Του Αλέξανδρου Κυριαζή
Κυριακή βράδυ 27 Οκτωβρίου 1940 εκεί προς το σούρουπο ο εγγονός ζητάει την άδεια του παππού να παρακολουθήσει στην αλάνα του διπλανού σπιτιού τον Καραγκιόζη. Δεν τελεσφορεί η παρουσίαση από το έντονο κρύο και επιστρέφει στο σπίτι , όπου μετά το «ελαφρό δείπνο» παίρνει τη θέση του στα φτωχά «στρωσίδια» στο αριστερό χώρο του τζακιού παρέα πάντα με τον παππού.
Το πρωινό της Δευτέρας στάζει «φαρμάκι»: το κρύο και η πηχτή ομίχλη σου φράζει τα μάτια τη μύτη και το δρόμο. Τα φτωχά « ντρίλινα» ενδύματα σύμμαχοι του κρύου, το διευκολύνουν να περνά ανενόχλητο στις παιδικές πλάτες και στα σαγόνια που τρέμουν.Τρεχάλα στο μεγάλο μας απάγγειο: το σχολείο.
όμως κάτι ανάποδο συμβαίνει σήμερα.Εκατόν είκοσι παιδιά ένα μελισσολόι τρέχουν να δουν τον ερχόμενο και ασθμαίνοντα χωροφύλακα από του Μαχαιρά εκεί προς του Τόντου . Φωνάζει , διερευνά με το αετίσιο βλέμμα του να δει τη δασκάλα Μαίρη Λυκούδη -Κοτινάκη. Γίνεται πανζουρλισμός. Τη φωνάζουνε. ΄Ερχεται αμέσως αλαφιασμένη. Βλέπει το κατακόκκινο πρόσωπό του Χωροφύλακα και του λέγει : Συμβαίνει τίποτε κακό ; ( ο άνδρας της ήτο ενωματάρχης του σταθμού Χωροφυλακής Μαχαιρά). - Οχι , όχι. Φέρνω την εντολή να κλείσεις αμέσως το σχολείο, να διώξεις τα παιδιά για τα σπίτια τους, γιατί έχουμε από το πρωί πόλεμο με την Ιταλία. Μένει άναυδη. Έχουμε πόλεμο!! Τα παιδικά μυαλά των μικρών τάξεων ζητωκραυγάζουν στην τραγική είδηση κάνοντας ορατή την αθωότητα της ψυχής τους καθώς απομακρύνονται προς τα σπίτια τους τρέχοντας και φωνάζοντας πόλεμος! Ομολογεί όμως ένας μαθητής καθώς δείχνει δακρυσμένος με σκυμμένο το κεφάλι :
-Δυναστεύομαι από μια πικρή - πικρή οδύνη, χωρίς να μπορεί το παιδικό του μυαλό να εξηγήσει το γιατί, αν και θ’ άπρεπε γιατί πηγαίνει στην τετάρτη τάξη του σχολείου . Πως να προσδιορίσω έλεγε τα τόσα ανέκκλητα πράγματα που μας συμβαίνουν από μια στιγμή στην άλλη. Δεν μπορώ να ταιριάξω αυτά που μας μαθαίνουν με αυτά τα τρομερά που μας βρίσκουν καθώς με τρομάζει το πολεμικό ημερολόγιο του πατέρα μου από το πόλεμο του 22.
-Δυναστεύομαι από μια πικρή - πικρή οδύνη, χωρίς να μπορεί το παιδικό του μυαλό να εξηγήσει το γιατί, αν και θ’ άπρεπε γιατί πηγαίνει στην τετάρτη τάξη του σχολείου . Πως να προσδιορίσω έλεγε τα τόσα ανέκκλητα πράγματα που μας συμβαίνουν από μια στιγμή στην άλλη. Δεν μπορώ να ταιριάξω αυτά που μας μαθαίνουν με αυτά τα τρομερά που μας βρίσκουν καθώς με τρομάζει το πολεμικό ημερολόγιο του πατέρα μου από το πόλεμο του 22.
Αστραπιαία μεταφέρει το τραγικό γεγονός του πολέμου το κάλεσμα της καμπάνας του αγίου Νικολάου, και εις το επόμενο ημίωρο πάνω από 400 άνθρωποι , άνδρες και γυναίκες κατακλύζουν και τους δύο χώρους των πλατειών. Ο άδολος δοτός και κοντουλάκος το ανάστημα πρόεδρος της κοινότητος μας με τις υπόλευκες φουστανέλες του Πάνος Αναστασίου ( Λαμπανίτσας), δεν διακρίνεται από τους επιστράτους που το έχουν κυκλώσει καθώς διαβάζει το διάταγμα της γενικής επιστράτευσης και τα παρεπόμενα των ηλικιών και τα σημεία παρουσίασης. Λίγο αριστερότερα ο γραμματέας της κοινότητας διαβάζει τη διαταγή της επιτάξεως των ζώων και καρρο-αμαξών και τον τόπον της παρουσίασης εις τη Μαχαλά (Φυτείες). Μερικές γιαγιάδες χωρίς τα κεφάλομανδηλά τους με της κοτσίδες των μαλλιών τους ν΄ανεμίζουν από της γρήγορες κινήσεις τους, που πριν 18 χρόνια είχαν νιώσει στο πετσί τους το Μικρασιατικό πόλεμο, ούρλιαζουν αφήνοντας της κατάρες τους ! . Πάλι πόλεμος !! Από τους παρακειμένους παράδρομους ερχόντουσαν ζευγολάτες που άφησαν τη σπορά με το μήνυμα της καμπάνας οι περισσότεροι των οποίων επίστρατοι.Τρείς- τέσσερες επίτοκες γυναίκες προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό και να ρωτήσουν τον πρόεδρο αν επιστρατεύονται οι άνδρες τους. Πάνω από ογδόντα νοικοκυραίοι ειδοποιήθηκαν για ισάριθμα κτήνη( άλογα και μουλάρια) και δύο καρρο-άμαξες που την επομένη έπρεπε να τα παρουσιάσουν στη Μαχαλά. Ο αιφνιδιασμός τόσο μεγάλος που κάνει τους ανθρώπους των πλατειών και των διπλανών σπιτιών να βαδίζει νευρικά από τη μία άκρη στην άλλη. Η σπορά των αγρών ούτε στα μισά ακόμη . Ποιός θ΄άσπερνε από αύριο τα χωράφια;
Πέρα από τις προσκλήσεις των εφέδρων που έγιναν τον Αύγουστο,πάνω από σαράντα πέντε νέοι έπρεπε να φύγουν διά τον πόλεμο το επόμενο εικοσιτετράωρο.Και να πάνω στη στιγμή δύο σμήνη μαχητικών αεροπλάνων ( βομβαρδιστικά τα είπαν) το ένα να πετά βορειότερα λίγο απ΄τη λαγκάδα, και το άλλο επάνω από τα κεφάλια των συγκεντρωθέντων της πλατείας, περνούν με νοτιοανατολική κατεύθυνση , τόσο χαμηλά σκορπώντας το φόβο και τον τρόμο. Σε λίγο τα ακολουθούν άλλα και κατόπιν άλλα επιτείνοντας το φόβο μας . Το βράδυ ήρθε το μαντάτο ότι βομβαρδίστηκε η Πάτρα και η περιοχή των τριών ναυάρχων με αμέτρητα θύματα. Ο Γεροδάσκαλος προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πνεύματα καθώς η διαταγή επιστρατεύσεως δεν συμπεριελάμβανε τους δήμους Αστακού και Οινιάδων και να εμψυχώσει τους επιστράτους με απλά λόγια που τα δονούσε η βαθιά λύπη :
- Σας λέγω πως το ΄Εθνος ήταν υποχρεωμένο να σηκώσει και αυτόν τον καινούργιο σταυρό που δεν είναι μόνο θλιβερός αλλά ταπεινωτικός και εξευτελιστικός. Αυτό και μόνο βάραινε στην απόφαση της Πατρίδας διά την υπέρτατη θυσία. Την επομένη (ημέρα Τρίτη) με κωδωνοκρουσίες αγκαλιές και κλάματα σπαρακτικά από τις μανάδες τις αδελφές και τις συζύγους δόθηκε το αντίο της κατευοδώσεως με την ευχή στο καλό και με τη ΝΙΚΗ. Τρεις επίστρατοι, ο Γρηγόριος Σταμουλακάτος, ο Σπύρος Ι. Ζαρκαδούλας και ο Σταύρος Σταμουλακάτος( που δεν επέστρεψε ποτέ) βρήκαν προσφορότερο το να πεζοπορήσουν μέχρι τη Μαχαλά. Τους συνόδευσε ο εν αρχή αναφερόμενος εγγονός μέχρι έξω από το Κοιμητήριο (στάδιο το έλεγαν τότε) και εκεί τους αποχαιρέτησε. Τα μαγαζιά (καφενεία) πήχτρα από κόσμο από το χάραμα μέχρι αργά διά τα Νέα και την κριτική του πολέμου και τις απαρφανεμένες από προστάτες οικογένειες. Οι Νίκες του στρατού μας συνεχίζουν να καταφθάνουν μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου που τις διαλαλούσε η μεγάλη μας καμπάνα και μαζί με αυτά και το τετράστιχο του Παλαμά προς τους νέους που όλοι οι μαθητές το είχανε μάθει και το απάγγελναν σε κάθε περίσταση :
αυτό κρατάει ανάλαφλο μεσ΄την ανεμοζάλη
από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι
αυτό το λόγο θα σας πω μα δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τ΄αθάνατο κρασί του είκοσι ένα.
α
Ας είναι αυτά τα λόγια μνημόσυνο διά το Σταύρο Σταμουλακάτο και τις χιλιάδες νεκρούς μας του ΄Επους του 1940. Αποφεύγουμε γιά κάτι περισσότερο , διότι θα αποτελούσε ιστορικό ανάγνωσμα μη αρμόζον για τη περίσταση αυτή.