Ένα από αυτά είναι και του Γανωτή!!!!
Όπως μας ανέφερε ο γανωματής Ιορδάνης έχει πέντε μήνες στο χωριό του Μοναστηρακίου μαζί με την γυναίκα του Μαρία και τα δυό τους παιδιά Ηλία και Ιησού. Έρχονται από την Βουλγαρία εδώ και έξι συνεχόμενα χρόνια καθώς όπως μας είπε στο Μοναστηράκι δεν του λείπει καθημερινά το καλάλισμα…..Ανέφερε ότι όλο το χωριό έχει περάσει από αυτόν και το θεωρεί και δικό του χωριό καθώς πλέον όλοι τον ξέρουν με το μικρό του όνομα…Την τέχνη την έμαθε από τον πατέρά του και μάλιστα το ίδιο κάνει και αυτός με το μικρό γιό του….
Καλαντζής – Καλαϊντζής - Γανωτής – Γανωματής : είναι αυτός που γανώνει χάλκινα σκεύη .
Η τέχνη του γανωματή χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα που υπάρχουν. Αν και η χρήση του κασσίτερου είναι γνωστή από την αρχαιότητα, το επάγγελμα καθιερώθηκε στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γνώρισε την ακμή του στην εποχή του Βυζαντίου.
Γάνωμα χρειάζονται όλα τα χάλκινα σκεύη (τεντζερέδες, τηγάνια, κουτάλια και πιρούνια, ταψιά και μπρίκια κλπ.) Το εργαστήριό του γανωτή είχε όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία: Το καλάι,κασσίτερος, το σπίρτο Υδροχλωρικό Οξύ, το αμόνι, η μασιά με την οποία κρατά το σκεύος πάνω από τη φωτιά και ο ταβάς, ένα μεγάλο ταψί, που μέσα ρίχνει τα περισσεύματα από το καλάι, για να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Σε μια άκρη υπάρχει το καμίνι, όπου θερμαίνονται τα σκεύη.
Για την συντήρηση ή επισκευή των χάλκινων αντικειμένων χρησιμοποιούνται ράβδοι από κασσίτερο, οι οποίες πριν λιώνονται στο καμίνι και με ειδικά σφυριά απλώνονται πάνω στο σκεύος και καλύπτουν τα βαθουλώματα. Η επιφάνεια του σκεύους με το πέρασμα του χρόνου παίρνει ένα χρώμα που μοιάζει με ασήμι.
Ο γανωτής πρώτα καθαρίζει καλά τα σκεύη από τις σκουριές και τις πράσινες σκιές. Το μέσα μέρος το καθαρίζει με το σπίρτο κεζάπι κι έπειτα το τρίβει με άμμο ή με κουρασάνι (=τριμμένο κρεμμύδι). Μετά κρατά το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και ρίχνει μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Στη συνέχεια, το σκουπίζει καλά και μετά απλώνει το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Για να παγώσει πιο γρήγορα το καλάι ρίχνει κρύο νερό και το σκουπίζει με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Τα παλιά χρόνια, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν χάλκινα [μπακιρένια]. Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Τότε, ήταν υποχρεωτικό το γάνωμα, δηλαδή έπρεπε να σκεπαστεί όλη η επιφάνεια του σκεύους με ειδικό μέταλλο. Αυτό ήταν το "καλάι", ο κασσίτερος δηλαδή. Το γάνωμα γινόταν από τους ειδικούς τεχνίτες, τους γανωτήδες ή καλαϊτζήδες, στην τουρκική γλώσσα.
Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που υπάρχουν. Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. Οι περισσότεροι γανωτήδες ήταν αυτοδίδακτοι ή συνέχιζαν τη δουλειά από γενιά σε γενιά. Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι - κασσίτερος). Έτσι προστατεύονταν από τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού.
Η διαδικασία αυτή γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανωτήδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι).
Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Η πολλή καλαντζήδικη δουλειά , έπεφτε συνήθως εκεί κοντά στις γιορτάδες , και ήταν απολύτως φυσικό , αφού τότε δούλευαν τα κατσαρολικά στο φουλ γιατί κακά τα ψέματα όλες οι γυναίκες, φρόντιζαν στις γιορτές να λαμποκοπάνε όλα τα σκεύη τους…
Βέβαια, με τα χρόνια και με την καθιέρωση του αλουμίνιου , τα μπακίρια έγιναν πλέον μουσειακό είδος και φυσικά όλα τα σπίτια έχουν μπακιρένια σκεύη , αλλά όχι πια πια μαγείρεμα , σπάνια μαγειρεύουν σ’ αυτά , αλλά τα’χουν για στολίδια του σπιτιού , τα καλογυαλίζουν οι κυράδες...με Brasso, τρίβοντάς τα με ένα φανελένιο πανί και γίνονται πρώτης τάξεως διακοσμητικά...
Φυσικό και επόμενο, λοιπόν, ήταν, και το καλαντζήδικο επάγγελμα, σιγά – σιγά να σβήσει, αφού η δουλειά μειώθηκε αλλά να που βλέπουμε ότι οι άνθρωποι ιδιαίτερα στην επαρχία επιθυμούν να κρατήσουν κάποια σκεύη από το παρελθόν και έτσι και ο γανωματής μας να έχει δουλειά και να μας επαναφέρει σε επαγγέλματα του παρελθόντος που οι άνθρωποι ιδιαίτερα των χωριών είχαν ιδιαίτερη επαφή μιας και τα κουζινικά σκεύη ήταν από τα πρώτα που φρόντιζαν ενώ συνδέονται άμεσα με τη λαογραφία του τόπου μας!!!