
Εκεί να δεις πόνο. Λες και σου κόβανε το ποδάρι.
Άκουγες γιατρό και στο άψε - σβήσε, σου περνούσαν όλα τα κακά.
Σε μια επιδημία φυματιώδους μηνιγγίτιδας που μας ήρθε το 1944 ή το 1945 -δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά- χάθηκαν τέσσερα συνομήλικά μου στην κωμόπολή μας, των δυόμιση χιλιάδων κατοίκων.
Για μεγαλύτερους αν πέθαναν και πόσοι δεν ξέρω, ούτε και τι έγινε στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τότε βέβαια δεν υπήρχαν σοφοί και ειδήμονες δημοσιογράφοι, όπως υπάρχουν σήμερα, να μετρούν τους νεκρούς και να μας τρομοκρατούν.
Φοβερίζουν τώρα εμάς τους γέρους και τις γριές πως θα πεθάνουμε, αλλά μετά από τόσα που έχουμε περάσει κι απ την πείρα που έχουμε, δεν τους δίνουνε σημασία.
Βρε λύσσα που τους έχει πιάσει με τους γέρους και τις γριές.
Μας κυνηγάνε στις τράπεζες που πάμε να πάρουμε το μισθό μας κι αφήνουνε κλέφτες, καταχραστές του δημοσίου και μεγαλέμπορους των ναρκωτικών, ν αλωνίζουν.
Σου απαγορεύουν να πας μόνο σου βόλτα στην παραλία και οι κλέφτες ρημάζουν βίλες κι εξοχικά.
Κάτι δεν πάει παγκοσμίως καλά παιδιά μου.
Τρεις αστεροειδείς έρχονται ολοταχώς προς τη Γη και γι αυτούς δε γίνετε λόγος.
Ο φίλος μας που παρατηρεί τον ουρανό και μας δείχνει τα νεφελώματα, δεν τους είδε ακόμη;
Κάτι δεν πάει καλά σήμερα παιδιά.
Γιατί δεν μας λένε κάτι γι αυτούς.
Με το κορώνα-κοπέλι που δεν είναι ούτε καν γρίπη, μας βάλανε χειροπέδες παγκοσμίως και γλύτωσαν από απεργίες, διαδηλώσεις και μούντζες στις παρελάσεις.
Μας αραδιάζουν χιλιάδες νεκρούς και δε λένε κουβέντα για τα εκατομμύρια καρκινοπαθείς καρδιακούς και πολλούς άλλους
Και οι κοτρόνες έρχονται