Περίπου δύο μήνες μετά το φύτεμα, έφθανε ο καιρός που ωρίμαζε ο καπνός κι έπρεπε να μαζευτεί. Το μάζεμα έπρεπε να γίνει στην ώρα του κι αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι καπνάδες: «ούτε άγουρα, ούτε πολύ γινωμένα» να’ ναι τα φύλλα του. Έτσι άρχιζαν οι μαζωχτάδες να μαζεύουν με τη σειρά τα καπνόφυλλα, χέρια, χέρια όπως τα’ λεγαν.
Εκείνη την εποχή του μαζώματος, όλο το χωριό ήταν στο πόδι!
Οι μαζωχτάδες κινούσαν νύχτα νύχτα, στις τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα για τα καπνοχώραφα. Φορούσαν τα πιο παλιά ρούχα που είχαν, γιατί καταστρέφονταν από το χώμα και την κόλλα του καπνού, για να πάνε να μαζέψουν. Οι γυναίκες μεταμορφώνονταν σε γύφτισσες με τα μακριά φουστάνια, τις ποδιές ζωσμένες στη μέση, τα τσεμπέρια στο κεφάλι, τις κάλτσες τις «χουλαχού», τα παλιοπάπουτσα στα πόδια και το σακούλι με το ψωμοτύρι και το νερό στον ώμο…
Και οι άντρες με παλιά πουκάμισα και μπλούζες ξεθωριασμένες, με σακάκια στους ώμους για το κρύο, φθαρμένα παντελόνια, χοντροπάπουτσα στα πόδια και καπέλα για τον ήλιο του μεσημεριού, ήταν αγνώριστοι…
Σαν έβλεπες αυτές τις φιγούρες μέσα στα παλιόρουχα με τους πιο τρελούς συνδυασμούς σχεδίων και χρωμάτων (σαν τον Ταμτάκο της ταινίας) να γυρνάνε απ’ τα καπνοχώραφα , το γέλιο που μόλις έσκαγε αθέλητα στα χείλη, πάγωνε στη σκέψη, ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι του μόχθου, οι ήρωες της καθημερινότητας!...
Φωνές ακούγονταν στις αυλές και στις γειτονιές όταν ξεκινούσαν για δουλειά και ο θόρυβος απ’τα συμπράγκαλα» που κουβαλούσαν μαζί τους: κοφίνια, σακούλια, τσόλια, φαναράκια…καθώς κι ο ρυθμικός ήχος από τα πέταλα των ζώων στα σοκάκια, απλωνόταν παντού.
Ήταν πίσσα σκοτάδι όταν δεν είχε φεγγάρι, γι’ αυτό έπαιρναν τα φαναράκια μαζί τους να φωτίζουν. Αν και στα σκοτεινά κι ακόμα και με κλειστά μάτια, ήξεραν οι μαζωχτάδες να μαζεύουν τα καπνόφυλλα. Άρχιζαν από κάτω και προχωρούσαν μέχρι την κορυφή. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο…χέρι.
Αχ αυτό το πεντάφυλλο! Ήταν «χτικιό» αυτό το φύλλο. Τα χέρια σχίζονταν από τις μπλάνες και τις πέτρες, γι’ αυτό φρόντιζαν να τα δένουν με πανιά ή να φοράνε κάλτσες παλιές αντί για γάντια! Υπήρχε κι ο φόβος μην τους τσιμπήσει κανένα φίδι, καμιά αράχνη ή κανένας σκορπιός! Δεν έλειπαν και τέτοια περιστατικά αραιά ευτυχώς…
Μάζευαν τα φύλλα στην ποδιά τους ή στην αγκαλιά τους, αν ήταν μεγάλα. Και τα άδειαζαν στα κοφίνια ή τα πόστιαζαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στις αυλακιές όταν μαζεύονταν πολλά. Από κει οι άντρες τα μάζευαν και τα στίβαζαν με προσοχή μέσα στα μεγάλα κοφίνια, πριν τα δει ο ήλιος και τα μαράνει.
Όλοι δούλευαν γρήγορα γρήγορα σα μηχανές, για να τελειώσουν πριν βγει ο ήλιος, γιατί τότε ο καπνός μαραίνεται και τα φύλλα του δεν σπάζουν εύκολα, αλλά και οι ίδιοι αποκάμνουν από τη ζέστη.
Τέτοια εποχή ο ήλιος «βαράει κατακέφαλα» τους άκουγες να λένε. Στο μάζεμα οι γυναίκες ήταν ασυναγώνιστες! Τακ-τακ έσπαζαν τα φύλλα με τα δάχτυλά τους και προχωρούσαν, τακ-τακ με δεξιοτεχνία κι όλο τακ-τακ…για να τελειώσουν τα αυλάκια του καπνού.
Κι όταν πια είχαν γεμίσει τα κοφίνια ή τα τσόλια κι ο ήλιος τους είχε καλημερίσει για καλά, φόρτωναν στα ζώα τα κοφίνια και γύριζαν σπίτι, εξαντλημένοι από την κούραση…Πρώτα πρώτα ξεφόρτωναν τα ζώα, άφηναν στον ίσκιο τα κοφίνια κι έπαιρναν νερό και πράσινο σαπούνι για να πλύνουν πολύ καλά τα χέρια τους, που ήταν μαύρα απ’ το χώμα και την κόλλα του καπνού.
Κι ύστερα αφού έτρωγαν λίγο ψωμοτύρι ή κάνα πιάτο γάλα απ’ τη γίδα τους, στρώνονταν στο αρμάθιασμά με την ατσάλινη βελόνα. Τότε δεν υπήρχαν μηχανές. Στο αριστερό τους χέρι κρατούσαν τη βελόνα και με το δεξί έσπρωχναν ένα, ένα τα φύλλα του καπνού. Κι όταν γέμιζε η βελόνα την άδειαζαν στο σπάγγο που είχαν δέσει στο πίσω μέρος της που είχε μια τρύπα. Κι έτσι έκαναν τις αρμάθες. Όταν γέμιζε ο σπάγγος έδεναν στις δύο άκρες του τις αγκλίτσες και τις κρεμούσαν μετά στα κρεβάτια για να λιαστούν. Έπρεπε να ξεραθούν και να πάρουν ένα ωραίο χρώμα για να αρέσει στον έμπορα.
Να γίνουν «λίρα», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά.
Τα χέρια στο αρμάθιασμα μαυρίζουν πάλι κι οι μπλούζες των ανδρών κι οι ρόμπες των γυναικών στο στήθος αριστερά γίνονταν κατάμαυρες από την κόλλα του καπνού! Κι αυτό το σκύψιμο όλη μέρα να «σουφλάς» τα φύλλα στο κοτσάνι ψηλά, ένα-ένα, μέχρι ν’ αδειάσει η στοίβα ήταν πολύ κουραστικό!
Είχε βέβαια ένα μεγάλο διάλειμμα για φαγητό το μεσημέρι. Συνήθως δροσιστικό και κύριο πιάτο ήταν η ντοματοσαλάτα, με ολόφρεσκες ντομάτες και κρεμμύδια από τον κήπο. Αλλά και κολοκυθοπατάτες και γεμιστά και μπριάμ ήταν τα συνηθισμένα φαγητά της εποχής. Και το καρπούζι που το φερναν οι πλανόδιοι μανάβηδες στο χωριό και το έτρωγαν κρατώντας το με τη φλούδα για να μην πικρίζει απ’τα χέρια τους, ήταν γλυκύτατο τότε! Φυσικά σε κάποιο άλλο διάλειμμα γεύονταν το εύκολο και φθηνό γλύκισμα: το υπέροχο υποβρύχιο, τη γνωστή μας βανίλια με μπόλικο νεράκι για να δροσιστούν.
Εκτός από τις γλυκές γεύσεις, υπήρχαν κι άλλα καλά τότε: Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα, το κουβεντολόι, τα καλαμπούρια, τα παραμύθια και τα τραγούδια! Παρόλη την κούραση και τα ξενύχτια τους, οι άνθρωποι συζητούσαν, αστειεύονταν, έλεγαν ιστορίες και ανέκδοτα με τις ώρες, εκεί στον ίσκιο κάτω από το τσαρδάκι ή στην αποθήκη αργότερα.
Ωραίες θύμησες αυτές! Γλυκές και πικρές μαζί, σαν την πίκρα του καπνού που αρμαθιάζαμε τότε και σαν την γλύκα όλης της οικογένειας που ήταν μαζεμένη ολόγυρά του…
Κι όταν τέλειωνε κάποτε η στίβα του καπνού, σηκώνονταν και πήγαιναν να δώσουν ένα χέρι βοηθείας στο γείτονα, που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Υπήρχε βλέπετε η αλληλεγγύη τότε στα χωριά. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, έτσι ήταν κάποτε…
Αργά το βράδυ όταν τελείωναν πια αποκαμωμένοι, οι άνδρες έτρεχαν να περιποιηθούν τα ζώα και οι γυναίκες να κάμουν τις δουλειές του σπιτιού: να σκουπίσουν, να συγυρίσουν τα δωμάτια, να βάλουν κάτι στην κατσαρόλα να βράσει.
Δύσκολα χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν δούλευαν οχτάωρο, δε μετρούσαν καν τις ώρες τότε! Από νύχτα σε νύχτα στη δουλειά. Λίγες ώρες ήταν ο ύπνος τους. Κι απορούσε κανείς με τόση κούραση κι αϋπνία πως έβρισκαν τη διάθεση για κουβεντολόι και καλαμπούρια. Είναι αξιοθαύμαστη αυτή η γενιά, η γενιά των γονιών μας. Αξίζει το σεβασμό και την αγάπη μας!
Μάννα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι,
Το κόκκινο, που το καμε σταχτύ σαν καταχνιά
Η μαύρη κόλλα του καπνού, φαρμακερό βοτάνι,
Όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά…
Τ’άγια σου χέρια τ’ άπλωνες, γύρα σ’ όλα τα τόπια,
Φρουρός, προστάτης της σοδειάς, Μάνα σ’ όλα μπροστά,
Στο μάζεμα, στ’ αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
Και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
Χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.
Μάννα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι,
Κατάμαυρο σου το’ βαψε, μουντό σαν καταχνιά,
Η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
Όλα της τα φαρμάκωσες, ζήση, ψυχή, καρδιά…
Πάνος Χατζόπουλος
Μαρία Αγγέλη
Φιλόλογος