«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία.
Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του …»
Αυτά έγραφε ο Μάνος Χατζηδάκης το 1993, λίγο πριν το θάνατό του και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ με την ίδια απόγνωση, όπως και εκείνος τότε, 20 χρόνια πριν. Θα ήθελα να πιστεύω πως όσο προχωρούμε, τόσο αφήνουμε πίσω μας τα πιο άγρια ένστικτά μας. Πως δεν έρχεται ξανά η ιστορία -σαν φάρσα – να μας τιμωρήσει για την απερισκεψία μας να μην δώσουμε την πρέπουσα προσοχή στο φαινόμενο του ρατσισμού, εμείς, ως λαός «ανοιχτός». Δυστυχώς, όμως, τα παραπάνω λόγια είναι και σήμερα κάτι περισσότερο από επίκαιρα.
Η Παγκόσμια Ημέρα ποίησης, συμπίπτει με την Παγκόσμια Ημέρα του Ρατσισμού. Πόσο οξύμωρο σχήμα. Πόσα αντιφατικά συναισθήματα εκφράζουν αυτοί οι δύο όροι. Διάλεξα τις φράσεις αυτές, όχι ενός ποιητή, αλλά κάποιου που έδινε φωνή και μουσική στην ποίηση. Την έφερνε κοντά μας, κατανοητή και προσιτή για να γίνουμε έστω και για λίγο, καλύτεροι άνθρωποι. Με ανοιχτούς ορίζοντες.
Τι θα έλεγε σήμερα ο Μάνος για τον ρατσισμό στις ζωές μας; Στα βουλευτικά έδρανα. Στις δρόμο και στις πλατείες. Στα σπίτια μας – και μέσω των καναλιών. Στον πόνο που κρύβουν εκείνοι που αναζητούν καλύτερη ζωή μακριά από την πατρίδα τους. Θα μας έλεγε να μην συνηθίσουμε το “τέρας”. Να μην το βάλουμε ως αυτονόητη συνθήκη στις ζωές μας. Να μην του μοιάσουμε. Να συνεχίσουμε να υψώνουμε καθημερινά αυτό το τοίχος ενάντια στο μίσος. Ενάντια στις ελευθερίες μας. Όλων μας.
Γιατί φτάσαμε – εμείς που μεταναστεύσαμε, που ζήσαμε στο πετσί μας την προσφυγιά – να μισούμε τον «ξένο»; Γιατί φτάσαμε –εμείς που επινοήσαμε τον Ξένιο Δία– να αρνούμαστε τη φιλοξενία ζωής; Και εν τέλει να αισθανόμαστε εμείς οι ίδιοι «ξένοι» μέσα σε αυτό το περιρρέον μίσος;
Τις προηγούμενες ημέρες ψηφίστηκε στη Βουλή -εν μέσω αντεγκλήσεων, στα όρια της κυβερνητικής κρίσης- το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών για τον μεταναστευτικό κώδικα. Ο αρμόδιος Υπουργός, καθώς φαίνεται, δεν αντιλήφθηκε ποτέ την αναγκαιότητα να θεσπιστούν δίκαιοι κανόνες για συνανθρώπους μας που αναζητούν καλύτερη ζωή. Που δεν θέλουν να καταλήξουν στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά φορές αναγκάζονται να “πνίγονται” είτε στους δρόμους της, είτε στις θάλασσές της. Σε ένα λόγο μίσους, ο ίδιος Υπουργός είπε, μεταξύ άλλων: «… Δεν νοείται τα όργανα της πολιτείας να μη μπορούν να πλησιάσουν λαθρομετανάστες, τους οποίους οι δουλέμποροι έχουν δασκαλέψει να λένε: «αν σας πλησιάσει αστυνομικό όργανο να λέτε πως πήγαν να σας πνίξουν, πως σας κακοποίησαν κλπ.» και οποιαδήποτε άλλα ψεύδη για να εκμεταλλευτούν την πρόνοια του νόμου … ».
Αυτά δεν είναι λόγια Υπουργού που σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη κι αξιοπρέπεια. Αυτός είναι καταφανέστατος ρατσισμός από βήματος Βουλής –και, υποτίθεται, Δημοκρατίας. Το δόγμα της ανωτερότητας έναντι του αδύναμου. Οι αντιδράσεις φυσικά πολλές, αλλά οι λέξεις έμειναν στα πρακτικά της κοινοβουλευτικής αυτής περιόδου. Να μας θυμίζουν για πάντα την αγριότητα των ημερών, τα απάνθρωπά μας ένστικτα, την ψηφοθηρική έκφανση του αντι-ανθρωπιστικού της κρίσης.
Δυστυχώς, συζητάμε πλέον για τον ρατσισμό, πιο συχνά από όσο θα έπρεπε -κι από όσο θα θέλαμε. Γιατί κρύβεται παντού: στον φόβο για το ξένο, στην ομοφοβία, στον σεξισμό. Κρύβεται εντέχνως σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας και μέσα σε αυτήν την μακρόχρονη κρίση, που λες και έφερε στην επιφάνεια όλα όσα αποστρεφόμασταν στο παρελθόν.
Ναι, δεν χρειαζόμαστε μία Παγκόσμια Ημέρα για να αποφασίσουμε να μην μισούμε τον άνθρωπο. Αυτό θα έπρεπε να είναι μέρος της παιδείας μας. Της εκπαιδευτικής και κοινωνικής. Σήμερα είναι απλά μία αφορμή για να μιλήσουμε ελεύθερα για αυτά που θα έπρεπε να μας πνίγουν –όσους από εμάς αισθανόμαστε έτσι. Για τον πόνο των συγγενών των μεταναστών που χάθηκαν στη νέα τραγωδία στη Μυτιλήνη και σε όλες τις παλαιότερες αυτής. Για τα κύματα προσφύγων που φτάνουν στην Ευρώπη για να γλιτώσουν από τον πόλεμο στον δικό τους τόπο. Για το βουβό πόνο όλων εκείνων που δεν μπορούν να μιλήσουν, να αντιδράσουν. Να μιλήσουμε για όλους αυτούς και να βρούμε τον τρόπο να ακουστούμε –για να ανουστούν εκείνοι.
Όχι, φυσικά, φτάνοντας στην αντίπερα όχθη, απαλλάσσοντας συλλήβδην όλων των αμαρτιών και ευθυνών των όποιων μεταναστών. Παντού υπάρχει το καλό και το κακό. Αλλά ως ανθρώπινη εξατομικευμένη ευθύνη, όχι ως ιδιαιτερότητα του συνόλου. Ενός συνόλου που αξίζει ισότιμη μεταχείριση. Κι ελπίδα.
Κλείνω όπως άρχισα, από το ίδιο απόσπασμα του Μ. Χατζηδάκη. Βροντερή προτροπή: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει.»
Άρθρο της Βουλευτού Αιτωλ/νίας της Δημοκρατικής Αριστεράς Νίκης Φούντα