Μιας και πλησιάζει ο Αύγουστος κι έχουμε μπει και επίσημα σε περίοδο καλοκαιριού, ένα άρθρο για να θυμηθούμε όλοι μας...
Δεμένα στενά με την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του κάθε τόπου και το πολιτιστικό επίπεδο του, τα πανηγύρια δεν λείπουν από καμία γωνιά της πατρίδας μας, με έξαρση τους μήνες του καλοκαιριού και, κυρίως, τον Αύγουστο. Καίει ο ήλιος, καίνε κι οι δουλειές, καίγονται, όμως, κι οι καρδιές να ξεδώσουν. Τι στο καλό, μόνο για τις δουλειές ζούμε; Δεν πρέπει και λίγο να ευθυμήσουμε, λίγο να γελάσει το χείλι μας, λίγο να ξεφορτωθούμε τις έγνοιες μας, που ολοχρονίς σέρνουμε μαζί μας, να μπούμε στο κέφι, να φέρουμε και καμιά γυροβολιά;
Μ' αυτές τις σκέψεις οι άνθρωποι της υπαίθρου υπόγραφαν ανακωχή με τη βιοπάλη κι ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το πανηγύρι, που γινόταν την ημέρα της γιορτής του πολιούχου άγιου του χωριού, χωρίς να λείπουν κι απ' τα άλλα πανηγύρια της γύρω περιοχής. Στην πλατεία του χωριού, στα μαγαζιά, τους περίμεναν ζυγιές τα όργανα, καλεσμένα απ' τη χώρα, με τους ξακουστούς οργανοπαίχτες και τις «πριμαντόνες», όπως ελεγαν παλιότερα τις τραγουδίστριες. Εκεί αράδες και τα ψητά στη σούβλα, που γύριζαν από νωρίς κι ανάσταιναν όλο το χωριό, με την ευλογημένη μυρουδιά, που κάποτε έκαναν και τους θεούς να λιγουρεύονται.
Στις περασμένες εποχές, με τα ανελαστικά ήθη, τα πανηγύρια έπαιρναν οικογενειακό χαρακτήρα. Στο τραπέζι κάθονταν οικογένειες, με τις τσούπρες και τα αρσενικά τους, όλα μεγαλωμένα, στην ώρα της παντρειάς, πολλές φορές αντάμα αδελφοοικογένειες, μέχρι πρωτοξάδερφα. Ξένος ήταν ανεπιθύμητος, για να λείπουν τα σχόλια. Δεν έλειπαν, φυσικά, και
οι φιλικές παρέες. Όλοι περίμεναν να πέσουν τ' απόσκια για να κλείσουν τραπέζι, να στρογγυλοκαθίσουν και να δώσουν τις παραγγελίες τους. Στο χορό τα τραπέζια έπαιρναν μέρος με τη σειρά, που έπρεπε να τηρηθεί σχολαστικά. Αλλιώς φτάναμε σε παρεξηγήσεις κι αντί για τραγούδια είχαμε παρατράγουδα. Όποιος έσερνε το χορό έδινε την παραγγελία του και στη συνέχεια η χαρτούρα έπεφτε βροχή. Στο μεράκι δε χωράει τσιγγουνιά. Και το παλιάμπελο μέσα κι αυτό, θυσία στο θεό του χορού. Τα κορίτσια, ντυμένα σε πολλά μέρη με τις τοπικές ενδυμασίες, χόρευαν κρατημένα από το χέρι του πατέρα ή του αδερφού, με τα μάτια χαμηλωμένα. Η χάρη, όμως, και η ομορφιά τους δεν περνούσαν απαρατήρητα. Έτσι μετά τα πανηγύρια, ολο και κάποιος πληγωμένος απ' τις σαϊτιές του έρωτα, θα έστελνε την προξενιά του στον τυχερό πατέρα, που άλλο δεν ήθελε. Το 'ξεραν αυτό τα θηλυκά κι έβαζαν τα δυνατά τους εκείνη τη μέρα η παρουσία τους να λάμψει.
Όλα ξεκινούσαν με το σερβίρισμα του ψητού. Ζεστό κι αχνιστό μ' εκείνη τη γαργαλιστική μυρουδιά του, αλατισμένο και καλά πιπερωμένο, σερβιρισμένο πάνω σε λαδόκολλες. Βλέπεις δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα τα πλαστικά πιάτα της μιας χρήσης και τα καφενεία δεν ήταν εστιατόρια. Τα όργανα είχαν τελειώσει τις πρόβες και το κούρδισμα κι οι οργανοπαίχτες έκαναν επίδειξη της τέχνης τους, παίζοντας βαριά τραγούδια, με πολλά τσακίσματα. Τα πιρούνια — τι λέω; — τα ευλογημένα απ' το Θεό χέρια άρπαζαν τα κοψίδια και κατ' ευθείαν στο στόμα, που με λαιμαργία τα κατέβαζε στο στομάχι. Το κρασάκι, ευλογημένο κι αυτό, έρρεε ασταμάτητα, τα ποτηράκια τσουγκρίζονταν για να ευφρανθούν και τ' αφτιά, και γέμιζαν κι άδειαζαν το ένα μετά το άλλο, οι ουρανίσκοι και τα λαρύγγια τέρπονταν, η ατμόσφαιρα ζεσταινόταν, λυνόταν ο κόμπος που έδενε τη γλώσσα κι άρχιζε να τρέχει ελεύθερη.
Από τούτη τη στιγμή η ντροπή κι η συστολή παίρνουν πόδι κι ο άνθρωπος γίνεται παιδί της φύσης, απορρίπτοντας το προσωπείο. Τούτη την ώρα θα εκμυστηρευτεί τους καημούς του και θα πει τον πόνο του. Οι ελπίδες κι οι λαχτάρες κι αυτές θ' ανέβουν στην επιφάνεια, μαζί με τα μυστικά, που κρατά κλειδωμένα, βαθιά μέσα του. Είναι τώρα της αλήθειας η ώρα, που φέρνει ξαλάφρωση από το βάρος που κουβαλά μέσα του, μοιρασμένο πια με τους άλλους. «Και το πιοτό της πίκρας γλυκύτερο θα γίνεται σαν θα το πίνουμε όλοι», θα πει ο συγχωρεμένος φίλος μου και μεγάλος ποιητής Ξενοφώντας Στέργιου. Πάντα η εκτόνωση προλαβαίνει την έκρηξη. Ο λαός μας, με την σοφία του, αποφάνθηκε: «Όποιος κρατά τον πόνο μέσα του, πηγαίνει μαζί μ' αυτόν», εννοείται στην άλλη ζωή. Έτσι γαληνεύει η ψυχή κι ο άνθρωπος ανοίγει φτερά κι απογειώνεται. Χαίρεται, γιορτάζει, πίνει και γλεντά και λέει έξω φτώχεια και καλή καρδιά. Βάζει τα όργανα να παίζουν και χορεύει σε ξέφρενους ρυθμούς. Γίνεται άλλος άνθρωπος. Μεταμορφώνεται και κάνει τους άλλους ν' απορούν. Σε τούτες τις ώρες του κεφιού και της χαράς ο αρχαίος άνθρωπος είχε δώσει θεϊκή χροιά. Είχε πλάσει το Διόνυσο, το θεό του οίνου και της αμπέλου, που με το θεϊκό άρμα, στεφανωμένος με κλάδους αμπέλου, όργωνε την ύπαιθρο με το θίασό του από Σειληνούς και Σάτυρους και Μαινάδες και κερνούσε τους ανθρώπους απ' το θεϊκό ριοτό. Κι ύστερα μεθύσι, κραιπάλη, έρωτας παθιασμένος, που γονιμοποιούσε τους ανθρώπους.
Αυτή είναι η ουσία του πανηγυριού. Λευτερώνει τον άνθρωπο απ' τα εκούσια δεσμά του, έτοιμο να βγάλει τα ρούχα της προσποίησης και της : επιτήδευσης και να παρουσιαστεί γυμνός σ' όλη τη φυσικότητα του. Σε τέτοιες στιγμές, ανακαλύπτεις το πραγματικό ποιόν, που κρύβει και συμπιέζει ασφυκτικά μέσα του.
Παλιά η αλήθεια πως το πανηγύρι φέρνει κοντά άνθρωπο με άνθρωπο. Δε χρειάζεται να τον ψαρέψεις. Ξανοίγεται και εμπιστεύεται από μόνος του. Το κρασάκι τον ξεθαρρεύει. Τον κάνει ακόμα και επαναστάτη. Εναντίον του εαυτού του, εναντίον της κοινωνίας, εναντίον και της μοίρας του. θα βγάλει τα απωθημένα μιας ζωής και θα κοντραριστεί με όλα.
Απόψε θα πεθάνει ο χάρος, θα πει και πολλές φορές θα επαναλάβει. Τίποτε δε φοβάται απόψε. Τον απασχολεί η σκέψη πως κάποια στιγμή θα τον βρει μπροστά του. Απόψε, όμως, αποδιώχνει τούτη τη σκέψη.
Νιώθει τη δύναμη του να μεγαλώνει κι είναι έτοιμος και μαζί του να αναμετρηθεί. θα κάμει αυτό που θέλει κι άλλες ώρες δεν μπορεί κι όσο κοστίσει θα πληρώσει. Ακόμα και τη ζωή του θα παίξει κορώνα-γράμματα. Κι αν δεν πεθάνει ο χάρος, οπωσδήποτε εκείνο το βράδυ θα πεθάνουν όλες οι αδυναμίες, που του στερούν απ' τη ζωή τη χαρά. Απόψε θα γίνει μεγάλος, θα ψηλώσει, θ' ανέβει παν' απ' το ανάστημα της χαμοζωής. Μπορεί να μην ξέρει τι θα πει ευτυχία. Όμως, τούτη τη βραδιά, θα τη νιώσει, θα την πιάσει, θα την ψηλαφήσει. θα πάρει κάτι απ' τη γεύση της. Και θα τη σέρνει μαζί του, θα τη θυμάται και θα γυρίζει σ' αυτήν νοσταλγός, όπως ο καπετάνιος στη θάλασσα, τις ώρες της ανάπαυλας της άχαρης ζωής κι ακόμα και στις κακές και στις δύσκολες
στιγμές. Και τότε θα νιώθει γαλήνη και βάλσαμο να σταλάζει στην καρδιά.
Σκέφτεσαι να σπαταλήσεις τη ζωή σου ολόκληρη, να φτάσεις στο τέρμα, άγευστος από τέτιες μικροχαρές και απολαύσεις, να μην έχεις τίποτε να θυμηθείς; Κάτι θα σου λέει μέσα σου πως τη χαράμισες, δεν μπόρεσες να την εξουσιάσεις, σαν να μην ήταν δική σου. Σε αιχμαλώτισαν οι αδυναμίες σου και πέρασες τη ζωή σου σαν δεσμώτης στη φυλακή. Σαν να πέρασαν ποτάμια νερό μέσα απ' τις χούφτες σου και συ δεν κράτησες ούτε μια σταγόνα να δροσίσεις τη φρυγανισμένη γλώσσα του. Κάπως έτσι δεν το λέει ο ποιητής;
Πηγή: εφημερίδα Χρυσοβιτσάνικα Νέα