Κ
Καταβόθρα=
υπόγειο φυσικό άνοιγμα του εδάφους, με
μεγάλο βάθος
Καταή
ή καταής = στο έδαφος, κάτω
Καταντιές=
τα πλούτη, οι ανέσεις
Καταπέτασμα=
το πολύ φαΐ
Κατατόπια=
τα ακριβή σημεία ενός τόπου
Καταψιά=
γουλιά
Κατεβασιά=
η ορμητική ροή νερού
Κατεβατό=
κομμάτι του χωραφιού
Κατελώνω=
βρωμάω
Κατεπού=
προς τα πού
Κατ(ι)μάρι=είδος
γλυκίσματος, που φτιάχνεται στο ταψί τις απόκριες
Κατσ(ι)κάδα=
η μικρή κατσίκα
Κατσιούλα=
η κουκούλα
Καύκαλο=
το κρανίο
Κειάφ(ι)=θειάφι
Κθαρ=κριθάρι
Κιαπέ=
και λοιπόν
Κλειτσ(ι)νάρι=
το λεπτό πόδι
Κομμάρα=η
ατονία
Κοντοσβόιρας=
ο πολύ κοντός άνθρωπος
Κοπελούλα=το
κοριτσόπουλο
Κορασίδι=το ανώριμο
και κακόσχημο σκληρό
πεπόνι
Κορκάλι=μικρός βολβός
κρεμμυδιού για τη
μεταφύτευση του και
παραγωγή κανονικού κρεμμυδιού
Κορύτος=ατόφια ξύλινη
και μακρόστενη ταΐστρα
ή ποτίστρα για
ζώα
Κορφίνι=το
βρασμένο, πηχτό, γάλα ζώου, το αμέσως
μετά τη γέννα
Κοσιά και
κουσιά=κοφτήρι αγριόχορτων σιδερένιο, κυρτό με μακρύ με
μακρύ στειλιάρη
Κοτάω=τολμώ
Κοτρώνι=η
μεγάλη ακατέργαστη πέτρα
Κοτσιανάτος=ο
καλόστεκούμενος ηίκιωμένος
Κοτς(ι)λιά=το περίττωμα
πτηνού
Κούλιαρος=ο
τελευταίος στη σειρά
Κουντρί=ο μεγάλος
βράχος
Κουρκούτι=είδος χυλού
με βρασμένο στάρι
ή καλαμπόκι και
γάλα
Κουρνιαχτός=το
σύννεφο σκόνης που
παρασύρεται από τον
αέρα
Κουτσουβέλι=το
μικρό παιδί
Κοψομεσιάζομαι=υποφέρω με
πόνους στη μέση
από το πολύ
σκύψιμο
Κοψοχολιάζω=κατατρομάζω
Κοψοχρονιά=πώληση σε
πολύ χαμηλή τιμή, σχεδόν
χάρισμα
Κρένω=ομιλώ,
φωνάζω, κράζω
Κρυογάτς(ου)λο=αυτός που
κρυώνει εύκολα,
Κύπρια=είδος κουδουνιών
για γίδα ή μουλάρια κλπ
Κωθώνι=το παλιόπαιδο
Κωλνά=κλωστή
Λαγαρίζω=ξεκαθαρίζω
Λα(γ)ιάζω=ηρεμώ,κοιμάμαι
Λα(γ)οκοιμάμαι=κοιμάμαι ελαφριά, με
έγνοια
Λακάω=φεύγω τρέχοντας
Λακρίντι=συνομιλία ασταμάτητη, κουτσομπολιό
Λανταβός=απρόσεκτος
Λαντρίζομαι=
αρρωσταίνω, εξάπτομαι
Λάου,
λάου= σιγά-σιγά και με
πονηριά
Λαπαρίζω
και λαπασαίρνω=καταλαγιάζω
Λαρώνω=ησυχάζω,
σταματώ το κλάμα
Λαψάνα=λάχανο των
αγρών
Λεβίθα=σκουλίκι,
παράσιτο των εντέρων
Λελέκι=
το ψηλόσωμο και
αδύνατο άτομο
Λεχάρι=
ο μεγαλόσωμος
Λ(η)τάρι=κοντή λεπτή
τριχιά
Λιανίζω=κομματιάζω
Λιανόπαιδο=μικρό παιδί
Λιαταρίζω=
κόβω κάτι σε
κομμάτια. Δέρνω
Λιβαδιάτικο=το μίσθωμα
λιβαδιού για τη
βόσκηση από κοπάδι
Λιγκόνια=κοκκινωπά μικρά
μυρμήγκια των κορμών
των δέντρων
Λιμασμένος=ο
πειναλέος
Λιμοξίφτερο=είδος αετού
Λιμοψείρα=ο κοτόψυλλος
Λίμπα=το βαθύ
πιάτο
Λινάτσα=
το πανί
από λινάρι
Λιόκριση=
η χρυσή, ο ίκτερος
Λύσσα=κάτι το
πολύ αρμυρό
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΥΤΙΒΗΣ