Στο Ακρωτήριο του Ακτίου βρισκόταν το ιερό του Άκτιου ή Ακτιακού Απόλλωνα, προς τιμήν του οποίου διεξάγονταν οι γιορτές που ονομάζονταν Άκτια.
Τα Άκτια τελούνταν κάθε δύο χρόνια και εκτός από γυμνικούς και ιππικούς αγώνες περιλάμβαναν και άλλες εκδηλώσεις προς τιμήν του Απόλλωνα. Υπάρχουν αναφορές πως τα Άκτια τελούνταν τουλάχιστον από τον 4ο π.Χ. αι. Κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης των αγώνων γινόταν θυσία βοδιού, το οποίο δεν το έτρωγαν, αλλά το άφηναν να το φάνε τα ποντίκια. Οι νικητές έπαιρναν ως αμοιβή στεφάνι.
Μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. ο Ρωμαίος Οκταβιανός Αύγουστος πρόσφερε στο ναό αφιερώματα, επισκεύασε το ιερό, που είχε πληγεί από πυρκαγιά και πρόσθεσε και μουσικούς, ποιητικούς και ναυτικούς αγώνες.
Όμως ανέθεσε τη φροντίδα για τη διοργάνωση των αγώνων στους Λακεδαιμονίους, γιατί ήταν σύμμαχοί του, ενώ οι περισσότεροι Ακαρνάνες είχαν υποστηρίξει τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα.
Στη συνέχεια ο Οκταβιανός μετέφερε και την έδρα των αγώνων στην πόλη που ίδρυσε στην απέναντι ακτή, τη Νικόπολη (πόλη της νίκης), αφού δημιούργησε τις απαραίτητες υποδομές, δηλαδή, γυμνάσιο, στάδιο και ωδείο.
Με τη νέα τους μορφή τώρα τα Άκτια, που άρχισαν ανάμεσα στο 30-27 π.Χ., ως Άκτια εν Νικοπόλει, καταλάμβαναν την πέμπτη θέση ανάμεσα τους αγώνες που τελούνταν στον Ελλαδικό χώρο, που κατά σειρά σπουδαιότητας ήταν: Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα και Άκτια.
Η τελετή των Ακτίων εισάγεται και στη Ρώμη και σε αυτήν μετείχαν Ρωμαίοι ευγενείς.
Όμως, μετά το θάνατο του Οκταβιανού και τη σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού, οι αγώνες σταμάτησαν να τελούνται, πρώτα στη Ρώμη και αργότερα στη Νικόπολη.
Μια προσπάθεια αναβίωσης των αγώνων έγινε από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον λεγόμενο από την Εκκλησία και Παραβάτη. Όμως ο γρήγορος θάνατός του σήμαινε ουσιαστικά και το τέλος των αγώνων.
Στο ακρωτήριο βρίσκεται το γνωστό ως κάστρο του Ακτίου ή Πούντα, που άρχιζε να χτίζεται στα τέλη του 18ου αι. από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και ολοκληρώθηκε στις αρχές του επομένου. Το τριγωνικό σχέδιο της κατασκευής του ανήκει στον Αλή, που αποφάσισε την κατασκευή του όταν κατέλαβε την περιοχή της Βόνιτσας με σκοπό να ελέγχει το στενό ώστε να χτυπήσει αργότερα τη Λευκάδα και να την αποσπάσει από τους Βενετούς (1789).
Οι Βενετοί αντέδρασαν στην ανέγερσή του και οι εργασίες προσωρινά σταμάτησαν. Τελικά ο Αλής κατορθώνει να το ολοκληρώσει αργότερα, το 1807, επωφελούμενος από τον πόλεμο των Βενετών με τους Γάλλους. Το φρούριο της Πούντας παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων μέχρι το 1881, χρονιά που αποδόθηκε στην Ελλάδα.
Πηγή. Γ. Μπαρμπαρούσης, Ε. Κουτιβής. Πόλεις και χωριά του Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας. Αθήνα, 2012, σ. 167-168.