Μπορεί ο κοροναϊός να έχει κηρυχθεί σε πανδημία , ωστόσο οι επιπτώσεις του είναι περιορισμένες σε σχέση με άλλες ασθένειες που έχουν πλήξει κατά καιρούς την ανθρωπότητα.
Από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ό αιώνα υπήρξαν ασθένειες που αφάνισαν στην κυριολεξία ολόκληρες περιοχές, οδήγησαν σε κλυδωνισμούς αυτοκρατοριών, αλλαγές στο οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον και εκατόμβες νεκρών.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς για παράδειγμα ότι η βουβωνική πανώλη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σκότωσε έναν στους τρεις κατοίκους της Ευρώπης ενώ η ισπανική γρίπη που ξέσπασε λίγους μήνες πριν το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε πολλαπλάσια θύματα από τον ίδιο τον πόλεμο.
Πάμε να δούμε τις σημαντικότερες πανδημίες κατά χρονική περίοδο:
430 π.Χ.: Ο λοιμός που οδήγησε στην κατάρρευση της αρχαίας Αθήνας
Το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (430 π.Χ.) οι Αθηναίοι εκτός από την πολιορκία των Σπαρτιατών που βρίσκονταν έξω απ’ την πόλη είχαν να αντιμετωπίσουν και έναν αδυσώπητο εχθρό μέσα στα τείχη, πολύ πιο ύπουλο, τον λοιμό. Ήταν μια επιδημία που ο κόσμος δεν ήξερε πως να την αντιμετωπίσει. Όπως περιγράφει ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός, Θουκυδίδης, οι ασθενείς εμφάνιζαν αιφνίδιο πονοκέφαλο και ισχυρό πυρετό μαζί με ερεθίσματα στο σώμα και τσούξιμο στα μάτια. Στο εσωτερικό του σώματος ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αιματώδη, ενώ η εκπνοή αφύσικη και δυσώδης. Αυτά όμως ήταν μόνο τα αρχικά φαινόμενα. Στη συνέχεια ακολουθούσε φτέρνισμα, βραχνάδα στη φωνή και ισχυρός βήχας. Φτάνοντας στο στομάχι προκαλούσε ναυτία και εμετό χολής, ενώ τα άτομα που είχαν μεν τάση για εμετό αλλά δεν έκαναν, είχαν ισχυρούς σπασμούς, όπου σε κάποιους έπαυε μετά από λίγο και σε άλλους συνέχιζε για πολλή ώρα.
Ο περισσότερος κόσμος πέθαινε την έβδομη ή την ένατη μέρα από την εκδήλωση της ασθένειας. Όσοι μπορούσαν να επιζήσουν παραπάνω, εμφάνιζαν ισχυρό πόνο στο στομάχι και διάρροια σε τόσο έντονο βαθμό, που έχαναν τη ζωή τους από την εξάντληση. Κατά τον Θουκυδίδη, για να προλάβει κάποιος τον θάνατο, έκοβε με τα πρώτα συμπτώματα που παρουσίαζε το μέρος του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως άκρα των χεριών και ποδιών, ενώ μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια τους.
Εικάζεται πως ο λοιμός προερχόταν από την Αιθιοπία και πέρασε μέσω της Αιγύπτου και της Λιβύης στον ελληνικό κόσμο ·αρχικά στο λιμάνι του Πειραιά που αποτελούσε και την κύρια πύλη εμπορίας, ενώ εντοπίστηκε επίσης και την επόμενη χρονιά, το 429 π.Χ. αλλά και τον χειμώνα του 427 προς 426 π.Χ. Φέρεται να συνέβαλε καταλυτικά στην εξέλιξη του πολέμου τον οποίο έχασε η πόλη-κράτος της Αθήνας που ηγούνταν της Δηλιακής Συμμαχίας. Εκτιμάται ότι σκότωσε το 16% με 33% του πληθυσμού της πόλης που τότε ανερχόταν σε 300.000. Άρα, οι θάνατοι ήταν από 48.000 μέχρι 96.000, αριθμός τεράστιος για τα δεδομένα της εποχής. Χάθηκαν τουλάχιστον 1.400 οπλίτες και 300 ιππείς, καθώς επίσης και ισχυροί άνδρες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όπως ήταν ο Περικλής.
Οι Σπαρτιάτες στη θέα του πλήθους των νεκρικών πυρών στην πόλη αποχώρησαν προκειμένου ν’ αποφύγουν την επιδημία. Ο εχθρός αφανιζόταν χωρίς καν να συνεχίσουν να πολεμούν. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο λοιμός δεν έχει ξεκαθαριστεί μέχρι και σήμερα. Ερευνητές θεωρούν ότι η περιοχή επλήγη από τύφο ή βουβωνική πανώλη ή ανεμοβλογιά ή αιμορραγικό πυρετό τύπου Έμπολα. Όπως και να ‘χει, η Αθήνα δεν μπόρεσε να ξαναβρεθεί ποτέ στο επίπεδο ισχύος που διέθετε πριν το λοιμό.
541 – 542 μ.Χ.: Η «πανώλη του Ιουστινιανού» που έπληξε και τον ίδιο τον Βυζαντινό αυτοκράτορα
Ήταν η πιο θανατηφόρα ασθένεια που έπληξε την χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στην κορύφωσή της σκότωνε πάνω από 5.000 άτομα την ημέρα στην Κωνσταντινούπολη! Ο λόγος για τη φοβερή «πανώλη του Ιουστινιανού», όπως ονομάστηκε, καθώς εμφανίστηκε την εποχή στον θρόνο καθόταν ο Ιουστινιανός Α’ ο Μέγας (ήτοι από την 1η Αυγούστου 527 έως τις 14 Νοεμβρίου 565) και ειδικότερα την περίοδο 541 με 542 μ.Χ. Η πανδημία προκάλεσε τον θάνατο περίπου 25 εκατομμυρίων ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πρώτου κρούσματος και άλλων 50 εκατομμυρίων κατά το δεύτερο κρούσμα, μετά από δύο αιώνες (το 750 μ.Χ.).
Σύγχρονοι μελετητές αναφέρουν ότι η ασθένεια ενδεχομένως και να αφάνισε το 40% του πληθυσμού της Βασιλεύουσας, που τότε ανερχόταν σε περίπου 400.000 και ενδεχομένως του 25% όσων ζούσαν εκείνα τα χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επίπτωση της πανώλης ήταν η οικονομική κατάρρευση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού ο κόσμος από τον φόβο του καθόταν σπίτι και δεν πήγαινε να δουλέψει -δεν είχε ανακαλυφθεί βλέπετε η τηλεργασία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όμως να πληγούν και τα σχέδια του αυτοκράτορα για ανακατάληψη των δυτικών εδαφών του Βυζαντίου που είχαν χαθεί έναν αιώνα νωρίτερα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι θύμα της επιδημίας έπεσε και ο ίδιος ο Ιουστινιανός, αλλά χάρη στην άμεση επέμβαση των γιατρών και την γερή κράση του κατάφερε να επιβιώσει.
Η βουβωνική πανώλη προκαλείται από το βακτήριο Yersinia pestis (βάκιλος του Γερσίν) και μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ζωυφίων που παρασιτούν στον άρρωστο μαύρο αρουραίο. Η ασθένεια εμφανίζεται σε τρεις διαφορετικές μορφές: τη βουβωνική (με αιμορραγική λεμφαδενίτιδα), την πνευμονική (με βαριά πνευμονία) και τη σηψαιμική. Οι δύο τελευταίες είναι σχεδόν πάντα θανατηφόρες εάν δεν υπάρχει άμεσα θεραπευτική αγωγή.
Σύμφωνα με τον Βυζαντινό λόγιο, Προκόπιο τον Καισαρεύς, που έζησε εκείνα τα χρόνια (γεννήθηκε το 500 και πέθανε το 565 μ.Χ.) το σημείο μηδέν που ξέσπασε η ασθένεια ήταν το λιμάνι του Πελούσιου στην Αίγυπτο και μεταφέρθηκε μέσω των πλοίων στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα και εν συνεχεία σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, την Ευρώπη και τη μακρινή Κίνα.
1348 – 1353 μ.Χ.: Η τρομερή πανούκλα του Μεσαίωνα που αποτέλεσε την αιτία να δημιουργηθεί η λέξη «καραντίνα»
Θεωρείται η μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή στην ιστορία με τον δείκτη θνησιμότητας να φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο. Ξέσπασε στα μέσα του 14ου αιώνα και πήρε την αποτρόπαια ονομασία «Μαύρος Θάνατος». Ο λόγος για την πανώλη που ξεκλήρισε ολόκληρες περιοχές της μεσαιωνικής Ευρώπης σε τέτοιο σημείο, που οι ζωντανοί δεν έφταναν για να θάψουν τους πεθαμένους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως έχασε τη ζωή του περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της γηραιάς ηπείρου με τον πληθυσμό να μειώνεται από τα 85 εκατομμύρια στα περίπου 30.
Οι πρώτες καταγραφές φαινομένων πανούκλας έγιναν τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία που είχαν ξεκινήσει από τη λιμάνι της Κάφας στην Κριμαία, προσέγγισαν τη Μεσσήνη της Σικελίας. Κάποια απ’ αυτά τα καράβια μετέφεραν νεκρούς που είχαν πεθάνει κατά το πλου από πανούκλα. Πολύ γρήγορα πέρασε στη Γαλλία και τους προσεχείς μήνες στην υπόλοιπη κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία, στη Σκανδιναβία και στη Ρωσία.
Εστία μόλυνσης ήταν οι αρουραίοι, αλλά εκείνη την εποχή δεν το γνώριζαν. Ειδικότερα, οφειλόταν σε ένα βακτήριο που μεταδόθηκε στον άνθρωπο από το τσίμπημα των ψύλλων που παρασιτούσαν στα τρωκτικά. Θυμίζουμε ότι τον Μεσαίωνα ο πληθυσμός των ποντικιών αυξήθηκε σε επικίνδυνο βαθμό, όταν ο Πάπας αποκάλεσε τις γάτες όργανα του σατανά, με αποτέλεσμα να θανατωθούν κατά χιλιάδες. Η ταχύτητα μετάδοσης της πανώλης ευνοήθηκε από τις υποτυπώδεις συνθήκες υγιεινής, αφού ο κόσμος όχι απλώς δεν έπλενε τα χέρια του, αλλά έκανε μπάνιο αραιά και που.
Τα συμπτώματα ξεκινούσαν με πονοκέφαλο και ρίγη. Ακολουθούσε πυρετός, διάρροια και εξάντληση σε συνδυασμό με φωτοφοβία και πόνο στα χέρια και τα πόδια. Μέσα με μια με δύο ημέρες εμφανιζόταν οίδημα με τη μορφή εξογκωμάτων στον λαιμό, κάτω από τα χέρια και στο εσωτερικό των μηρών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα το εξόγκωμα αυτό, που έφτανε να έχει το σχήμα πορτοκαλιού. γινόταν μαύρο, άνοιξε και άρχιζε να στάζει πύον και αίμα. Παράλληλα, υπήρχε εσωτερική αιμορραγία και ο ασθενής μύριζε απαίσια, πεθαίνοντας μέσα σε φρικτούς πόνους μέσα σε μια εβδομάδα, ενώ υπήρχαν και θάνατοι μέσα σε μόλις 24 ώρες. Η πιο διαδεδομένη μορφή πανώλης ήταν η βουβωνική.
Ο κόσμος πίστευε ότι επρόκειτο για μια θεόσταλτη κατάρα και προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την πανδημία με λιτανείες και προσευχές.
Προκειμένου να μειωθεί η μετάδοση της μαύρης πανώλης, αποφασίστηκε κάποια στιγμή όλα τα πλοία που έδεναν σε λιμάνια, να απομονώνονται για 40 ημέρες, γεγονός από το οποίο προέκυψε η λέξη «καραντίνα». Από τη γαλλική φράση une quarantaine de jours, δηλαδή «40 μέρες».
1918 – 1919: Η γρίπη που σκότωσε περισσότερους απ’ όσους ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Όλοι ξέρουμε ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918) άφησε πίσω του εκατομμύρια νεκρούς -περίπου 8,5 εκατομμύρια στρατευμένους και 14,5 εκατομμύρια αμάχους. Πόσοι γνωρίζουν όμως ότι οκτώ μήνες πριν τη λήξη του ξέσπασε μια πανδημία που είχε ως αποτέλεσμα να πεθάνουν πολλοί περισσότεροι; Η περιβόητη «ισπανική γρίπη» που εκδηλώθηκε αρχικά στη Γαλλία τον Απρίλιο του 1918 ανάμεσα στα βρετανικά συντάγματα που στάθμευαν στη Ρουέν και στο Βιμερέ θέρισε τη ζωή σύμφωνα με τους μετριοπαθείς υπολογισμούς 21.640.000 ανθρώπων, αλλά αρκετοί ανεβάζουν το νούμερο στα 40 ή και τα 50 εκατομμύρια. Όσο μετακινούνταν οι στρατιώτες που ήταν φορείς του ιού τόσο μετακινούνταν και ο ιός της γρίπης που φαίνεται να μεταπήδησε από τα πτηνά στον άνθρωπο. Προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από την Άπω Ανατολή, αλλά ονομάστηκε «ισπανική» επειδή οι πρώτες αναφορές για την πανδημία καταγράφηκαν στις εφημερίδες της Ισπανίας, μιας χώρας που δεν συμμετείχε στον πόλεμο.
Ο θάνατος προερχόταν από οξύ φλεγμονώδες πνευμονικό οίδημα, αιμορραγική πνευμονίτιδα, ή πνευμονία με οξύ αιμορραγικό οίδημα. Παρατηρούνταν κυάνωση του δέρματος (έπαιρνε ένα μπλε χρώμα), ιδιαίτερα γύρω από το πρόσωπο, το στόμα, τον λαιμό και τα δάκτυλα. Στη νεκροψία οι βάσεις των πνευμόνων αποκάλυπταν πως ήταν περισσότερο προσβεβλημένες και οι θωρακικές κοιλότητες περιείχαν ανοικτό καφέ ή κίτρινο ως σκούρο κόκκινο υγρό. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό είναι ότι η ισπανική γρίπη προτιμούσε τους νέους σε ηλικία, χάνοντας τη ζωή τους ακόμα και μέσα σε μια ημέρα από τη στιγμή που προσβάλλονταν. Η ασθένεια διήρκεσε συνολικά 18 μήνες, χρονικό διάστημα που δεν θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλο, ωστόσο αποδείχθηκε τρομερά θανατηφόρο.
Η επιδημία ανεμοβλογιάς στην Ινδία (1970)
Περί τα μέσα του 1970, ξέσπασε μία πρωτοφανής επιδημία ανεμοβλογιάς με επίκεντρο την Ινδία. Τα καταγεγραμμένα κρούσματα ξεπέρασαν τα 100.000 και οι νεκροί ανήλθαν σε τουλάχιστον 20.000. Ωστόσο, ύστερα από μια περίοδο συντονισμένης δράσης και στενής παρακολούθησης από διεθνή επιτροπή, η Ινδία κατάφερε επισήμως να βγει από την καραντίνα τον Μάιο του 1975.
*Γράφει ο Γεώργιος Σαρρής -Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.