Την κατάργηση της διακίνησης «χύμα» τσίπουρου από τους αποσταγματοποιούς διημέρου ως μέτρο πάταξης του λαθρεμπορίου ποτών, περιλαμβάνει η δεύτερη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ για τον ανταγωνισμό που έχει ολοκληρωθεί και παραδόθηκε στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας...
Συγκεκριμένα η πρόταση του Οργανισμού είναι να καταργηθεί η διακίνηση «χύμα» τσίπουρου, ούτως ώστε όποιες ποσότητες δεν είναι τυποποιημένες να κατάσχονται και να περιοριστούν οι μικροί παραγωγοί αποκλειστικά στην κάλυψη των δικών τους αναγκών. Εναλλακτικά προτείνεται να υποχρεωθούν οι μικροί παραγωγοί να εκδίδουν φορολογικά παραστατικά, κάτι που όμως έχει το μειονέκτημα της δυσκολίας στους ελέγχους, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Στη μελέτη του κλάδου των ποτών ο ΟΟΣΑ επικεντρώνεται στην παραγωγή και διακίνηση «χύμα» τσίπουρου και συναφών προϊόντων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ετησίως 17 - 19 εκατ. λίτρα τσίπουρου διακινούνται αφορολόγητα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός.
Το μέγεθος αυτό προκύπτει αν υπολογίσει κανείς την παραγωγή των 67 μεγάλων μονάδων του κλάδου (3 εκατομμύρια λίτρα που φορολογούνται με 12,75 ευρώ ανά λίτρο καθαρής αλκοόλης) και των 30.000 περίπου μικρών αποσταγματοποιών (που δηλώνουν ότι παράγουν 5-7 εκατ. λίτρα και έχουν πολύ μικρότερη φορολογία, 1,33 ευρώ ανά λίτρο αλκοόλης) και συγκρίνει τα μεγέθη αυτά με την συνολική ποσότητα που διακινείται στην αγορά η οποία σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ είναι 24 εκατ. λίτρα.
Συγκεκριμένα η πρόταση του Οργανισμού είναι να καταργηθεί η διακίνηση «χύμα» τσίπουρου, ούτως ώστε όποιες ποσότητες δεν είναι τυποποιημένες να κατάσχονται και να περιοριστούν οι μικροί παραγωγοί αποκλειστικά στην κάλυψη των δικών τους αναγκών. Εναλλακτικά προτείνεται να υποχρεωθούν οι μικροί παραγωγοί να εκδίδουν φορολογικά παραστατικά, κάτι που όμως έχει το μειονέκτημα της δυσκολίας στους ελέγχους, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Στη μελέτη του κλάδου των ποτών ο ΟΟΣΑ επικεντρώνεται στην παραγωγή και διακίνηση «χύμα» τσίπουρου και συναφών προϊόντων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ετησίως 17 - 19 εκατ. λίτρα τσίπουρου διακινούνται αφορολόγητα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός.
Το μέγεθος αυτό προκύπτει αν υπολογίσει κανείς την παραγωγή των 67 μεγάλων μονάδων του κλάδου (3 εκατομμύρια λίτρα που φορολογούνται με 12,75 ευρώ ανά λίτρο καθαρής αλκοόλης) και των 30.000 περίπου μικρών αποσταγματοποιών (που δηλώνουν ότι παράγουν 5-7 εκατ. λίτρα και έχουν πολύ μικρότερη φορολογία, 1,33 ευρώ ανά λίτρο αλκοόλης) και συγκρίνει τα μεγέθη αυτά με την συνολική ποσότητα που διακινείται στην αγορά η οποία σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ είναι 24 εκατ. λίτρα.