ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΥΝΑΣ ΣΗΜΕΡΑ |
ΜΠΟΥΜΣΤΟΣ |
Ένα από αυτά είναι ο Μπούμστος, έχει χρωματικές διαβαθμίσεις που ξεκινούν από το γκριζογάλανο και πλησιάζουν, εκεί που είναι καλυμμένος από βλάστηση, μάλιστα στην απότομη, βόρεια πλαγιά, όπου υπάρχει μια περιοχή με έλατα που ξεχωρίζουν όρθια, προς το βαθύ μπλέ.
Είναι το πιο σκοτεινόχρωμο και αυτό τονίζει την αυστηρή μεγαλοπρέπεια που αποπνέει. Η κορυφογραμμή του αρχίζει ανεπαίσθητα από τα δυτικά και υψώνεται σταδιακά για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, μέχρι να φτάσει στην κορυφή• μόλις φτάσει εκεί, πέφτει απότομα, σχεδόν κατακόρυφα, στην αντίθετη πλευρά.
Αυτό το σχήμα τον κάνει να μοιάζει σαν να απογειώνεται, σα ν’ αποκτά όλο και περισσότερο ύψος, τονίζοντας έτσι, απ’ τη δυτική πλευρά, το βαθμιαίο ανέβασμα. Το μεγάλο ύψος όπου φτάνει μοιάζει έτσι, απ’ την ίδια πλευρά, σαν τελικό αποτέλεσμα της ανόδου. Τονίζεται μετά με άλλο τρόπο από τη σχεδόν κατακόρυφη, αντίθετη πλευρά.
Η κορυφή του Μπούμστου |
Από άλλα σημεία του Ξηρόμερου τα ίδια παραβάν φαίνονται όπως είναι στην πραγματικότητα, χωριστά, και το σύνολο σπάει. Είναι απίστευτο πόσο διαφορετικές όψεις παίρνει αυτό το βουνό, ανάλογα με το σημείο, την οπτική γωνία από την οποία κανείς το βλέπει. Είναι σα να γίνεται άλλο βουνό. Από την Κατούνα μοιάζει να υψώνεται τεράστιος, σκοτεινός, γεμάτος όγκο, ψηλός και μεγαλοπρεπής.
Επιβάλλεται στο τοπίο, ως το κυρίαρχο στοιχείο του. Η κορυφή του φαλακρή, είναι γκρίζα, και το χειμώνα συχνά είναι το μόνο σημείο που γίνεται κάτασπρο, μένοντας έτσι σε όλη τη διάρκεια αυτής της εποχής. Όμως, όταν κανείς φεύγει προς τα δυτικά, μόλις περάσει την Αμβρακία αρχίζει να μικραίνει, γιατί φαίνεται μόνο ένα κομμάτι του∙ μόλις απομακρυνθεί από τα χωριά του Ξηρόμερου, κυττώντας προς τα πίσω, τα Ακαρνανικά έχουν μετατραπεί σε μια ασήμαντη οροσειρά και ο Μπούμστος σε ένα χαμηλό βουνό, που συγχέεται ανάμεσα στα άλλα, στο βάθος.
Περγαντί |
Ακόμα ανατολικότερα, τα βουνά του Τρύφου, έχουν πάλι ένα εντελώς διαφορετικό, παράξενο για βουνά σχήμα. Κιτρινωπά, χωρίς εξάρσεις, με δέντρα που μοιάζουν εκβλαστήματα της ίδιας της κορυφογραμμής, μοιάζουν ως σύνολο με ενάλιο τοπίο, πολύ κοντά σ’ εκείνο που βλέπει κανείς σε τοιχογραφίες της Θήρας, όπου τα φυτά μοιάζουν με θαλάσσιες ανεμώνες, κολλημένες σε κοράλια.
ΤΑ ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΑ |
Νότια είναι η Βελαώρα. Μακρόσυρτη, αλλά με διαδοχικούς σπασμούς, που δίνουν ποικιλία στο μήκος της και κάτι σαν κίνηση στις κατάστικτες από τις βελανιδιές πλαγιές της, κλείνει τον ορίζοντα στο βορρά. Κατάντικρυ από τα κάγκελα της πλατείας, άμεσο θέαμα απ’ αυτό το σημείο, είναι το κοντινότερο βουνό στο χωριό.
Στις πλαγιές του, που φουσκώνουν σαν να ανασαίνουν διαδοχικά, πέρα από τον κάμπο, κυριαρχούσε μέχρι πρόσφατα κάτι σαν ένας σιωπηλός αχός∙ στις ερημιές του ακούγονταν μόνο τα κυπριά κάποιων κοπαδιών, και στα ανηφορικά του μονοπάτια σκαρφάλωνε μόνο σπάνια ο στρατοκόπος που ήθελε να πάει απ’ αυτό το δρόμο στην από πίσω πλευρά, στον Καρβασαρά.
Η Βελαώρα ανήκε κατά κάποιο τρόπο μόνο στον εαυτό της. Μ’ όλη την έκθεση στα μάτια των πάντων, όποιος περνούσε τον κάμπο και πήγαινε κοντά της, αισθανόταν ότι εδώ υπάρχει ο δικός της, κρυφός, αυτάρκης κόσμος.
ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΒΕΛΑΩΡΑΣ |
Ένα βουνό που διατήρησε την παρθενιά τού άθικτου, ποιος ξέρει από ποια πανάρχαια αιωνιότητα, τοπίου του, και που την έχασε τελευταία, βιασμένο από τη διάνοιξη του καινούργιου δρόμου, που από φύση το μετέτρεψε σε πολιτισμό.
Το κορμί της κείτεται πια γεμάτο πληγές από κοκκινόχωμα.
Πριν από λίγο καιρό, το καλοκαίρι, είχα την τύχη να δω την πανσέληνο, που στο χωριό μας βγαίνει πίσω από αυτό το βουνό, να κρέμεται πάνω απ’ τη σκοτεινή, μόλις διακρινόμενη στον βαθύ μπλε ουρανό, κορυφογραμμή του. Εκείνη την ώρα, που τα έργα της ανθρώπινης σκληρότητας πάνω στη φύση κρύβονται, αυτό το στρογγυλό, κοκκινωπό φεγγάρι, πάνω απ’ την κατάμαυρη, μακρουλή σιλουέτα της Βελαώρας, έμοιαζε να φανερώνει την ψυχή αυτού του βουνού, μυστηριώδη και σιωπηλή.
ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΕΛΑΩΡΑΣ |
Αυτά τα βουνά περικυκλώνοντας το χωριό, δημιουργούν έναν κόσμο κλειστό, ιδιαίτερο. Σίγουρα, στα διαστήματα ανάμεσά τους υπάρχουν κάποιες διαφυγές: αυτές έχουν να κάνουν με το νερό.
Το Λουτράκι, ένα αναποδογυρισμένο, μικρό γαλάζιο τρίγωνο στα βορειοδυτικά, και η Αμβρακία, άλλο ένα τέτοιο τρίγωνο, λίγο μεγαλύτερο, εκεί που σβήνει η κορυφογραμμή της Βελαώρας.
Το βράδυ, σ’ αυτά τα σημεία, φαίνονται μακρινά φωτάκια, αυτοκίνητα που περνούν στην εθνική, σημάδια ενός άλλου κόσμου, που υπάρχει και ζει κάπου εκεί, έξω.
Αυτά τα βουνά δημιουργούν δύο κόσμους, τον μέσα, τον δικό μας, και τον έξω. Το αίσθημα ότι κανείς βγαίνει, σ’ έναν έξω κόσμο, όπως και το αντίστροφο, ότι μπαίνει, σ’ έναν μέσα κόσμο, το έχει κανείς έντονα στο Σαμάρι, όταν βγαίνει στην εθνική ή όταν την εγκαταλείπει, για να μπει στην περιοχή μας. Τα βουνά που πριν, από την άσφαλτο, φαίνονταν μικρά ή σκόρπια, μόλις ανηφορίσει κανείς το δρόμο προς το χωριό, μεγαλώνουν, υψώνονται, κλείνουν τον κύκλο, κλείνουν τον κόσμο της Κατούνας.
Την εποχή που θέλω να περιγράψω εδώ, τότε που τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά και η έξοδος από αυτό τον κόσμο σπάνια, αυτό το αίσθημα ήταν εντονότερο. Θυμάμαι, μικρός, πάντα η απορία μου ήταν τι να βρίσκεται πίσω από αυτά τα βουνά; Και η μεγάλη επιθυμία μου ήταν πάντα να τα διαβώ, να δω τον έξω κόσμο, που μου έκρυβαν.
Το Λουτράκι, ένα αναποδογυρισμένο, μικρό γαλάζιο τρίγωνο στα βορειοδυτικά, και η Αμβρακία, άλλο ένα τέτοιο τρίγωνο, λίγο μεγαλύτερο, εκεί που σβήνει η κορυφογραμμή της Βελαώρας.
Το βράδυ, σ’ αυτά τα σημεία, φαίνονται μακρινά φωτάκια, αυτοκίνητα που περνούν στην εθνική, σημάδια ενός άλλου κόσμου, που υπάρχει και ζει κάπου εκεί, έξω.
Αυτά τα βουνά δημιουργούν δύο κόσμους, τον μέσα, τον δικό μας, και τον έξω. Το αίσθημα ότι κανείς βγαίνει, σ’ έναν έξω κόσμο, όπως και το αντίστροφο, ότι μπαίνει, σ’ έναν μέσα κόσμο, το έχει κανείς έντονα στο Σαμάρι, όταν βγαίνει στην εθνική ή όταν την εγκαταλείπει, για να μπει στην περιοχή μας. Τα βουνά που πριν, από την άσφαλτο, φαίνονταν μικρά ή σκόρπια, μόλις ανηφορίσει κανείς το δρόμο προς το χωριό, μεγαλώνουν, υψώνονται, κλείνουν τον κύκλο, κλείνουν τον κόσμο της Κατούνας.
ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΟΥΝΑΣ ΤΟΤΕ (ΑΡΧΕΙΟ ΧΡΗΣΤΟΥ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ) |
Την εποχή που θέλω να περιγράψω εδώ, τότε που τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά και η έξοδος από αυτό τον κόσμο σπάνια, αυτό το αίσθημα ήταν εντονότερο. Θυμάμαι, μικρός, πάντα η απορία μου ήταν τι να βρίσκεται πίσω από αυτά τα βουνά; Και η μεγάλη επιθυμία μου ήταν πάντα να τα διαβώ, να δω τον έξω κόσμο, που μου έκρυβαν.
Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σ’ αυτό τον κόσμο, σ’ αυτό το χωριό, από το 53 μέχρι το 67. Θέλω εδώ να διηγηθώ όσα θυμάμαι από εκείνη την εποχή, τις μέρες του 50 και των αρχών του 60, για ένα παιδί στην Κατούνα. Μέχρι τις αρχές του 60, όχι μόνο γιατί από τότε, με την εφηβεία, καινούργια μαγέματα πήραν τη θέση των παλιών, αλλά και γιατί τότε συνέβη η πρώτη, μεγάλης διάρκειας έξοδος στον έξω κόσμο, στην Αμφιλοχία, για τις σπουδές στο λύκειο.
Το χωριό ήταν τότε ομοιόμορφο αρχιτεκτονικά, και γι’ αυτό πολύ όμορφο. Ένας που έχει δει μόνο το σημερινό, άναρχο χάος, είναι δύσκολο να το καταλάβει αυτό.
Τα σπίτια, όσο κι αν ποίκιλαν στο μέγεθος και στις λεπτομέρειες, είχαν όλα περίπου την ίδια μορφή. Όπως μπορεί να το δει κανείς και τώρα, σε όσα έχουν επιβιώσει, τα κεραμίδια έφτιαχναν ένα στενό γείσο, που λίγο μόνο εξείχε πάνω από τους τοίχους. Αρκετά είχαν αυτό τον ωραίο συνδυασμό εξωτερικής σκάλας και καμάρας, μονής ή και διπλής.
Πρόφτασα να ιδώ αρκετά απ’ αυτά τα σπίτια να χτίζονται: τα μουλάρια να κουβαλάνε τις πέτρες και τους μαστόρους, άλλος να κάθεται σταυροπόδι, φορώντας ποδιά από σκληρό υλικό, δίπλα στο σωρό, και να πελεκάει μία-μία τις πέτρες, άλλος με το βαρίδι να βεβαιώνει κάθε τόσο την κάθετο, άλλοι να αρμόζουν τα έτοιμα κομμάτια. Σιγά-σιγά, αργά, οι τοίχοι υψώνονταν.
Έμπαιναν τα παράθυρα, οι όμορφες πόρτες, συχνά και σε νεοκλασικά σχέδια, με μπρούτζινα, επίθυρα χεράκια, βαμμένες συνήθως κυπαρισσί, με λαδομπογιά. Όπως και τώρα, υπήρχαν λουλούδια παντού. Δεν υπήρχε νοικοκυρά που να μη στόλιζε την αυλή, τις σκάλες, τα μπαλκόνια, με κάθε λογής λουλούδια, που τα γύρευε η μια από την άλλη.
Κάποια, όπως το λειρί του κόκκορα, οι μπιγόνιες, κ.λπ. ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Τις αυλόπορτες τις κάλυπταν συνήθως τριανταφυλλιές, σπανιότερα ρολογιές και άλλα αναρριχητικά. Μια τρελλή τριανταφυλλιά, με τα μικρά ρόδινα άνθη της, πυκνά σαν σύννεφο, που κάλυπτε την αυλόπορτα της θεια Σωκράταινας της Κασούρως, τη θυμάμαι ιδιαίτερα.
Κάποια στιγμή, αργότερα, ήρθαν οι τσιμεντενιες πλάκες, κι εμείς τότε, τόσο μας έκοβε, το είχαμε θεωρήσει αυτό πρόοδο.
Τα σπίτια, όσο κι αν ποίκιλαν στο μέγεθος και στις λεπτομέρειες, είχαν όλα περίπου την ίδια μορφή. Όπως μπορεί να το δει κανείς και τώρα, σε όσα έχουν επιβιώσει, τα κεραμίδια έφτιαχναν ένα στενό γείσο, που λίγο μόνο εξείχε πάνω από τους τοίχους. Αρκετά είχαν αυτό τον ωραίο συνδυασμό εξωτερικής σκάλας και καμάρας, μονής ή και διπλής.
Πρόφτασα να ιδώ αρκετά απ’ αυτά τα σπίτια να χτίζονται: τα μουλάρια να κουβαλάνε τις πέτρες και τους μαστόρους, άλλος να κάθεται σταυροπόδι, φορώντας ποδιά από σκληρό υλικό, δίπλα στο σωρό, και να πελεκάει μία-μία τις πέτρες, άλλος με το βαρίδι να βεβαιώνει κάθε τόσο την κάθετο, άλλοι να αρμόζουν τα έτοιμα κομμάτια. Σιγά-σιγά, αργά, οι τοίχοι υψώνονταν.
Έμπαιναν τα παράθυρα, οι όμορφες πόρτες, συχνά και σε νεοκλασικά σχέδια, με μπρούτζινα, επίθυρα χεράκια, βαμμένες συνήθως κυπαρισσί, με λαδομπογιά. Όπως και τώρα, υπήρχαν λουλούδια παντού. Δεν υπήρχε νοικοκυρά που να μη στόλιζε την αυλή, τις σκάλες, τα μπαλκόνια, με κάθε λογής λουλούδια, που τα γύρευε η μια από την άλλη.
Κάποια, όπως το λειρί του κόκκορα, οι μπιγόνιες, κ.λπ. ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Τις αυλόπορτες τις κάλυπταν συνήθως τριανταφυλλιές, σπανιότερα ρολογιές και άλλα αναρριχητικά. Μια τρελλή τριανταφυλλιά, με τα μικρά ρόδινα άνθη της, πυκνά σαν σύννεφο, που κάλυπτε την αυλόπορτα της θεια Σωκράταινας της Κασούρως, τη θυμάμαι ιδιαίτερα.
Κάποια στιγμή, αργότερα, ήρθαν οι τσιμεντενιες πλάκες, κι εμείς τότε, τόσο μας έκοβε, το είχαμε θεωρήσει αυτό πρόοδο.
Ομοιομορφία υπήρχε κι από άλλες απόψεις. Η κυρίαρχη δουλειά ήταν μία, τα καπνά, κι αυτό δημιουργούσε ίδιους ρυθμούς, ίδιες συνήθειες, ίδιες έγνοιες, ίδια εργαλεία, ίδια αντικείμενα στα σπίτια, σχεδόν για όλους.
Οι δρόμοι, όλοι χωματένιοι, σε πολλές περιπτώσεις ήταν δρόμοι μαζί και αυλάκια όπου κύλαγε το νερό, συχνά μόνιμα, από κάποια παρακείμενη, ψηλότερα, βρύση.
Τότε οι γειτονιές που αποτελούσαν το χωριό, λόγω του ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, για να πάει κανείς εύκολα και γρήγορα, ήταν πιο απομονωμένες από τώρα.
Ακόμα σήμερα, όπως διαπίστωσα, άνθρωποι εκείνης της εποχής δε γνωρίζουν ή λίγα έχουν ακούσει για ανθρώπους που ζούσαν σε άλλη γειτονιά από τη δική τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους δύο κύριους οικισμούς του χωριού, το ανώμερο και το κατώμερο, αλλά και για άλλες.......
Συνεχίζεται ...
Ακόμα σήμερα, όπως διαπίστωσα, άνθρωποι εκείνης της εποχής δε γνωρίζουν ή λίγα έχουν ακούσει για ανθρώπους που ζούσαν σε άλλη γειτονιά από τη δική τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους δύο κύριους οικισμούς του χωριού, το ανώμερο και το κατώμερο, αλλά και για άλλες.......
Συνεχίζεται ...
Γράφει για την εφημερίδα της Κατούνας, ο συγχωριανός μας Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος Καθηγητής Πανεπιστημίου