Σε θυμάμαι να στρίβεις στο πρώτο σοκάκι και να κρύβεσαι γιατί είχε έρθει ο εισπράκτορας. Βλέπεις και τότε το κράτος φρόντιζε για σένα.
Σε θυμάμαι να κατεβάζεις τα ρολά του μαγαζιού σου και να κλείνεις τις πόρτες.
Ένδειξη σεβασμού και συμμετοχής στο πένθος, όταν πέρναγε το ξόδι.
Τώρα; Δε θέλω να μαυρίσω την ψυχή μου, αλλά το είδα πριν λίγα χρόνια, διάβασμα, φόρτωμα στ’αγροτικό και γραμμή για την Παναγιά.
Σε θυμάμαι εκεί με τους ώμους, χαμένο στο παρελθόν να αναρωτιέσαι: Καλά, τόσα παιδιά έχουμε-παιδιά στυλιάρια-είναι σωστό;
Σε θυμάμαι να μη δίνεις σακί άχυρο κι ας είχες δυο αθημωνιές περίσσευμα. Όμως σε είδα τα Χριστούγεννα να φιλεύεις ταϊνια.
Σε θυμάμαι να κόβεις την αγραπίδα του συνορίτη σου-μοναδικό δέντρο στο χωράφι του-που το είχε να κρεμάσει το ψωμοσάκουλο να μη γεμίσει πουρδάλα ή να κάθεται στο θέρο για μια ανάσα. Σε θυμάμαι όμως να κόβεις το γαλατά το Μεγαλοβδόμαδο και να μοιράζεις το γάλα στη γειτονιά. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Του Ξηρομερίτη, δέκα φορές Άβυσσος.
Σε θυμάμαι να κατεβαίνεις βιαστικά με το αγκαθό και το τυρί στο χέρι για να προλάβεις το λόγο του υποψήφιου βουλευτή που ήρθε να σου πουλήσει φύκια και να σε φωτίσει.
Σε θυμάμαι να βαράς παλαμάκια και να δίνεις και μια καλαμιά στο διπλανό που ήταν αφηρημένος και δεν πρόσεχε.
Σε θυμάμαι να τρέχεις πρώτος να δώσεις συγχαρητήρια για το λόγο του «ποιο λόγο, τέλος πάντων». Αλλά σε είδα να βγαίνεις-με ελαφρόν μειδίαμα που λένε και οι μορφωμένοι-μουρμουρίζοντας: «Θα φας καλά, θα σε σιάσω φέτος».
Σε θυμάμαι να κοιτάς με απορία τον διπλανό στην παρέα (άπορο και ακτήμονα) την εποχή που φαινόταν πως θα έρθουν οι άλλοι στα «πράγματα» να λέει πως θα τα κρατικοποιήσουν όλα. Σε θυμάμαι να στέκεσαι όρθιος, κατακόκκινος να απαντάς σε ξηρομερίτικη διάλεκτο: «Τι σκιάζεσαι ωρέ χαμένε, μη σ’κρατικοποιησ’νε τ’γαϊδούρα;». Τέτοιες ατάκες κάθε εκατό χρόνια λέγονται!!! Μια ζωή πολιτικοποιημένος, μια ζωή γελασμένος, μια ζωή ταλαιπωρημένος. ΠΟΤΕ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ!!! ΠΟΤΕ ΚΑΚΟΜΟΙΡΗΣ!!! Γελασμένος ναι…Αλλά το΄ξερες, ίσως και να το γλένταγες.
Ίσως ακόμα το γλεντάς (κάθε τέσσερα χρόνια).
συνεχίζεται;
Του Πάνου Κοτίνου απο την εφημερίδα "η Κατούνα"