Ο Άρης Μπιτσώρης με τους παρακάτω στίχους μας μεταφέρει αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και που τα βιώνουν πολλοί συνάνθρωποι μας.
Γύρω μου πλήθος άστεγοι, εγώ έχω οικία
άρρωστοι δίχως φάρμακα πολλοί, κι εγώ με υγεία.
Βγάζω το μεροκάματο∙ άνεργοι εκατομμύρια
αιτήσεις βιογραφικά, ουρές μπροστά από κτήρια.
Ήρθε ο χειμώνας ο βαρύς, πήρα ομπρέλα, τζάκετ
και το καρότσι γέμισα μέσα στο σούπερ μάρκετ.
Έξω στο δρόμο ένας παππούς κι αυτός καρότσι σέρνει
ανακυκλώσιμα υλικά από τους κάδους παίρνει.
Ένα παιδάκι το παρμπρίζ σκουπίζει μες στο χιόνι
όμως το λίπος του οδηγού πιέζει το τιμόνι.
Συσσίτια στις εκκλησιές κι αλληλεγγύης κουζίνες
για πέντε χρόνια συναπτά έτσι κυλούν οι μήνες.
Ψηφίστηκαν λιτότητας, σήμερα, νέα μέτρα
σ’ αυτόν που βάλαν τη θηλιά κρεμούν στα πόδια πέτρα.
Μα εγώ έχω στέγη, φαγητό, είμαι καλά ντυμένος
αρχίζω, όμως, να ντρέπομαι που είμαι βολεμένος.