Τα ήθη και έθιμα της Βόνιτσας -στα παιδικά μου χρόνια- δεν είχαν τελειωμό.
Εν απ αυτά ήταν και οι αγραπνιές.
Οι γιορτές του Πάσχα, ήταν για μικρούς και μεγάλους η μεγαλύτερη χαρά και τούτες τις μέρες, τις περιμέναμε όλοι μας, με μεγάλη ανυπομονησία.
H Μεγάλη βδομάδα με τις φωτιές, τις αγραπνιές και τους πετροπόλεμους ήταν μπροστά μας και από μέρες ετοιμάζαμε όλα τα απαραίτητα σύνεργα -όπως ήταν τα ξυλοκούμπουρα, οι τζόρες, τα χαλκούνια, και οι κάλυκες- για τις μάχες που θα δίναμε σε λίγο.
Όσο οι μέρες πλησίαζαν προ το Πάσχα, τόσο περισσότερο γινόμασταν επιθετικοί και το ξύλο στα σοκάκια, έπεφτε πολύ και χωρίς λόγο.
Δεν κυκλοφορούσε παζαριώτης στη Μπούχαλη, ούτε και μπουχαλιώτης στο παζάρι,,, και απέφευγε ο ένας τον άλλο, όπως ο διάολος το λιβάνι.
Στη Μπούχαλη υπήρχε μόνο ένα μπακάλικο, ενώ όλα τα άλλα ήταν στην πλατεία, που ήταν και το κέντρο της Βόνιτσας...
Εδώ ήτανε ας πούμε το κολονάκι μας και επικρατούσαν στην πλειοψηφία τους ψαράδες, χαμάληδες και μικρο-επιτηδευματίες.
Ο οικισμός της Μπούχαλης που έμενα εγώ, άρχιζε απ την ένωση -που ήταν τα σύνορα με το παζάρι- και έφτανε μέχρι το σπίτι του Τσαβαλά.
Από εκεί και πάνω, ήταν τα ηρωικά Βέτκα... Όλο άχυροκαλύβια...
Πέρα απ τις καλύβες τις πλεγμένες με βέργες λυγαριάς κι αλίμενες στους τοίχους και καταής με λάσπη ζυμωμένη με άχυρα και γελαδίσια σβουνιά, υπήρχαν στη Μπούχαλη και 8 με 10 πέτρινα σπίτια.
Τρία ήτανε δίπατα και τα υπόλοιπα ισόγεια -μονά- με ένα και μόνο δωμάτιο, μέσα στον οποίο στριφογύριζε - η πολυμελής συνήθως - οικογένεια.
Όλα τα σπίτια στη Μπουχαλη, ήταν τριγυρισμένα με φράχτες.
Οι φράχτες ήταν παλούκια μπηγμένα στο χώμα και πυκνοπλεγμένα με βέργες λυγαριάς, για να προστατεύουν τα ζωντανά απ τις αλπές και τα τσακάλια, που κυκλοφορούσαν κατά δεκάδες τη νύχτα, στις γειτονιές της.
Οι φράχτες, αποτελούσα συνάμα και το εμπόδιο για τις κότες, να μη φεύγουν απ τις αυλές και ξενογεννάνε.
Στις αγραπνιές, οι φράχτες αυτοί καθώς ήτανε φρύγανα ξεραμένα, δεινοπαθούσαν.
Γυρίζαμε στις γειτονιές της Μπούχαλης -όλη τη Μεγάλη εβδομάδα- και τραγουδάγαμε.
-Όποιος δε μας δίνει ξύλα,
να τόνε φάει η ψείρα,
η ψείρα και η κονίδα,
και τ΄ άλογου η πετρίδα.
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον.
-Εμείς ξύλα δε παίρνουμε,
παλούκια ξεκωλώνουμε,,,
και κύριε ελέησον,,, και κύριε ελέησον,,,
και παίρναμε τους φράχτες αυτούς στους ώμους μας - καμιά δεκαριά μικρά- και τους ρίχναμε στις φωτιές, που ανάβαμε τα βράδια της Μεγάλη Εβδομάδα και τις λέγαμε αγραπνιές.
Οι φράχτες βέβαια, ήταν το προσάναμμα για τη φωτιά.
Οι μεγαλύτεροί μας φέρνανε κούτσουρα απ τον Πλατανιά
-φορτωμένα σε άλογα- κι εμείς καθαρίζαμε τις γειτονιές, περ απ τους φράχτες και από ότι άλλο ήταν άχρηστο ή βρίσκαμε μπροστά μας.
Η φωτιά ήταν μεγάλη και οι φλόγες της φτάνανε και τα δέκα μέτρα.
Έπρεπε να κρατήσει όλη τη νύχτα αναμμένη -ως το πρωί- και γι αυτό πίστευα, πως τις λέγαμε και αγραπνιές...
Οι αγραπνιές κρατούσαν απ τη Μεγάλη Δευτέρα, ως και τη Μεγάλη Παρασκευή.
Τη Μεγάλη Παρασκευή ανάβαμε και τη μεγαλύτερη φωτιά, γιατί έβγαινε νωρίς το βράδυ ο επιτάφιος κι ο κόσμος όλος, θα θαύμαζε εμάς και τη φωτιά μας.
Ο επιτάφιος, έκανε τρις γύρους στην εκκλησιά και ματάμπαινε απ την πίσω πόρτα, φωνάζοντας ο ψάλτης μας, το άρατε πύλες.
Το άρατε πύλες ήταν και το δικό μας σύνθημα, για να μπούμε στα κήπια και στα περιβόλια, για να γεμίσουμε το άδειο στομάχι μας...
Στον παπά, που μας κυνηγούσε τούτες τις μέρες για να μας μεταλάβει και να μας ξομολογήσει, δεν πηγαίναμε ένα – ένα. Το είχαμε συμφωνήσει μαζί του, να πηγαίνουμε όλα μαζί. Έτσι όταν μας ρώταγε αν κλέψαμε, απαντούσαμε όλα μαζί -ναι- και σβήναμε τις αμαρτίες μας.
Όλες τις μέρες της μεγάλης βδομάδας, μέναμε γύρω απ τη φωτιά και τραγουδάγαμε.
Αναναίοι - Κατσαναίοι,
που σταυρώσαν το Χριστό,
για το μαύρου το λεφτό,
και κύριε λέησον,,, και κύριε λέησον.
Όβριε σκυλόβριε ,,, πούναι η κότα πούκλεψες
κι η κότα καρκαλίστικε,,, κι ου βριός ζαλίστηκε,
του βάλανε στα σίδερά,,, κακή του μέρα σήμερα.
και κύριε λέησον,,, και κύριε λέησον
και πολλά άλλα περιπαιχτικά δίστιχα, τρίστιχα ή τετράστιχα, που πάντα τα ακολουθούσε η επωδός < και κύριε ελέησον > σιγοντάροντας τις ψαλμωδίες του παπά, που κράταγαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Τότε, κάθε συνοικία είχε και τη δικιά της φωτιά και για το λόγο αυτό, άρχιζε ένας άγριος πόλεμος στα σύνορα -με τους αντιπάλους- και με επιθέσεις, προσπαθούσε η κάθε πλευρά, να μπει στη συνοικία του άλλου,,, και να του σβήσει τη φωτιά.
-Μπούχαλιωτες πούτσαραδες,,,
παζαριώτες ξεκωλιάρηδες,,,
και κύριε λέησον,,, και κύριε λέησον...
κι άρχιζε ένας άγριος πετροπόλεμος, με κρότους, εκρήξεις και τζοριές, που κρατούσε τόσες ώρες, όσα ήταν και τα ανοιγμένα κεφάλια..
Στο παζάρι, η φωτιά άναβε πίσω απ το ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα.
Εδώ άναβαν οι παζαριώτες τη δική τους φωτιά και τραγουδούσαν τα δικά τους τραγούδια, με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Κονταρίνη, τον επονομαζόμενο Τράκα.
Σας κάναμε τράκα – τράκα,
σας λύσαμε τη βράκα.
Τραγουδούσαν και άλλα, όπως
Πέντε χιλιάδες τάλαρα, θα βγάλει (ο τάδε)
Για τ έχει σύντροφο καλό, (τον δείνα )
και σατίριζαν με τα τραγούδια αυτά τις συμπριές, -εμπορικές συνεργασίες και συναλλαγές- μεταξύ εμπόρων, αγροτών και ψαράδων, που συνήθως ήταν παράτερες.
Το έθιμο αυτό με τις αγραπνιές, τα τραγούδια και τους πετροπόλεμους -που ήταν συνήθειο απ τα χρόνια τα παλιά- κρατούσε για τα καλά, στα παιδικά μου χρόνια.
Όταν γύρισα από φαντάρος το 1959, τα πάντα είχαν ηρεμήσει.
Η έκπληξή μου μεγάλωσε, όταν είδα τους δύο επιτάφιους να συναντιούνται στην παραλία και να κάνουν μια παραλιακή διαδρομή, με συμφιλιωμένους Παζαριώτες και Μπουχαλιώτες.
Τους είχε συμφιλιώσει ο Πατέρας μου, που είχε αναλάβει επίτροπος, στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ήταν γνωστός και σεβαστός σε όλους και τον ακούγανε, γιατί ήταν ο μόνος φαρμακοποιός όχι μόνο της Βόνιτσας, αλλά και όλης της γύρω περιοχής.
Όσο εμείς ανάβαμε τις φωτιές, ο Πλιακοπάνος ο καντηλανάφτης μας, ετοίμαζε το μάσκλο, που το άναβε με την ανάσταση.
Το μάσκλο, ήταν ένα κανονικό μικρό κανόνι, σαράντα εκατοστά περίπου -απ τα χρόνια του 1821-. Το ξετρύπωνε ο απ τα κατώγια της εκκλησίας και όλη τη Μεγάλη Βδομάδα, πάλευε μ αυτό.
Του έβαζε μέσα μπαρούτι και μεις κουβαλάγαμε κουρέλια και χαρτιά για να το στουμπώσει...
Είχε κι ένα χαβάνι -από μισή μπάλα κανονιού κομμένη στη μέση για γουδί- και κει μέσα κοπανάγαμε κεραμίδια, μέχρι να γίνουνε σκόνη.
Με τη λάσπη των κεραμιδιών, έκλεινε από πάνω ο Πλιακοπάνος τα στουμπισμένα χαρτόπανα, για να κάνει το κανόνι του, μεγάλο κρότο.
Ο γιατρός ο Καλατζής, έλεγε στον Πλιακοπάνο να μη ματαβάλει το μάσκλο στο σπίτι του -που ήταν κοντά στην εκκλησία και γιαπί τότε- αλλά ο Πλιακοπάνος, όλο τ αστόχαγε.
Τοποθετούσε το μάσκλο από τη μέσα μεριά του σπιτιού -σε μια γωνιά του- και με την ανάσταση, που του έβαζε φωτιά, μπουμπούναγε ο τόπος.
Μια χρονιά, το παραφούσκωσε με μπαρούτι, το παραστούμπωσε με χαρτόπανα κι όταν με την ανάσταση του έβαλε φωτιά,,, το μάσκλο έσκασε κι έγινε χίλια κομμάτια. Το πήραν κι αυτό οι γυρολόοι που μαζεύαν τα παλιοσίδερα και από τότε ησυχάσαμε εμείς,,, και ο γιατρός.
Το Μεγάλο Σάββατο σταματούσαν οι φωτιές, τα τραγούδια και οι πετροπόλεμοι και μπαίναμε όλοι μας στην εκκλησία, για να ψάλουμε την Ανάσταση.
Το μυαλό μας όμως στριφογύριζε στο αρνί που θα τρώγαμε ανήμερα το Πάσχα γιατί η κοιλιά ήταν άδεια και γουργούραγε ασταμάτητα, μιας κρέας,,, είχαμε να μαντέψουμε απ τα Χριστούγεννα.
Καλή Ανάσταση σε όλους.