Μια ιστορική αναδρομή στο αλισβερίσι των Λευκαδίων με τους Ακαρνάνες και το διαχρονικό κοινό ταξίδι των δυο γειτονικών λαών…
Την φιλική σχέση της Λευκάδας με το Ξηρόμερο μέσα από τις εμπορικές συναλλαγές στο πέρασμα του χρόνου μαρτυρούν τα φοβερά στοχεία που παραθέτει ο συγγραφέας Θοδωρής Γεωργάκης στο βιβλίο του «Τα που θυμάμαι μολογώ».
Το εμπόριο με το Ξηρόμερο, οι Μελισσουργιώτισσες, οι τράμπες και οι λακ(ι)νιές με τα άλογα ...............
Η οικογενειακή αυτάρκεια σε αγαθά, που ο ίδιος παρήγαγε, ήταν το μέλημα του κάθε Λευκαδίτη χωρικού, στο διάβα των αιώνων, αφού ελάχιστες δυνατότητες υπήρχαν για εμπόριο, με το υποτυπώδες αστικό κέντρο να βρίσκεται μέσα στο Κάστρο, αλλά και τα χωριά του νησιού σε μια παράλληλη πορεία, αρχικά, με την δημιουργηθείσα Χώρα στο τέλος του 17ου αιώνα, με την διάκριση σε μπρανέλους και χωριάτες, να παίρνει, ενίοτε, ρατσιστικά χαρακτηριστικά αποκλεισμού.
Όταν, τους επόμενους αιώνες, η Χώρα αναπτύχθηκε με δομές και μέσα, ενώ, οι κατακτητές Ενετοί, κυρίως, άνοιξαν τους πρώτους καρόδρομους επικοινωνίας με τα χωριά, τότε άρχισε να αμβλύνεται αυτή η ανταγωνιστική νοοτροπία και να γίνεται στενότερη η σχέση του χωρικού με την πρωτεύουσα του νησιού, πράγμα που δημιούργησε τις πρώτες βάσεις του εμπορίου των γεωργικών προϊόντων, κυρίως του λαδιού και του κρασιού, τα οποία μετέφεραν, για τα ταβερνεία της Χώρας, μέσα σε ασκιά, με τα κάρα.
Η απελευθέρωση από τους Άγγλους των Επτανήσων, το 1864, επέτρεψε στους Λευκαδίτες χωρικούς, το άνοιγμα προς τα χωριά του Ξηρομέρου, αφού, οι Άγγλοι, απαγόρευαν, επί ποινή απαγχονισμού, την μετάβαση των Λευκαδίων απέναντι στην επαναστατημένη Ακαρνανία, στα χωριά της οποίας, οι Λευκαδίτες, τώρα, είτε καλλιεργούσαν εκτάσεις με σιτάρι οι ίδιοι, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, είτε έβρισκαν δουλειά στα μπαμπάκια, που καλλιεργούσαν, σε χιλιάδες στρέμματα, οι Ξηρομερίτες, είτε πραγματοποιούσαν εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες είχαν, κατά βάση, την ανταλλαγή των προϊόντων.
Η αναζήτηση μεροκάματου στα μπαμπάκια του Ξηρόμερου, αλλά και το σκάψιμο αμπελιών στην Κάτω Αχαγιά, μέχρι την οποία έφταναν οι Λευκαδίτες, ήταν εργασίες εξοντωτικές και επίπονες, αφού η εργασία διαρκούσε… ήλιο με ήλιο, ο δε εργοδότης, όπως θυμούνται ακόμη σήμερα πολλοί Σφακισάνοι, τους προσέφερε για φαγητό, τραχανά, ή την περίφημη δαγκαρούφα, ένα φαγητό, όπως, λένε χαρακτηριστικά, που αποτελούνταν από βρασμένο γάλα, το οποίο έπιναν, αλλά συγχρόνως δάγκωναν και ένα κομμάτι κριθαρένιο, κατά το πλείστον, ψωμί.
Τρεις γενιές Λευκαδίτισσες στην τίμια βιοπάλη
Η δε εργασιακή συμπεριφορά του εργοδότη, ήταν ιδιαίτερα σκληρή, αφού, όπως διασώζουν, πετούσε μια πέτρα μπροστά και όπου έσκαγε η πέτρα, εκεί έπρεπε να φτάσουν μέχρι συγκεκριμένη ώρα, την οποία μετρούσε με τις οργιές του ύψους του ήλιου.
Συγχρόνως αναπτύχθηκε και μια μορφής εμπόριο με τα χωριά του Ξηρομέρου, πέραν της αναζήτησης μεροκάματου, εμπόριο το οποίο βασίστηκε, κατά κανόνα, στην ανταλλαγή προϊόντων.
Οι Λευκαδίτες, φόρτωναν τα άλογά τους, κατά μπουλούκια, οι περίφημοι <<γυρολόγοι στα Βλάχικα>>, με κρασί, ξύδι, λάδι και πήγαιναν στα χωριά του Ξηρομέρου, έφταναν ακόμη μέχρι και την μακρινή Κατούνα, προκειμένου να πουλήσουν αυτά τα προϊόντα, τα οποία δεν υπήρχαν στα καπνοχώρια του Ξηρομέρου, ή μάλλον, να τα ανταλλάξουν με τραχανά, σιτάρι και καλαμποκάλευρο, με το οποίο έφτιαχναν την Μπαζίνα, την Καγιανή και την Ανεβατή, φαγητά για τα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, ώστε να επιστρέψουν και πάλι με φορτωμένα τα άλογα στα χωριά τους.
Μάλιστα το εμπόριο είχε και τις μπαμπεσιές του, αφού, όπως λένε χαριτολογώντας, όταν πουλούσαν αρκετό ξύδι και τα ασκιά ήταν μισογεμάτα, τότε συμπλήρωναν τα ασκιά με νερό! Πήγαιναν στο πλησιέστερο ποτάμι, όπου έπαιρναν νερό, με την …αρβύλα τους, και απογέμιζαν τα ασκιά με το ξύδι, αφού δεν μπορούσαν να βάλουν το στόμιο του ασκιού στο τρεχούμενο νερό, διότι θα γέμιζε ανεξέλεγκτα!
Παρόμοια ευτράπελα και ατελείωτες ιστορίες έχουν να διηγηθούν πολλά, οι Λευκαδίτες γυρολόγοι, όπως την περίπτωση κάποιου, ο οποίος, έφαγε εφτά πιάτα τραχανά, λέγοντας στην Ξηρομερίτισσα, που τον φιλοξενούσε: <<πάει κι’ άλλο πιάτο κμπάρα;>>, με αποτέλεσμα να κοιμηθεί το βράδυ…έξω απ΄την καλύβα της κμπάρας! Όταν ξεκινούσαν, με τα άλογα φορτωμένα, έλεγαν ότι: <<πάνε στα Βλάχικα>>, οι δε Ξηρομερίτες τους καλωσόριζαν με το: <<καλώς τους Φράγκους>> και μεταξύ τους προσφωνούνταν <<κμπάρε>> και <<κμπάρα>>, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές, που δημιουργούνταν και πραγματικές κουμπαριές.
Σε μια ευρύτερη μορφή εμπορικών συναλλαγών, μεταξύ Λευκάδος και Ξηρομέρου, μπορούμε να εντάξουμε τις μετακινήσεις των Λευκαδίων υπερηλίκων στα χωριά Μοναστηράκι και Τρύφου του Ξηρομέρου, στα οποία πήγαιναν για τις ιαματικές ιδιότητες των εκεί πηγών.
Στο Μοναστηράκι, στην πηγή της Κορπής, υπήρχαν καταλύματα-ξενώνες, που διασώζονται ακόμη, οι οποίοι φιλοξενούσαν κατοίκους από την Λευκάδα, αλλά και από την Πρέβεζα, που έπασχαν από παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος και νεφρολιθιάσεις, αφού, το νερό των πηγών της Κορπής, πιστεύουν και σήμερα, ότι ενδείκνυται γι’ αυτές τις μορφές παθήσεων. Για τον ίδιο λόγο πήγαιναν και στου Τρύφου, το σημερινό χωριό Άγιος Βάρβαρος, όπου, εδώ, οι πηγές ήταν ιαματικές και ευεργετούσαν τις ρευματοειδείς παθήσεις, αφού, τα νερά τους, ήταν ζεστά και είχαν μεγάλη περιεκτικότητα σε θειάφι. Έμεναν αρκετές μέρες σε αχυροκαλύβες, προκειμένου να ολοκληρώσουν ένα κύκλο μπάνιων στα ιαματικά λουτρά.
Ακόμη, στο Μοναστηράκι, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, κοντά στις πηγές, ήταν η νεροτροβιά, που λειτουργεί ακόμη και στις μέρες μας, στην οποία έστελναν, οι Λευκαδίτισσες, τα χοντροσκούτια, που κατασκεύαζαν στον αργαλειό τους, για να τα χτυπήσει το νερό και να γίνουν πιο πλουμιστά, σε χρώματα και όγκο.
Ένα ακόμη κεφάλαιο εμπορικών σχέσεων επίσης, βασιζόμενο, μερικώς, στην ανταλλαγή προϊόντων, δημιούργησαν οι Λευκαδίτες χωρικοί με τις γυναίκες από τους Μελισσουργούς της Άρτας, τις περίφημες Μελισσουργιώτισσες, οι οποίες, από τα χωριά των Τζουμέρκων, έφταναν, μέσω Πρεβέζης, ξεματόχου στα χωριά της Λευκάδος, προκειμένου να πουλήσουν βελέτζες και φλοκοτές στις Λευκαδίτισσες, οι οποίες της έδιναν προίκα στα κορίτσια τους. Με έναν τεράστιο κόμπο στην πλάτη, την ηπειρώτικη ζαλίγκα, όπως, χαρακτηριστικά, την έλεγαν, έρχονταν από το Άκτιο, με τα πόδια στην Λευκάδα και κατευθύνονταν στα χωριά, όπου φιλοξενούνταν σε διάφορα σπίτια, μέχρι να πουλήσουν την πραμάτεια τους, την οποία αντάλλασαν και με λάδι. Ενθυμούμαι χαρακτηριστικά, δύο-τρείς μεσόκοπες Μελισσουργιώτισσες, να κοιμούνται γύρω από την γωνιά του σπιτιού μας, αφού εκεί ήθελαν, όπου τους έστρωνε στρωματσάδα η μάνα μου.
Λαζαριάτες με φορτωμένα τα άλογα λάδι, κρασί και ξύδι έτοιμοι να πάνε στο Ξηρόμερο, στα Βλάχικα, όπως έλεγαν, να τα ανταλλάξουν με αλεύρι ροκκίσο, κλαμποκάλευρο, που χρησιμοποιούσαν το χειμώνα για τη μπαζίνα και τη καγιανή…
Ακόμη, οι Λευκαδίτες, οι οποίοι έμεναν, σε αχυροκαλύβες στην Πούντα του Ακτίου, στα κτήματα, που, όπως προαναφέρθηκε, είχαν πάρει, από τον αναδασμό του 1928, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις με τους Ηπειρώτες βοσκούς, οι οποίοι έρχονταν στην Πούντα, με τα κοπάδια τους, στα χειμαδιά, όπως έλεγαν, προκειμένου να ξεχειμωνιάσουν. Τότε αντάλλασαν το λευκαδίτικο λάδι και κρασί, με τυρί και μαλλιά ηπειρώτικα, ή με άλογα, τα οποία είχαν κατά κοπάδια οι Ηπειρώτες, στις ονομαζόμενες λακ(ι)νιές, όπως έλεγαν, τα κοπάδια των αλόγων, που εκτρέφονταν στις εκεί εκτάσεις. Η λέξη, έχει σχέση με την ελληνική λάκα, που σημαίνει μεγάλη επίπεδη έκταση, είτε για σπορές, είτε γα την εκτροφή ζώων, αλλά, έχει σχέση και με την ιταλική λέξη lacinia, που σημαίνει ομάδα αλόγων.
Η αγορά και προμήθεια, γενικά, των αλόγων, μαζική παραγωγή των οποίων δεν υπήρχε στο νησί της Λευκάδος, παρά μόνο στις λακ(ι)νιές της Ηπείρου και της Ρούμελης, γίνονταν στα χωριά του νησιού από τους γύφτους- τσιγγάνους και τους τσαμπάσηδες. Οι πρώτοι, γυρνούσαν τα χωριά με δέκα-δεκαπέντε, κατά κανόνα, άλογα, τα οποία τραμπάριζαν, δηλαδή, τα αντάλλασαν με τα άλογα, που είχαν οι χωρικοί και επιθυμούσαν να τα ανανεώσουν, είτε, γιατί, ήταν γέρικα, είτε, γιατί ήθελαν να πάρουν πιο μεγαλόσωμα.
Έφταναν στα χωριά με τις πολυμελείς οικογένειές τους, ακόμη και σήμερα, θυμούνται πάρα πολλοί τον γύφτο τον Καραφάνταλο, με την τεράστια οικογένειά του, όπου έμεναν σε σκηνή έξω από το χωριό και όσες μέρες κρατούσαν οι αγοραπωλησίες των ζώων, οι γύφτισσες-τσιγγάνες, διακόνευαν στο χωριό, για λίγο λάδι.
Στην τράμπα, πάντα ο γύφτος-τσιγγάνος αβαντσάριζε και χρηματικό αντάλλαγμα, αφού θεωρούσε το δικό του ζωντανό ανώτερο, έστω και αν, πολλές φορές, αποδεικνύονταν μπαμπεσιά, φορτώνοντας, στον αδαή χωρικό, πιο γερασμένο ακόμη άλογο! Οι πιο υποψιασμένοι και ειδικοί, προκειμένου να διαπιστώσουν την ηλικία του αλόγου, αφού δεν κρεδέρονταν και τόσο τον γύφτο, το κοιτούσαν στα δόντια, ή τραβούσαν το δέρμα στο μάγουλο του αλόγου, αφού, αν επανέρχονταν αμέσως η ζαρωματιά, σήμαινε ότι ήταν νεαρό το ζώο.
Οι τσαμπάσηδες ήταν Λευκαδίτες, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο των αλόγων. Ήταν περισσότερο μπεσαλήδες στις συναλλαγές τους και έφερναν και καλύτερα ζώα για πώληση, αφού ήταν γνωστοί στους χωρικούς, σε σχέση με τους γύφτους-τσιγγάνους, οι οποίοι ήταν διαβαταρέοι. Ονομαστός τέτοιος τσαμπάσης, τα νεώτερα χρόνια, ήταν ο Βρυώνης, από το Μαραντοχώρι, ο οποίος, όταν έφτανε στα χωριά των Σφακιωτών, με τα άλογά του, ήταν σημαντικό γεγονός για τους γεωργούς, αλλά και για εμάς τους μικρούς, που χαζεύαμε τα ζωντανά και την όλη διαδικασία των αγοραπωλησιών.
Πέραν της νεαράς ηλκίας του ζώου, ζητούμενο ήταν η αξιοσύνηνη του, στο δρόμο, να είναι αλέστο το άλογο, δηλαδή να έχει γρήγορη και ανοιχτή περπατησιά, αλλά να είναι και εξ ίσου πρόθυμο στην δουλειά, να είναι αλαίμαρχο, όπως, χαρακτηριστικά, έλεγαν. Aκόμη, διάλεγαν άλογα δυνατά για τις δουλειές και το όργωμα, κυρίως. Τη δύναμη των ζώων αξιολογούσαν ανάλογα με την κατασκευή του στήθους και των καπουλιών τους. Το στήθος του έπρεπε να είναι φαρδύ, για να τραβά με μεγαλύτερη δύναμη το αλέτρι, τα δε καπούλια του, επίσης φαρδιά, για να είναι βαστάζο στα φορτία. Μάλιστα, όποια ζώα είχαν στενά καπούλια, πλάτες, τα έλεγαν <<σκ(υ)λοκάπ(ου)λα>>. Άλλο σημείο που πρόσεχαν, στα προς αγοράν ζώα, ήταν οι οπλές στα πόδια τους. Τα άλογα που είχαν μικρές οπλές, τα έλεγαν <<τσοπορούσια>>, δηλαδή, προέρχονταν από κακοτράχαλους τόπους, τα τσοπόρια και είχαν μικρές οπλές, για να προχωρούν καλύτερα στα πετρώδη μέρη, γι’ αυτό και τα προτιμούσαν για τα χωριά του νησιού. Αντίθετα τα ζώα που είχαν πλατιές οπλές τα αποκαλούσαν <<καμπούσα>>, εννοώντας ότι είναι πιο χρήσιμα σε πεδινά εδάφη.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η αγορά αλόγων, αλλά και η αγορά αντικειμένων, όπως χοντρά ρούχα, πανωφόρια, κάπες και άρβυλα, γίνονταν, από τους Λευκαδίτες χωρικούς, στην μεγάλη εμποροζωοπανήγυρη, η οποία γίνονταν το Οκτώβρη, κοντά στην γιορτή του Αγίου Δημηρίου, στην Φιλιππιάδα της Πρέβεζας.
Πρόκειται για πολύ μεγάλο παζάρι, στο οποίο έβρισκαν τα πάντα και το οποίο, για την Ήπειρο, έρχεται από την Τουρκοκρατία. Περασμένες δεκαετίες, μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας, το 1912, από τους Τούρκους και κατά τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι να δημιουργηθούν οι αυτοκινητόδρομοι, οι Λευκαδίτες, έφταναν με τα ζώα μέχρι την Φιλιππιδα, στα οποία φόρτωναν τα εμπορεύματα, που αγόραζαν, ή στα νέα άλογα και μουλάρια, τα οποία αγόραζαν από το παζάρι. Επρόκειτο για μια σκληρή πεζοπορία, που ήθελε μεγάλο ατζάρδο, με δεδομένο και το γεγονός ότι, η σύνδεση Ακτίου-Πρεβέζης, γίνονταν με μικρά πλοιάρια.
Το εμπόριο στο εσωτερικό του νησιού ήταν πολύμορφο, από την στιγμή που υπήρξαν οι υποδομές εκείνες και τα μέσα, που διευκόλυναν τις μετακινήσεις. Κύριος εκφραστής η Χώρα, η οποία, σταδιακά και κυρίως, μεταπολεμικά, άρχισε να εκφράζει την καρδιά του Λευκαδίτικου εμπορίου, με καταστήματα, αρχικά, ένδυσης, υπόδησης και γεωργικών εφοδίων, για να φτάσει στην σημερινή κοσμοπολίτικη μορφή της.
Οι χωρικοί κατέβαιναν δύο-τρείς φορές τον μήνα στην Χώρα, με τα μετασκευασμένα φορτηγά, ή και τρακτέρ, σε λεωφορεία, με το σακούλι στον ώμο, προκειμένου να κάνουν τα ψώνια για το σπίτι και τις δουλειές τους, ενώ η Χώρα συνδέονταν καθημερινά, με πλοία, τις περίφημες Βενζίνες, με το Μεγανήσι και τον Μύτικα της Ακαρνανίας. Αυτές οι βενζίνες επείχαν θέση ρολογιού, για τους ξωμάχους, αφού, όταν περνούσαν, από το στενό Λυγιάς-Πλαγιάς, τότε θεωρούσαν πως είναι ώρα να μαζέψουν τα πράγματά τους, για επιστροφή στο χωριό.
Προπολεμικά, όπως ενθυμούνται οι παλαιότεροι, πριν τα αυτοκίνητα, πήγαιναν στην Χώρα με τα άλογα, στα οποία φόρτωναν τα προς πώληση αγαθά τους, ακόμη τα προς πώληση φρούτα, σύκα, σταφύλια και απίδια, κατά τους θερινούς μήνες, αλλά τα χρησιμοποιούσαν και για καβάλλα, αφού η απόσταση, χωριών-Χώρας, ήταν αρκετά μακρινή. Τα άλογα, μέσα στην Χώρα, τα έδεναν στα χάνια, που βρίσκονταν απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Μηνά, με το περίφημο χάνι του Κατίνη να δεσπόζει στο παζάρι, ο οποίος Κατίνης, είχε και εργαστήριο κατασκευής σαμαριών, αλλά και πεταλωτήριο των αλόγων. Ενδιάμεσα, δε, της διαδρομής χωριών-Χώρας, υπήρχε παράγκα, ή σπίτι, το οποίο, δίκην σημερινού καφενείου, προσέφερε καφέ και ξεκούραση στους οδοιπόρους και στα κάρα, όπως το περίφημο <<σπίτι του Κουβέλη>>, στο Πετροπούλι, μια περιοχή στο μέσον της διαδρομής Σφακιώτες-Χώρα, εκεί που είναι σήμερα το μνημείο των πεσόντων, κατά την εξέγερση των χωρικών εναντίον των Άγγλων, το 1819.
Ακόμη, πέραν των δύο κύριων εμπορεύσιμων προϊόντων, λαδιού και κρασιού, υπήρξε και η εμπόρευση κτηνοτροφικών προϊόντων, όπου, οι χωρικοί, πουλούσαν αρνιά και κατσίκια στους χασάπηδες της Χώρας, οι οποίοι έφταναν στα μαντριά και στα κτήματα, για να αγοράσουν, επί τόπου, τα σφάγια, τα οποία ζύγιζαν με το στατέρι, που ήταν μονάδα μέτρησης βάρους, με βάσει την οκά. Το στατέρι είχε την κλίμακα μέτρησης και δύο τσιγκέλια, από τα οποία κρεμούσαν το προς πώληση ζωντανό. Γάτζωναν την κλίμακα του στατεριού πάνω σε μακρόστενο ξύλο, το οποίο κρατούσαν στους ώμους τους δύο άτομα, κρέμαγαν από τα τσιγκέλια το εμπορεύσιμο ζώο και το ζύγιζαν. Από το μικτό ζωντανό βάρος αφαιρούσαν <<το τρίτο>>, όπως έλεγαν, δηλαδή, αφαιρούσαν το ένα τρίτο του συνολικού βάρους και πλήρωναν τα υπόλοιπα δύο τρίτα, τα οποία θα αντιστοιχούσαν σε καθαρό βάρος του ζώου, όταν σφάζονταν.
Τα κοπαδούσα αιγοπρόβατα διατίθονταν στις αγοραπωλησίες, με βάση των αριθμό των αρνιών, ή των κατσικιών, τα οποία είχαν γεννήσει. Έλεγαν, χαρακτηριστικά: <<Αυτή η προβατίνα, είναι τόσων αρνιών, ή, η γίδα, τόσων κατσικιών>>, εννοώντας πόσα χρόνια γεννάνε, ενώ, αν ήταν παλιά, αδιαφορούσαν: <<Άστνε αυτήνη, είναι κοζόρω>>. Μάλιστα, αφαιρούσαν από το μέτρημα την <<αδικόγεννη γέννα>>, η λέξη, σύνθετη από το άδικα και γεννώ, αφορούσε την πρώτη γέννα του ζώου, όταν δεν είχε συμπληρώσει ένα χρόνο ζωής. Ο ιδανικός αριθμός, στις αγοραπωλησίες, ήταν, των τεσσάρων, μέχρι πέντε το πολύ αρνιών, ή κατσικιών, αφού, από τους αριθμούς αυτούς και πάνω, τα ζώα, θεωρούνταν γέρικα.
Στα χωριά του νησιού γυρνούσαν οι πλανόδιοι έμποροι, οι οποίοι τροφοδοτούσαν τις νοικοκυρές με τα ρούχα της προίκας των κοριτσιών τους, όσα δεν μπορούσαν να φτιάξουν στον αργαλειό τους, αλλά και με υφάσματα, για την κατασκευή φορεμάτων, τα οποία μετρούσαν με τον πήχυ.
Μέχρι την δεκαετία του 1970, αυτοί οι πλανόδιοι έμποροι, είχαν την έδρα τους στα κεφαλοχώρια του νησιού και από εκεί φόρτωναν τις κασελέτες με τα εμπορεύματα σε άλογα, ή σε γαϊδουράκια και γυρνούσαν στα χωριά. Στα κολιτσάκια του σαμαριού του ζώου κρεμούσαν τις μπούγλες, μεταλλικά δοχεία, στα οποία τοποθετούσαν μέσα το λάδι, αφού τα χρήματα ήταν λιγοστά και οι νοικοκυρές πλήρωναν τα εμπορεύματα με λάδι.
Στα μετέπειτα χρόνια, τα ζώα αντικατέστησαν τα αυτοκίνητα, στην κορυφή των οποίων τα μεγάφωνα, με τα τραγούδια, ειδοποιούσαν για την άφιξη του εμπόρου, ο οποίος στάθμευε, πλέον, σε κεντρικά σημεία του χωριού, αφού η δυνατότητα πρόσβασης στις γειτονιές, που προσέφεραν τα ζώα, δεν υπήρχε.
Τώρα, με τα αυτοκίνητα, η γκάμα των προϊόντων μεγάλωσε και εμπλουτίστηκε, πέραν από τα ρούχα και τα υφάσματα, με είδη καθαριότητος, για το νοικοκυριό, ενώ η πληρωμή γίνονταν και πάλι με λάδι, τις περισσότερες φορές, με λάδι, όχι από το κεντρικό δεπόζιτο του σπιτιού, αλλά με εκείνο το λάδι, το οποίο μάζευαν οι γυναίκες ασπροδιαλέγοντας, δουλειά για την οποία αναφερθήκαμε στο οικείο κεφάλαιο.
geraki-vonitsas.