Oι γιορτές του Πάσχα ήταν για μικρούς και μεγάλους η μεγαλύτερη χαρά της χρονιάς και τούτες τις μέρες τις περιμέναμε όλοι μας με μεγάλη ανυπομονησία.
H Μεγάλη βδομάδα με τις φωτιές, τις αγραπνιές και τους πετροπόλεμους, ήταν μπροστά μας.
Από μέρες αρχίζαμε να ετοιμάζουμε όλα τα απαραίτητα σύνεργα για τις μάχες που θα δίναμε σε λίγο, όπως ήταν τα ξυλοκούμπουρα, οι τζόρες, οι σωλήνες, οι κάλυκες και τα χαλκούνια.
Τις μάχες τις δίναμε τα βράδια στα καθορισμένα σύνορα της Μπούχαλης με το Παζάρι και μετά το άναμμα της φωτιάς.
Ο οικισμός της Μπούχαλης άρχιζε απ την ένωση -που ήταν τα σύνορα με το παζάρι- και έφτανε μέχρι το σπίτι του Τσαβαλά.
Από εκεί και πάνω ήταν τα ηρωικά Βέτκα. Όλο άχυροκαλύβΙα.
Πέρα απ τις καλύβες τις πλεγμένες με βέργες λυγαριάς, κι αλίμενες στους τοίχους και καταής με λάσπη -ζυμωμένη με άχυρα και γελαδίσια σβουνιά- υπήρχαν και 8 με 10 πέτρινα σπίτια.
Τα τρία ήτανε δίπατα και τα υπόλοιπα μονά, ισόγεια.
Δεν κυκλοφορούσε παζαριώτης στη Μπούχαλη, ούτε και μπουχα
λιώτης στο παζάρι χωρίς λόγο. Απέφευγε ο ένας τον άλλο, όπως ο διάολος το λιβάνι.
Στη Μπούχαλη υπήρχε μόνο ένα μπακάλικο, ενώ όλα τα άλλα μαγαζά ήτανε στην πλατεία.
Τα μαγαζιά αρχίζανε απ την παραλία και φτάνανε μέχρι τη νυχτερίδα.
Εδώ ήτανε ας πούμε το Κολωνάκι μας και επικρατούσαν στην πλειοψηφία τους ψαράδες, χαμάληδες και μικροεπιτηδευματίες.
Όλα τα σπίτια στη Μπουχαλη ήταν τριγυρισμένα με φράχτες.
Οι φράχτες ήταν παλούκια μπηγμένα στο χώμα και πυκνοπλεγμένα με βέργες λυγαριάς, για να προστατεύουν τα ζωντανά απ τις αλπές και τα τσακάλια.
Οι φράχτες ήταν συνάμα και εμπόδιο για τις κότες να μη φεύγουνε απ τις αυλές και να ξενογεννάνε.
Στις αγραπνιές οι φράχτες αυτοί καθώς ήτανε φρύγανα ξεραμένα, δεινοπαθούσαν.
Γυρίζαμε στις γειτονιές της Μπούχαλης -όλη τη Μεγάλη εβδομάδα- και τραγουδάγαμε.
-Όποιος δε μας δίνει ξύλα, να τόνε φάει η ψείρα,
η ψείρα κι η κονίδα, και τ΄ άλογου η πετρίδα.
και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον.
-Εμείς ξύλα δε παίρνουμε, παλούκια ξεκωλώνουμε,
και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον
και παίρναμε τους φράχτες αυτούς στους ώμους μας - καμιά δεκαριά μικρά- και τους ρίχναμε στις φωτιές, που ανάβαμε κάθε βράδυ της Μεγάλης Βδομάδας και τις λέγαμε αγραπνιές.
Οι φράχτες βέβαια ήταν το προσάναμμα για τη φωτιά. Οι μεγαλύτεροί μας φέρνανε κούτσουρα απ τον Πλατανιά φορτωμένα σε άλογα και εμείς καθαρίζαμε τις γειτονιές από
κάθε τι άχρηστο.
Η φωτιά κάθε βράδυ ήταν μεγάλη και οι φλόγες της φτάνανε
και τα δέκα μέτρα.
Έπρεπε η φωτιά αυτή να κρατήσει όλη τη νύχτα κι ως το πρωί,
γι αυτό πιστεύω πως τις λέγαμε αγραπνιές.
Οι αγραπνιές κρατούσαν απ τη Μεγάλη Δευτέρα, ως και τη Μεγάλη Παρασκευή.
Τη μέρα αυτή ανάβαμε και τη μεγαλύτερη φωτιά, γιατί έβγαινε νωρίς το βράδυ ο επιτάφιος κι ο κόσμος θα θαύμαζε εμάς και
τη φωτιά μας.
Ο επιτάφιος έκανε τρεις γύρους στην εκκλησιά και ματάμπαινε απ την πίσω πόρτα, φωνάζοντας ο ψάλτης μας το άρατε πύλες.
Το άρατε πύλες ήταν και το δικό μας σύνθημα, για να μπούμε στα κήπια και στα περιβόλια, να γεμίσουμε το στομάχι μας.
Στον παπά που μας κυνηγούσε τούτες τις μέρες, για να μας μεταλάβει και να μας ξομολογήσει, δεν πηγαίναμε ένα - ένα.
Το είχαμε συμφωνήσει μαζί του, να πηγαίνουμε όλα μαζί.
Έτσι όταν μας ρωτούσε αν κλέψαμε, απαντούσαμε όλα μαζί -ναι- και σβήναμε τις αμαρτίες μας.
Όλες τις μέρες της μεγάλης βδομάδας, μέναμε γύρω απ τη φωτιά και τραγουδάγαμε τον Άννα και Καΐάφα
Ανναναίοι - Κατσαναίοι, που σταυρώσαν το Χριστό,
για το μαύρου το λεφτό,
και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον.
Όβριε σκυλόβριε, πούναι η κότα πούκλεψες
κι η κότα καρκαλίστικε κι ου Βριός ζαλίστηκε,
του βάλανε στα σίδερά, κακή του μέρα σήμερα.
και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον και πολλά άλλα περιπαιχτικά δίστιχα, τρίστιχα ή τετράστιχα, που πάντα τα ακολουθούσε η επωδός -και κύριε ελέησον- σιγοντάροντας τις ψαλμωδίες του παπά, που κράταγαν μέχρι το ξημέρωμα.
Κάθε συνοικία είχε τη δικιά της φωτιά και το κάθε βράδυ άρχιζε ένας πόλεμος στα σύνορα με τους αντιπάλους, όπου η κάθε πλευρά, προσπαθούσε με επιθέσεις, να μπει στη συνοικία του άλλου και να του σβήσει τη φωτιά.
-Μπούχαλιωτες πούτσαραδες, παζαριώτες ξεκωλιάρηδες,
και κύριε λέησον, και κύριε λέησον.
Στην αρχή ξεκινούσε πετροπόλεμος και μετά άρχιζαν οι εκρήξεις απ τους αυτοσχέδιους μηχανισμού που κουβαλούσαμε.
Με τις εκρήξεις, τους καπνούς και τις φωνές τα αίματα άναβαν, πιανόμασταν ταν στα χέρια και το ξύλο με τις τζόρες κρατούσε τόσες ώρες, όσα ήταν και τα ανοιγμένα κεφάλια.
Στο παζάρι η φωτιά άναβε πίσω απ το ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα.
Εδώ άναβαν οι παζαριώτες τη δική τους φωτιά και τραγουδούσαν τα δικά τους τραγούδια, με πρωταγωνιστή
τον Ντίνο Κονταρίνη, τον επονομαζόμενο Τράκα.
Σας κάναμε τράκα – τράκα, σας λύσαμε τη βράκα.
Πέντε χιλιάδες τάλαρα θα βγάλει (ο τάδε)
για τ έχει σύντροφο καλό (τον δείνα )
και σατίριζαν μ αυτά τα τραγούδια τις συμπριές, (εμπορικές συνεργασίες και συναλλαγές) μεταξύ εμπόρων, αγροτών και ψαράδων, που συνήθως ήταν παράτερες.
Το έθιμο αυτό με τις αγραπνιές, τα τραγούδια και τους πετροπόλεμους -που ήταν συνήθειο απ τα χρόνια τα παλιά- κρατούσε για τα καλά στα παιδικά μου χρόνια.
Όταν γύρισα από φαντάρος το 1959, τα πάντα είχαν ηρεμήσει.
Η έκπληξή μου μεγάλωσε, όταν είδα τους δύο επιτάφιους να συναντιούνται στην παραλία και να κάνουν μια παραλιακή διαδρομή, με συμφιλιωμένους παζαριώτες και μπουχαλιώτες.
Τους είχε συμφιλιώσει ο Πατέρας μου, που είχε αναλάβει επίτροπος στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ήταν σε όλους γνωστός και σεβαστός, γιατί ήταν ο μόνος φαρμακοποιός όχι μόνο της Βόνιτσας, αλλά και όλης της γύρω περιοχής.
Όσο εμείς ανάβαμε τις φωτιές, ο Πλιακοπάνος ο καντηλανάφτης μας ετοίμαζε το μάσκλο, που το άναβε με την ανάσταση.
Το μάσκλο ήταν ένα κανονικό μικρό κανόνι σαράντα εκατοστά περίπου -απ τα χρόνια του 1821- που έπαιρνε μικρές σιδερένιες μπάλες μπροστά του.
Το ξετρύπωνε ο Πλιακοπάνος απ τα κατώγια της εκκλησιάς και όλη τη Μεγάλη Βδομάδα πάλευε μ αυτό.
Του έβαζε μέσα μπαρούτι και μεις κουβαλάγαμε κουρέλια και χαρτιά, για να το στουμπώσει.
Είχε κι ένα χαβάνι -από μισή μπάλα κανονιού κομμένη στη μέση για γουδί- και κει μέσα κοπανάγαμε τα κεραμίδια, μέχρι να τα κάνουμε σκόνη.
Με τη λάσπη των κεραμιδιών έκλεινε από πάνω τα στουμπι-σμένα χαρτόπανα για να κάνει το μάσκλο κρότο μεγάλο.
Ο γιατρός ο Καλατζής έλεγε στον Πλιακοπάνο να μη ματαβάλει το μάσκλο στο σπίτι του, που ήταν κοντά στην εκκλησία και
γιαπί τότε, αλλά αυτός όλο και τ αστόχαγε.
Τοποθετούσε το μάσκλο από τη μέσα μεριά του σπιτιού -σε μια γωνιά του- και με την ανάσταση του έβαζε φωτιά και μπουμπούναγε ο τόπος.
Μια χρονιά το παραφούσκωσε με μπαρούτι, το παραστούμπωσε με χαρτόπανα κι όταν με την ανάσταση που του έβαλε φωτιά, το μάσκλο κι έγινε χίλια κομμάτια.
Με το μεγάλο σεισμό του 1948 το σπίτι του γιατρού ράγισε και δεν ξέρω αν έφταιγε το μάσκλο, που έβαζε εκεί μέσα ο Πλιακοπάνος.