Ένα ακόμη έθιμο, που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας στη Βόνιτσας, είναι και ο Αχυρένιος.
Το έθιμο αυτό, έρχεται απ τα χρόνια τα παλιά και το διοργάνωναν από μόνοι τους οι ψαράδες - κάθε Καθαρή Δευτέρα- και δικαιωματικά, ανήκει σ αυτούς.
Εγώ τον είπα <ψαράδικο καρναβάλι>,,, .
Σκόρπιες εικόνες έρχονται απ τα παιδικά μου χρόνια, και στριφογυρίζουν στη μνήμη, δυσκολεύοντάς με, να τις βάλω σε μια τάξη....
Θυμάμαι δυο ή και τρεις ακόμα παρέες μουντζουρωμένων ψαράδων, να τριγυρνούν ξυπόλυτοι και μεθυσμένοι στις γειτονιές της Βόνιτσας και να χορεύουν ακατάπαυστα...
Δεν ήταν μασκαρεμένοι αλλά μουτζουρωμένοι.
Φορούσαν τα μπαλωμένα γιορτινά τους ρούχα και με ανασηκωμένα τα μπατζάκια -ξυπόλητοι καθώς ήταν- τσαλαβούταγαν χορεύοντας στα νερά
και παίζανε, ψαράδικους σκοπούς.
Ο χτύπος του νταουλιού ήταν δυνατός και ο διαπεραστικός ήχος της τσαμπούνας, μου σουβλίζει ακόμα και σήμερα, το μυαλό.
Στην πλατεία οι παρέες, έφταναν αργά το μεσημέρι μαζί με τα νταούλια τους και γινόταν χαμός.
Στη μέση της πλατείας ήταν δυο μεγάλα τραπέζια και πάνω τους, κατσούλα τα μύδια, τα στρείδια, οι καποσάντες, και οι ριχτιές.
Σοροί στο άλλο τα καβούρια, οι πίνες, τ αβγοτάραχο οι γάμπαρες, κι ότι άλλο θαλασσινό, μπορεί να φανταστείς.
Σε ένα γάιδαρο καβάλα, φέρνανε και τον αχυρένιο και τον κάθιζαν ανάμεσα στα δυο τραπέζια, πάνω σε μια ετοιμόρροπη ψάθινη καρέκλα.
Του λέγανε βρομόλογα στα φωναχτά, και χόρευαν ολόγυρά του.
Τούτη τη μέρα, φτάνανε ψαράδες απ το νταλιάνι της Λασκάρας κι απ τα ιβάρια της Καρακονησάς -καμιά δεκαπενταριά νομάτοι- και γινότανε γλέντι τρικούβερτο.
Στριφογυρίζανε σαν τους καλικάντζαρους γύρω απ τον Αχυρένιο και σκούζανε,,, χειρονομώντας και πηδώντας ,,, για τον άδικο χαμό του.
Διακωμωδούσαν μες τα ξεφωνήματά τους, ανθρώπους και γεγονότα της χρονιάς που πέρασε, και τραγουδούσαν, την Μπαρλαγιάννο.
<Βασίλω τς μπαρλαγιάννους, δεν τόκανες καλά,
παράτησες τον Φλένζα, τον παλιο-μασκαρά.>
Το τραγούδι αυτό που είχε ρυθμό τσάμικου, το άκουσα μεγάλος πια, να το τραγουδά στο πανηγύρι του Άι-Παντελέμωνα, ο πατριώτης μας ο Τάκης ο Καρναβάς, χαράματα και πάνω στο τσακίρ κέφι.
Φαίνεται πως κάποιος παλιακός που ήξερε την ιστορία, το είχε παραγγείλει.
Αναφερόταν σε παλιούς γραφικούς τύπους της Βόνιτσας, που δεν ήταν και λίγοι. <Κυρ- Αντίπενα η παντόφλα σου, ένα τάλιρο μες το Φάληρο.>
Παιδιά τότε, συνεπαρμένα απ το παιχνίδι, δεν δίναμε και μεγάλη σημασία, για το τι έκαναν οι μεγαλύτεροι μας και δε μπορώ να σας περιγράψω με λεπτομέρεια, τα δρώμενά τους.
Οι νταμιτζάνες με το ούζο και το μπρούσκο Λευκαδίτικο κρασί, που τους πρόσφεραν οι εργοδότες τους, ήταν μπόλικο και η όρεξή τους μεγάλη.
Όλο το χρόνο πίνανε, αλλά τούτη τη μέρα, φτάνανε στην τελική πτώση.
Μετά, βάζανε φωτιά στον Αχυρένιο και τον καίγανε μαζί με την καρέκλα του, σαν τον Ιούδα τον αρνητή.
Όλος ο ψαραδόκοσμος τότε, ήταν στη δούλεψη δύο μεγάλων οικογενειών.
Η μια ήταν του Γιώργου Τζηφριού, που είχε το ιβάρι της Βόνιτσας,,, της Ρούγας,,, και της Βουλκαράς, -που τότε ήτανε λιμνοθάλασσα και στη μπούκα της ήτανε χτισμένο, το χελοίβαρο του Άι-Νικόλα-.
Η δεύτερη οικογένεια, ήταν των αδελφών Σπύρου και Μήτσου Τζώρτζη, που είχανε τα νταλιάνια,,, της Βόνιτσα -πίσω απ την Αγία Παρασκευή,,, στο Βαρκό,,, και στο Χαλίκι.
Την κατοχή, ήρθαν στη Βόνιτσα πολλές οικογένειες απ τη Λευκάδα, που τότε είχε μεγάλη φτώχεια,,, και δούλευαν στα χωράφια, κάτω από άθλιες συνθήκες, για ένα πιάτο φαΐ.
Την περίοδο αυτή 1943 με 1945, δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά, έπεσε στη Βόνιτσα επιδημία, φυματιώδους μηνιγγίτιδας και χάθηκαν πολλά παιδιά, της ηλικίας μου.
Ένα απ αυτά, ήταν και το μονάκριβο παιδί, μιας Λευκαδίτισας...
Οι σπαραγμοί και οι στριγκλιές της μάνας του -Γληγόρη μούυυυυυ- συντάραξαν τη Βόνιτσα.
Το παιδί το λέγανε Γληγοράκη και ο πόνος της μάνας για το παιδί της, αβάσταγος.
Με τα χρόνια που πέρασαν, τον <Αχυρένιο> τον κλάψανε, σαν Γληγοράκη.
Τον τίμησαν με καπέλα, μάσκες, κι άρματα, αν και την καθαρή Δευτέρα η περίοδος του καρναβαλιού έχει περάσει.
Από κει και πέρα, για το πώς ένα παραδοσιακό ψαράδικο έθιμο, έγινε καθαρό-δευτεριάτικο καρναβάλι, με άρματα, μουτσούνες και καραγκιοζλίκια, μόνο οι αρμόδιοι περί τούτων, μπορούν να μας το εξηγήσουν.
Το 1978, γύρισα το έθιμο αυτό σε ντοκιμαντέρ και το υπουργείο Πολιτισμού θέλησε να ενισχύσει χρηματικά με τρία εκατ/ρια δραχμές το χρόνο, γιατί το θεώρησε, σαν ένα απ τα ωραιότερα έθιμα του τόπου μας.
Πρότεινε να δημιουργηθεί ένας πολιτιστικός σύλλογος που θα ασχοληθεί με το έθιμο αυτό και με ότι άλλο θα συνέβαλε στην προβολή, της πολιτιστική μας κληρονομιάς.
Δυστυχώς δεν εισακούστηκα, γιατί στο χωριό μας ο καθένας, κάνει ότι του κατεβάσει η γκλάβα του... Δεν το θέλανε έτσι, γιατί κάθε σύλλογος διέπεται από νόμους και πρέπει, να κόβονται αποδείξει...
www.giorgosbelesiotis.blogspot.gr