Πλήθος κόσμου και φέτος στο έθιμο της Βόνιτσας τον Αχυρένιο Γληγοράκη. Το έθιμο του Αχυρένιου – Γληγοράκη το οποίο αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην πόλη της Βόνιτσας είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Η παρέλαση του Γληγόρη ξεκίνησε στις 15.30 από την κορυφή της πόλης ( Ελευθέριου Βενιζέλου στο ύψος του παιδικού σταθμού Βόνιτσας) με τερματισμό την παραλία της Βόνιτσας.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΥΤΙΒΗΣ
Το κέφι των συμμετεχόντων ήταν στα ύψη και το άρμα του Γληγόρη που όλοι περίμεναν με ανυπομονησία διέσχισε την κεντρική οδό.
Φέτος ο Γληγόρης ξεκίνησε με την βάρκα του Λάμπρου από την παραλία της Βόνιτσας
και κατευθύνθηκε προς την Σάλτινη μπήκε στο άρμα του και
παρουσιάστηκε στο πλήθος που τον περίμενε με ανυπομονησία.
Την έναρξη του Γληγοράκη έκανε
το γκρουπ του ΚΔΑΠ Κατούνας, που πήρε το
πρώτο βραβείο στο Παιδικό Καρναβάλι το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου στην
Βόνιτσα και ακολούθησαν τα υπόλοιπα γκρουπ.
Ακολουθήσουν τα άρματα με του
Φλινγκστοουνς , το Κοτέτσι , τα Φλαμίγκος, τους Άραβες και τις Χανούμισες , το
Μουλέν Ρουζ , τους Βλάχους με τις βλάχες και άλλα γκρουπ. Στο μεγάλο άρμα παρέλασε ο
Γληγόρης μας με όλο του το σόι , τους γιατρούς τους παπάδες και την νύφη.
Έφθασαν στην παραλία, ο γάμος δύσκολος για τον Γληγόρη, γιατί δεν
του κάνει κου κου ή τον ξεπάστρεψε η νύφη από την πρώτη βραδιά που και με βοηθήματα από Αθήνα και Πρέβεζα δεν κατάφερε να την ικανοποιήσει. Τον πέθανε, μάλλον είχε κι άλλoους από Λευκάδα, από τα Παλιάμπελα και το Θύρρειο ήταν ανεχόρταγη η άτιμη.........το μόνο που την ένοιαζε ήταν αυτό....
Γληγόρη μου.....
Γληγόρη μου.....
Φωνάζουν γιατρούς, φέτος ήρθε για συμπαράσταση ο ΑΔΩΝΙΣ……..μαζί τους
…..
τίποτα...
Κάθε χρόνο και σε καινούργια
βάσανα μπαίνει ο Γληγοράκης.
-Την άλλη φορά, πνίγηκε, καθαρίζοντας οχετούς στην πόλη.
-Πρόπερσι, τον έφαγε ο
σπαστήρας, που δούλευε στον καινούργιο δρόμο.
-Πέρσι, έπεσε απ τις
σκαλωσιές, μιας πολυώροφης οικοδομής.
-φέτος, τον βρήκαν οι δραγάτες
στα χωράφια και τώρα, τον φέρνουν σε
κακά χάλια.
Δούλευε λέει, αργάτης στα
μπαμπάκια και τον έβλαψε, το παραθείο.
Οι ψαράδες, έρχονται φωνάζοντας να ριχτούν
πάνω στον αχυρένιο
Γληγοράκη, εμποδίζοντας το έργο
του γιατρού, πουχει καταφθάσει με τα σύνεργα και τους νοσοκόμους του, απ την Αφρική.
Κάθε τι, που δεν είναι
θαλασσινό, είναι και αστείο, γι αυτούς τους απλοϊκούς ψαράδες.
-Ο γιατρός,
με τα χοντρά
γυαλιά και τη γραβάτα που τον
εμποδίζει.
-Οι νοσοκόμοι,
με τα σχέδια
που κάνουν.
-Ο δραγάτης,
με τη μαγκούρα
και τη ντουφέκα
του.
-Οι μοιρολογίστρες, με
τα μοιρολόγια τους.
Οι ενέργειες του γιατρού,
βγαίνουν άκαρπες. Ούτε οι ενέσεις,,,
ούτε οι τεχνητές αναπνοές,,, ούτε το οξυγόνο της θάλασσας,
έκαναν τη χρήση τους.
Ο Γληγοράκης, σιγά-σιγά
πεθαίνει, χωρίς να ματαδεί τον κόσμο του και τη θάλασσα.
Σ’ έφαγαν τα γεωργικά φάρμακα.
Γρηγοράκι μου…. σπαράζουν οι συγγενείς.
Οι ψαράδες παρακολουθούν
λυπημένοι μες το μεθύσι τους, και με κρυφό χαμόγελο, ξεσπούν σε ξεφωνητά, όταν
ακουστεί κανα απ’τ άπειρα αστεία, που
λέγονται τούτες τις ώρες.
Ενας γεροψαράς ρωτάει το
Γληγοράκη.
-Μην έφαγες
το σύρμα του
γιαλού;
-Οτς αφέντη
μ’. Απαντά το
πλήθος.
-Μην έφαγες
αυτό π’ καν πουφ κι αμπολάει μαύρο.
-Οτς αφέντη
μ’.
Και ξαναρχίζουν τα μοιρολόγια,
τα νταούλια και τα βιολιά.
Στην παραλία, το γλέντι θα
γενικευτεί.
Η συμμετοχή του κόσμου, θα
δώσει ένα ξεχωριστό χρώμα, μιας και το
πλήθος,
είναι ο κριτής, αυτού του
μικρού, ψαράδικου καρναβαλιού.
Ο κάθε μεταμφιεσμένος, είναι
κι’ ένα γεγονός, της χρονιάς που πέρασε.
Κάθε μασκαρεμένος
αντιπροσωπεύει, κάποιο απ’ τα συγκλονιστικά γεγονότα που συζητήθηκε πολύ, απ’ τον ψαραδόκοσμο και τους
κατοίκους,της Βόνιτσας.
Σαν υπάρχει έλλειψη
τοπικών γεγονότων, τα παίρνουν
κι’ από παραπέρα.
Τα έθιμο αυτού του ψαράδικου
καρναβαλιού της Βόνιτσας χάνεται στα
βάθη του χρόνου….
Βενετοκρατούμενη η Βόνιτσα τα
χρόνια της Τουρκικης κυριαρχίας στην Ελλάδας,
κονταροχτυπιέται με τη παράδοση, αν το καρναβάλι, το πήραν απ’ τους Βενετούς,
ή αν οι Βενετοί, το πήραν απ’τους Βονιτσάνους.
Ένα όμως είναι
βέβαιο,,, πως το παλιό Καθαροδευτεριάτικο καρναβάλι
των
Πατρών, είχε
τις ρίζες του στο Ψαράδικο
καρναβάλι της Βόνιτσας, (με την οποία
συνδέετo ατμοπλοϊκά, σαν παραμεθόριος πόλις, της τότε Ελλάδος) και
είναι ένας λόγος παραπάνω, που θα έπρεπε
να ερευνηθεί ιστορικά και να στηριχτεί, πριν
ξεχαστεί όπως λέει και ο Γιώργος Μπελεσιώτης.
Σαν πέσει το απόβραδο, φέρνουν
το Γληγοράκη στην άκρη του γιαλού και τον
ξαπλώνουν στις πλάκες τον ραντίζουν πετρόλαδο,,, και του βάζουν φωτιά να καεί,
σαν τον Ιούδα τον Αρνητή.
Εδώ, γύρω απ’ τον Γληγοράκη
που σιγοκαίγεται, θα γίνει και το τελικό ξεφάντωμα, του χορού, του πιοτού και της ζάλης.
Τούτες τις ώρες, θ’ ακουστούν
και τα τελευταία ξεφωνητά.
Γληγόρη,,, μουυυ.... καμαρι μουυυυυ....
Σαν έρθουν τα μεσάνυχτα, ο
ψαράδικος καφενές κλείνει.
Μαζί του, κλείνει και
το μεγαλύτερο ψαράδικο
ξεφάντωμα της χρονιάς.
Σε λίγο, η ησυχία θα
πέσει βαριά βολυμήθρα,
πάνω στον ψαράδικο οικισμό.
Δεν ακούγεται τίποτα,,, μόνο απ’
τους διπλανούς βάλτους, φτάνει το τραγούδι των
βατράχων,,, που βρίσκονται κατά
χιλιάδες.
Στην άκρη του γιαλού, απόμεινε
η στάχτη απ’ τον καμένο Γληγοράκη, περιμένοντας να τη ξεπλύνει, το κύμα της
θάλασσας.