Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Σκέψη και αλαζονεία

Είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. Μέσα στη φύση ξεκινάμε την επίγεια διαδρομή μας και την περατώνομε και τη συντηρούμε αναπνέοντας, τρώγοντας, πίνοντας, παλεύοντας ενάντια στα εχθρικά στοιχεία γύρω μας.
Η φύση, επιπλέον, μας τροφοδοτεί με άγρια πάθη, όπως το μίσος, η εκδικητικότητα ή η διεκδικητικότητα, που μας σπρώχνουν να επιτεθούμε στο συνάνθρωπό μας, να τον βασανίσομε, να τον σκοτώσομε. «Είναι», λέει ο Μποντλέρ, «αυτή η αλάνθαστη φύση που γέννησε την πατροκτονία, την ανθρωποφαγία και μύριες άλλες φρικαλεότητες, που η σεμνότητα και η λεπτότητα μας εμποδίζουν να ονομάσομε».
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λοιπόν, όπως η φύση, το είδος μας κινδυνεύει να χαθεί, καθώς δεν διαθέτομε ούτε την ανθεκτικότητα της κατσαρίδας ούτε την ευλυγισία της γάτας ούτε την αρπακτικότητα του λιονταριού ούτε την ταχύτητα του ελαφιού ούτε τη δύναμη του ελέφαντα ούτε, γενικώς, κανένα από τα χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν την επιβίωση στο φορέα του. Πώς, όμως, ο άνθρωπος, η πιο εύθραυστη, ίσως, ύπαρξη στη φύση, εξακολουθεί να υπάρχει -κατορθώνοντας, μάλιστα, να κυριαρχήσει στη γη;
Τα πλάσματα που, όπως ο άνθρωπος, ανήκουν στο βασίλειο των ζώων είναι φτιαγμένα από ένα υλικό τέτοιο που, για να συντηρηθεί, χρειάζεται να καταβάλλουν κάποια ενέργεια, όπως να αναπνέουν, να τρέφονται ή να αναπαράγονται, η οποία παράγει συνήθως και ορισμένα άυλα αποτελέσματα. 

Το ζώο, τρώγοντας, εκτός από τη συντήρησή του, νιώθει, επίσης, το αίσθημα της ικανοποίησης, το οποίο ούτε να παρατηρηθεί ούτε να περιγραφεί μπορεί, όπως συμβαίνει με τα υλικού χαρακτήρα πράγματα, παρά μόνο να βιωθεί από το φορέα του. Οσο, μάλιστα, ανεβαίνομε την κλίμακα του ζωικού βασιλείου, τα άυλα γεγονότα που παράγει η ύλη των διαφόρων οργανισμών πολλαπλασιάζονται. 
Τα θηλαστικά, ορισμένως, κατ” αντιδιαστολή προς τους απλούς μονοκύτταρους οργανισμούς, διαθέτουν μνήμη. Ο σκύλος, χάρη σε ορισμένους σπασμούς που προκαλούν τα αιμοφόρα αγγεία στον εγκέφαλό του, θυμάται πού έκρυψε στον κήπο το κόκαλο, για να πάει να το βρει. 
Το ίδιο, κι ακόμη περισσότερο, συμβαίνει σε μας, τους ανθρώπους: με τους σπασμούς που προκαλούνται στον εγκέφαλό μας είμαστε σε θέση όχι μόνο να θυμόμαστε, αλλά να σκεφτόμαστε κιόλας.
Ιδού, λοιπόν, το μέγα των ανθρώπων προνόμιο, χάρη στο οποίο κατόρθωσε το είδος των να κυριαρχήσει επί της γης: η ικανότητά τους να σκέφτονται. Με τη σκέψη τους πέτυχαν να εφεύρουν όπλα, για να αμύνονται απέναντι στα πιο ισχυρά πλάσματα της φύσης· να φτιάξουν ρούχα και καταλύματα, για να προστατεύονται από το κρύο και τη ζέστη· να κατασκευάσουν εργαλεία και μηχανές, για να καταστήσουν τη ζωή τους πιο εύκολη και ασφαλή· να δημιουργήσουν κοινωνίες και νόμους έτσι ώστε η ζωή τους να αποκτήσει μεγαλύτερο περιεχόμενο και να γίνει πιο βιωτή. 
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον βρήκαν το χρόνο και τη διάθεση να καταγίνουν στη θρησκεία, που μας υπαγορεύει να λατρεύομε τον δημιουργό μας για το δώρο της ζωής· να ασχοληθούμε με την επιστήμη, που μας μαθαίνει τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο· να εφεύρομε τη φιλοσοφία, που μας λέει πώς αλλιώς θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι ο κόσμος· να ανακαλύψει την ηθική, που μας προστάζει να φροντίζομε τους αδύναμους, την ώρα που η φύση μας παραγγέλλει να τους αποτελειώνομε αν είναι προς το συμφέρον μας· να καταπιαστούν με την τέχνη, που προσφέρει άδολη χαρά.
Με όλα αυτά, κι άλλα πολλά τέτοια, που είναι αποτέλεσμα του στοχασμού τους, οι άνθρωποι πέτυχαν να δημιουργήσουν έναν κόσμο δικό τους, θεωρώντας από την αρχή, αφ” ότου άρχισαν να σκέφτονται, ότι ο κόσμος της φύσης, που τους προσφέρθηκε να ζήσουν, δεν είναι έτσι όπως θα τον ήθελαν να είναι. Αν οι πρωτόγονοι, λέει, πάλι, ο Μποντλέρ, μπήκαν στον κόπο να βάφουν τα πρόσωπά τους, ήταν γιατί θεώρησαν πως η φύση δεν τα έκανε τόσο ωραία όσο θα έπρεπε να είναι. 
Ο άνθρωπος παρεμβαίνει στη φύση, για να την κάνει καλύτερη. Ζωγραφίζει, για να κάνει τα πράγματα που ζωγραφίζει καλύτερα από ό, τι υπάρχουν στη φύση, αλλάζει τις κοίτες των ποταμών, για να ποτίσει εκτάσεις οι οποίες, αν εξακολουθούσαν τα ποτάμια να τρέχουν όπως τους είχε ορίσει η φύση, θα ξεραίνονταν, και ούτω καθεξής.
Πόσες φορές, όμως, η φύση δεν εκδικήθηκε τον άνθρωπο για την προσπάθειά του να δημιουργήσει το δικό του κόσμο, όταν είδε τις παρεμβάσεις του στη λειτουργία της να ξεπερνούν τα όρια της ανοχής της; 
Ποιος αποκλείει μήπως κάποια στιγμή στο μέλλον δεν αποτολμήσομε στη φύση μια άμετρη παρέμβαση, τέτοια που θα την αναγκάσομε να μας εκδικηθεί όχι για να μας τιμωρήσει απλώς, αλλά για να μας εξαφανίσει;
Ο δημιουργός μας -επειδή τίποτα στον κόσμο δεν δίνεται ανέξοδα, προσφέροντάς μας τη σκέψη σαν όπλο για να επιβιώσομε, έβαλε μέσα της και το σκουλήκι της αλαζονείας να τρέφεται από αυτήν έτσι, ώστε, όσο διευρύνεται η σκέψη, να μεγαλώνει και το σκουλήκι και μαζί του η δύναμή του να μας οδηγήσει στην καταστροφή. 
Η μάχη, λοιπόν, που οφείλομε να δίνομε, για να συνεχίσομε την επίγεια διαδρομή μας, δεν είναι μόνο με το περιβάλλον μας, αλλά και με τον εαυτό μας.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ Ν. ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ
Πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
enet.gr
agrinioreport
google page rank