Στα Δυτικά παράλια της Δυτικής
Στερεάς Ελλάδας, και σε μια έκταση που πιάνει τα19 ναυτικά μίλια, απλώνεται ο Αμβρακικός
κόλπος, που χωρίζει την Ήπειρο απ’ τη Στερεά και φτάνει απ’ τ’ ακρωτήρι του
Ακτίου, μέχρι τους πρόποδες του Μακρυνόρους και την Αμφιλοχία.
Τα νερά του κόλπου είναι αβαθή,
γεμάτα ύφαλους και νησάκια, και είναι αυτογραφικός αξιοσημείωτα σα μεσόβαθρα,
γατί τα προσχωματικά βέλη των ποταμών, Άραχθου και Λούρου, γεφυρώνουν τις ακτές
με τα νησιά αυτά, αλλάζοντας συνεχώς
την αυτογραφία του κόλπου, σχηματίζοντας, βαλτότοπους και λιμνοθάλασσες. Σ’ αυτές τις
λιμνοθάλασσες με τα υφάλμυρα νερά, απ’
τα ποτάμια που χύνονται στον κόλπο και τις υποθαλάσσιες πηγές που αναβλύζουν παντού οξυγονώνοντάς τα, δημιουργήθηκαν ιδανικές συνθήκες, για την ανάπτυξη και διαβίωση,
εκλεκτών ζωικών και φυτικών μορφών.
Η άφθονη τροφή σε φυτοπλαγκτόν
και ζωοπλαγκτόν, μαζί με τις σπάνιες κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν
ολόκληρο το χρόνο, κάνουν τον Αμβρακικό, να είναι μοναδικός στην έρευνα της
υδροβιολογίας, με τις αναρίθμητες ποικιλίες, ζώων, φυτών, ψαριών και οστράκων,
που ζούνε στα νερά του.
Αυτός ο κόσμος, ο θαλασσινός βιότοπος, όπως τον λένε οι οικολόγοι, είναι ένας κόσμος μεγάλης φυσικής
ομορφιάς, πού με τις πλούσιες
ποικιλίες ζωντανών οργανισμών, επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή στον πλανήτη μας.
Για πολλά χρόνια, η επιστήμη είχε
παραμέληση τα ψάρια και γενικός τα υδρόβια. Σήμερα αν και τάχει βάλει σε κάποια
τάξη, δεν γνωρίζει παρά ελάχιστα.
Υπάρχουν ψάρια, που περνούν όλη
τους τη ζωή στον ίδιο τόπο, κι’ άλλα σαν τα αποδημητικά πουλιά, ξεκινούν σε
τακτές ημερομηνίες και διανύοντας χιλιάδες μίλια, πάνε στον τόπο που
γεννήθηκαν, ν’ αποθέσουν τα δικά τους αυγά.