Τη βλέπεις;
Ω, μα το ξέρω ότι τη βλέπεις.
Και οι δυο μας το ξέρουμε. Δε μπορεί να κρυφτεί. Σε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους, και πάλι εκείνη θα χάζευες. Μη ντρέπεσαι, όλοι μας τη χαζεύουμε. Και εκείνη το ξέρει. Για αυτό χαμογελάει πού και πού καθώς καπνίζει.
Όχι, δεν είναι αυτή που ξέρεις. Αλλά είναι εκείνη που θέλεις να γνωρίσεις. Δεν είναι εκείνη που αγαπάς, αλλά έχει τις δυνατότητες να είναι η μοναδική σου. Δεν είναι εκείνη που φοβάσαι, τίποτα πάνω της δε της προσδίδει τον τρόμο. Δεν είναι εκείνη με την οποία μεγάλωσες, αλλά θα ήθελες να είναι εκείνη με την οποία θα γεράσεις. Δεν είναι αυτή που γελάει με τα ηλίθια αστεία σου, αλλά εκείνη που σε ερωτεύεται όταν βάζεις το μυαλό σου να δουλέψει. Δε θέλει τα λεφτά σου, το αυτοκίνητο σου ή το σπίτι σου. Θέλει τη ψυχή σου.
Δε μιλάει πολύ και αυτό σε προβληματίζει. Νομίζεις ότι κάτι της λείπει ή τη στεναχωρεί. Δε ξέρεις ακόμη, ότι παρατηρώντας μονάχα μαθαίνεις τον κόσμο. Δεν την ενδιαφέρει αν είσαι γιατρός ή δικηγόρος ή αν η οικογένεια σου έχει μεγάλο όνομα. Δεν είδες ακόμη πόσο εύκολα λιώνει όταν σε βλέπει απλά να κάνεις αυτό που αγαπάς.
Δεν είναι απλή. Αλλά δε μπορείς να πεις ότι είναι και περίπλοκη. Έχει τα στάνταρ της και δε τα ρίχνει για κανέναν. Τον περισσότερο καιρό της ζωής της, περιπλανιέται μόνη της. Είναι ικανή να είναι μόνη της. Κανείς δεν την προσέχει, όσο εκείνη τον εαυτό της. Δε μπορείς να την αποκαλέσεις “πριγκίπισσα”, γιατί δεν υπάρχει τίποτα βασιλικό πάνω της. Δε μπορείς να τη φωνάξεις “αγάπη μου”, η αγάπη είναι φτιαγμένη από συμπόνια και καλοσύνη. Δεν τις γνωρίζει αυτές τις λέξεις. Αλλά αν πονάς, φώναξε τη με το όνομα της. Θα πάρει τον πόνο σου μακριά. Θα το κουβαλήσει εκείνη για εσένα, θα έχει το σταυρό σου στην πλάτη της γιατί ξέρει ότι είναι καλή σε αυτό. Δε νοιάζεται καθόλου για εσένα. Εκτός και αν τραγούδησες τυχαία το τραγούδι της. Θα πέθαινε να σε ακούσει να της το τραγουδάς εκείνες τις ημέρες, που δεν αντέχει άλλο τον κόσμο.
Δε θα την έχεις ποτέ με τον τρόπο που θέλεις εσύ. Μόνο με τον τρόπο που θέλει εκείνη. Δεν ανήκει πουθενά, ούτε καν στον εαυτό της. Γεννήθηκε σε έναν εφιάλτη και θα πεθάνει εκεί. Στο ενδιάμεσο διάστημα θα ανήκει σε όσους άγγιξαν, για λίγο έστω, τη ψυχή της.
Έχεις ενθουσιαστεί, μόνο που θα έπρεπε να φύγεις μακριά. Την κέρδισαν μόνο όσοι την αντιμετώπισαν σαν εμπόδιο. Εκείνοι που ενθουσιάστηκαν, πνίγηκαν στη θάλασσά της.
Οπότε, πήγαινε στο μπαρ. Όχι στα μαγαζιά που συχνάζεις. Σε εκείνα που βλέπεις από μακριά και αναρωτιέσαι “ποιος να κάθεται εκεί ;”. Βλέπεις εκείνη τη γυναίκα που κάθεται στη γωνία; Το πρόσωπο της είναι παγωμένο. Αυτή είναι. Στοιχηματίζω πως το βλέπεις τώρα πιο καθαρά. Να φοβάσαι, λοιπόν, τη γυναίκα με το δυνατό μυαλό, που κάθεται σιωπηλή. Είναι σχεδόν έτοιμη να φέρει την καταστροφή. Τόσος θόρυβος στο μυαλό της, και το βλέμμα της γαλήνη. Πλέον, ίσως, μπορείς να δικαιολογήσεις το “πυρ, γυνή και θάλασσα”.
Γράφει η Πένυ Σίμου