Σαν σήμερα, πριν από 40 χρόνια, οριστικοποιήθηκε και επίσημα η πτώση της στρατιωτικοφασιστικής χούντας, το καθεστώς της οποίας είχε αρχίσει να εμφανίζει τις πρώτες μεγάλες «ρωγμές» το 1973, κυρίως μετά την εξέγερση στο Πολυτεχνείο.
Λίγο μετά το μεσημέρι της 23 Ιούλη 1974, ξεκίνησε στα παλιά ανάκτορα μια κρίσιμη σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών με αντικείμενο την ομαλή παράδοση της εξουσίας από τους πρώτους στους δεύτερους, που αποτέλεσε, ουσιαστικά, το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και την επιστροφή της Ελλάδας στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στη σύσκεψη συμμετείχαν- επίσημα οι εξής: Εκ μέρους των πολιτικών, οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος, Σπ. Μαρκεζίνης, Γ. Α. Νόβας, Στ. Στεφανόπουλος, Π. Γαρουφαλιάς, Ξεν. Ζολώτας και Ευάγ. Αβέρωφ και εκ μέρους των στρατιωτικών, οι Φαίδων Γκιζίκης (στρατηγός, πρόεδρος της χουντικής Δημοκρατίας), Γρ. Μπονάνος (στρατηγός και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων), Ανδρ. Γαλατσάνος (αντιστράτηγος και αρχηγός ΓΕΣ), Πέτρος Αραπάκης (αντιναύαρχος και αρχηγός ΓΕΝ) και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο επιτάχυνε τις εξελίξεις για την πτώση της χούντας |
Αν και δεν είναι γνωστό, τι ειπώθηκε σε εκείνη την κρίσιμη σύσκεψη (υποστηρίζεται πως δεν κρατήθηκαν πρακτικά), ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες κάποιων εκ των συμμετασχόντων, που έχουν καταγραφεί σε συγκεκριμένα βιβλία, προκύπτουν τα εξής: Πρώτον, η σύσκεψη απέρριψε το σχηματισμό μικτού κυβερνητικού σχήματος με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας αμιγούς πολιτικής κυβέρνησης. Δεύτερον, υπήρξε κοινή θέση πολιτικών και στρατιωτικών ότι στην πολιτική κυβέρνηση θα μετέχουν μόνο πρόσωπα από το χώρο του κέντρου και της δεξιάς, ενώ θα αποκλείεται η συμμετοχή κομμουνιστών και προσώπων από άλλες πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, εκείνης της εποχής.
Η μεταβίβαση της εξουσίας που έγινε στις 24 Ιούλη του 74 από τους στρατιωτικούς (με επικεφαλής τον ταξίαρχο Ιωαννίδη) στους πολιτικούς (με επικεφαλής της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), δεν ήταν τυχαία.
Η χούντα της 21ης Απριλίου 1967, που επιβλήθηκε με πρόσχημα τον «κομουνιστικό κίνδυνο», στην πραγματικότητα είχε συγκεκριμένη αποστολή για την ολοκλήρωση της οποίας στηρίχτηκε από διάφορα κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας. Για την επικράτηση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας χρειάστηκαν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως:
α) Το γεγονός ότι προϋπήρχε, μακροχρόνια, μια σκληρή κοινοβουλευτική δικτατορία, όπως αυτή θεμελιώθηκε μετά τον εμφύλιο με τους έκτακτους νόμους και τα έκτακτα στρατοδικεία, με το ΚΚΕ εκτός νόμου και τις διώξεις αγωνιστών με βάση το πολιτικό τους φρόνημα.
β) Η ύπαρξη ενός πολιτικού συστήματος με έκτακτα χαρακτηριστικά, το οποίο παρεξέκλινε από τις κλασικές μορφές της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ στην κορυφή του βρισκόταν το παλάτι που ήταν εντελώς ανεξέλεγκτο από τα πολιτικά κόμματα
Το στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967
γ) Η στενή εξάρτηση της χώρας από τον αμερικανικό, κυρίως, ιμπεριαλισμό. Στην επιβολή της δικτατορίας διευκόλυνε αντικειμενικά και το γεγονός ότι η Αριστερά και το ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση να επιβάλλουν άλλες λύσεις ή να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.
Στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας το εργατικό λαϊκό κίνημα ήταν μουδιασμένο από τις μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών. Το αντιδικτατορικό κίνημα άρχισε να γίνεται απειλητικό για τους δικτάτορες και τους κάθε είδους υποστηρικτές τους, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70, όταν ο αγώνας άρχισε να πολιτικοποιείται.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι:
Στο φοιτητικό χώρο, λίγες μέρες μετά τη συγκέντρωση φοιτητών στο Πολυτεχνείο το Φλεβάρη του 1973, ακολουθούν οι καταλήψεις στη Νομική Αθήνας (21 και 22 Φλεβάρη) και το Μάρτη στην Ιατρικής Αθήνας και- ξανά- στη Νομική. Οι κινητοποιήσεις φοιτητών άρχισαν να εξαπλώνονται και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (Πάτρα- Θεσσαλονίκη), με αποκορύφωμα την τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973.
Στο χώρο των εργαζομένων, άρχισαν να πραγματοποιούνται- για πρώτη φορά το 1973- απεργιακές κινητοποιήσεις σε διάφορους κλάδους. Μεταξύ αυτών που τόλμησαν να απεργήσουν ήταν οι τυπογράφοι, οι δημοσιογράφοι, οι τεχνικοί της Ολυμπιακής, οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ και άλλων κλάδων στην Αθήνα καθώς και οι αλιεργάτες της Καβάλας. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν μεγάλα συλλαλητήρια αγροτών που ξεκίνησαν από την Αθήνα (Μέγαρα, Σπάτα, Μενίδι , Σκαραμαγκά κλπ) και επεκτάθηκαν σταδιακά σε αρκετές άλλες περιοχές της Ελλάδας (Τρίκαλα κλπ.).
Το χτύπημα του Πολυτεχνείου και του ΚΚΕ
Η αγωνιστική ανάταση λαού και νεολαίας, έγινε ιδιαίτερα αισθητή στη διάρκεια του ξεσηκωμού στο Πολυτεχνείο, το Νοέμβρη του ΄73. Τότε, έγινε ολοφάνερο ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς οι προσπάθειες σύνδεσης των αιτημάτων του φοιτητικού κινήματος με τα αιτήματα του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Όσοι έζησαν εκείνα τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα και ολόκληρο τον ελληνικό λαό, θα θυμούνται πως το κεντρικό σύνθημα που ακούστηκε αρχικά στο λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», εμπλουτίστηκε στη συνέχεια, με τα πολιτικά συνθήματα- στόχους, όπως «Κάτω η χούντα», «Έξω οι ΗΠΑ και το NATO» κλπ. Η προσθήκη των νέων συνθημάτων, προσέδωσε στο μήνυμα του Πολυτεχνείου και πολιτικά (ανατρεπτικά- αντιαμερικανικά και αντιϊμπεριαλιστικά) χαρακτηριστικά, με τα οποία διευκολύνθηκε η σύνδεση του φοιτητικού κινήματος με το ευρύτερο μαζικό λαϊκό κίνημα. Οι επικεφαλής της χούντας, νοιώθοντας την καρέκλα της εξουσίας τους να τρίζει και επιβεβαιώνοντας πως η κυβέρνηση Μαρκεζίνη ήταν μια δική τους μαριονέτα, έδωσαν εντολή στην αστυνομία να χτυπήσει.
Παρά τη βάρβαρη επίθεση της αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών με γκλόμπς, δακρυγόνα και σφαίρες κλπ. το ηθικό του λαού δεν κάμφθηκε. Μέχρι αργά το βράδυ, οι διαδηλωτές διαλύονταν και μετά από λίγο συγκεντρώνονταν ξανά μπροστά και γύρω από το χώρο του Πολυτεχνείου. Συνεκτιμώντας και τον κίνδυνο ανατροπής του καθεστώτος από την αυξανόμενη λαϊκή συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα, οι επικεφαλής της χούντας αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ένοπλη επέμβαση του στρατού. Έτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοέμβρη 1973 βγήκαν από το Γουδί στους δρόμους τα τανκς και γύρω στις 2 τα ξημερώματα, δόθηκε η διαταγή για την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο.
Προσπαθώντας να παρατείνουν την επιβίωσή τους στην εξουσία και να ανακόψουν την ανοδική πορεία του μαζικού λαϊκού κινήματος, τα όργανα της χούντας- μετά το αιματοκύλισμα του Πολυτεχνείου- προχώρησαν το Φλεβάρη του 1974 σε νέο κύκλο μαζικών συλλήψεων. Από τις 13 Φλεβάρη μέχρι το τέλος Μάρτη 1974, συνελήφθησαν- μόνο στην Αθήνα- εκατοντάδες απλά μέλη και στελέχη των αντιδικτατορικών οργανώσεων του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, της Αντι-ΕΦΕΕ κλπ. Οι συλληφθέντες, σε όλο το διάστημα της κράτησής τους στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και στο στρατόπεδο της ΕΣΑ στο Μπογιάτι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Από το σύνολο των συλληφθέντων, οι 41 ήταν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ (Αμπατιέλος, Γιάννου, Καλούδης, Γόντικας, Κάππος κλπ), που παραπέμφθηκαν να δικαστούν στρατοδικείο, με το φάκελο «Υπόθεση Αμπατιέλου». Η δίκη αυτή δεν έγινε ποτέ, καθώς στις 24 Ιούλη έπεσε η χούντα και στις 26 Ιούλη 1974 απολύθηκαν ή άρχισαν να απολύονται οι φυλακισμένοι αγωνιστές από τις φυλακές Κορυδαλλού και άλλους τόπους κράτησης.
Είκοσι από τους εκατοντάδες συλληφθέντες αγωνιστές για την αντιδικτατορική τους δράση με το ΚΚΕ, την ΚΝΕ και την Αντι-ΕΦΕΕ (με συνεντεύξεις τους που έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο μου με τίτλο «Τα Παιδιά του Φλεβάρη», εκδόσεις Καστανιώτη), περιγράφουν τα βασανιστήρια που υπέστησαν και την τύχη που είχαν οι αγώνες για τα ιδανικά του Πολυτεχνείου, ενώ ταυτόχρονα καταθέτουν τις απόψεις τους για τη δυνατότητα κοινής δράσης των κομμάτων της Αριστεράς.
Η προδοσία της Κύπρου και η «πτώση» της χούντας
Το αποκορύφωμα για την πτώση της χούντας, ήταν το πραξικόπημα στην Κύπρο (στις 15 Ιούλη 1974 ανατράπηκε ο Μακάριος από τον εκλεκτό του Ιωαννίδη Ν. Σαμψών), που άνοιξε το δρόμο για την τουρκική εισβολή (20 Ιούλη) και την κατάληψη του 40% της μεγαλονήσου.
Μετά την προδοσία της Κύπρου, οι ιθύνοντες (σημαντικά στελέχη της δικτατορίας, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες στη χώρα και στις Ηνωμένες Πολιτείες κλπ), άρχισαν να συζητούν πάνω σε σενάρια για τη διάδοχη κατάσταση. Οι διεργασίες κορυφής, είχαν ως κύριο σκοπό να προλάβουν εξελίξεις στη βάση της κοινωνίας καθώς η άρχουσα τάξη, έκρινε πως έπρεπε να γίνει η αλλαγή, πριν η χούντα φτάσει στο σημείο της κατάρρευσης. Το σύνολο των διεργασιών- που διηύθυνε ο αμερικανικός παράγοντας- είχε ως κοινό στόχο να μην εμφανιστεί στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας.
Οι κρίσιμες μέρες
21 Ιούλη 1974: Οι επικεφαλής της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας (ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος με τους αρχηγούς των τριών κλάδων Στρατού Γαλατσάνος, Αεροπορίας Παπανικολάου και Ναυτικού Αραπάκης), αποφάσισαν να αυτονομηθούν από τον Ιωαννίδη (που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ο αρχηγός της χούντας), και να κινηθούν προς την κατεύθυνση πολιτικοποίησης του καθεστώτος.Με βάση τις παραπάνω, παρασκηνιακές διεργασίες, σημειώθηκαν τα εξής γεγονότα:
22 Ιούλη 1974: Οι φήμες περί επικείμενης ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος οργίαζαν. Μια μία από αυτές τις φήμες ανέφερε ότι ο διοικητής του Γ` Σώματος Στρατού στρατηγός Ντάβος, κατεβαίνει- μαζί με θωρακισμένες δυνάμεις- προς την πρωτεύουσα, έχοντας ως στόχο να καταλύσει τη δικτατορία. Επιβεβαιώνοντας τις φήμες, ο ραδιοσταθμός της Κολωνίας «Ντόιτσε Βέλε» και στη συνέχεια, οι ραδιοσταθμοί του Παρισιού και το BBC, μετέδωσαν μια διακήρυξη που αποδόθηκε σε 250 αξιωματικούς του Γ` Σώματος Στρατού. Η διακήρυξη αυτή, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Μαύρη Βίβλος – Χρονικό Κυπριακού Πραξικοπήματος και Πτώσεως Στρατιωτικής Χούντας»,ζητούσε τον τερματισμό της χούντας και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό την προεδρεία του Κ. Καραμανλή.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ προανήγγειλε τη «μεταπολίτευση» δύο μέρες πριν, αποδεικνύοντας το ρόλο των Αμερικανών στις εξελίξεις
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ προανήγγειλε τη «μεταπολίτευση» δύο μέρες πριν, αποδεικνύοντας το ρόλο των Αμερικανών στις εξελίξεις
Την ίδια μέρα, στις 22 Ιούλη- μερικές ώρες πριν την επίσημη μεταβίβαση εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς- οι ιθύνοντες των Ηνωμένων Πολιτειών φρόντισαν να το κάνουν γνωστό σε όλο τον κόσμο, την επερχόμενη πτώση της χούντας, με δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ, που σημείωνε: «Ενδεχομένως αυτή τη στιγμή πραγματοποιείται στην Ελλάδα πολιτική μεταβολή».
23 Ιούλη 1974: Λίγες ώρες πριν δύσει ο ήλιος, μεταδίδεται από στόμα σε στόμα και από παράνους ραδιοφωνικούς σταθμούς ότι έπεσε η χούντα και πως έρχεται από το Παρίσι ο Καραμανλής, προκαλώντας μαζικές συγκεντρώσεις διαδηλωτών στο κέντρο της Αθήνας (Πολυτεχνείο- Ομόνοια- Προπύλαια- Σύνταγμα).
24 Ιούλη 1974: Στις 2 τα χαράματα, ο Κ. Καραμανλής φτάνει στην Ελλάδα με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Ζισκάρ Ντ” Εστέν και λίγες ώρες αργότερα ορκίστηκε πρωθυπουργός.
Όπως προαναφέραμε, πριν από την επιστροφή Καραμανλή στην Ελλάδα, είχε πραγματοποιηθεί- το μεσημέρι της 23ης Ιούλη- η πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη, στην οποία συμφωνήθηκε η παράδοση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Ένας από τους όρους που είχαν θέσει οι στρατιωτικοί στους πολιτικούς, ήταν ότι δεν θα κινηθούν από το επίσημο κράτος οι διαδικασίες για τη δίωξη των πραξικοπηματιών και των συνεργατών τους. Θυμίζουμε ότι οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967 δικάστηκαν μετά από την μήνυση που κατέθεσαν 6 δικηγόροι των Αθηνών για στάση και εσχάτη προδοσία και όχι με πρωτοβουλία του επίσημου κράτους (αυτεπάγγελτη δίωξη από τον Εισαγγελέα ή άλλο κρατικό όργανο)!
Έτσι, με το χαρακτηρισμό του χουντικού πραξικοπήματος ως «στιγμιαίο έγκλημα» δικάστηκαν μόνο οι πρωταίτιοι της 21ης Απριλίου ενώ τη γλύτωσαν οι βασανιστές και όσοι υπηρέτησαν τη χούντα.
Και μερικές «λεπτομέρειες»
Με αφορμή τα 40 χρόνια από την πτώση της χούντας, αξίζει τον κόπο να θυμίσουμε και μερικές «λεπτομέρειες», όπως:
Πρώτον, το χουντικό πραξικόπημα χαρακτηρίστηκε «στιγμιαίο αδίκημα» καθώς οι ιθύνοντες γνώριζαν πως αν οι νομικές διώξεις επεκτείνονταν στην 7χρονη διάρκεια της δικτατορίας θα διαλυόταν ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός της μεταπολίτευσης και πρώτα απ’ όλα οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους που, όμως, ήταν άκρως απαραίτητοι στο σύστημα για την ομαλή μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό.
Δεύτερον, ενώ το βασικό σύνθημα, που κυριαρχούσε τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις ήταν «δώστε τη χούντα στο λαό», η τότε κυβέρνηση «Εθνικής Σωτηρίας» με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή, έκλεισε τα αυτιά της και δεν ικανοποίησε το παλλαϊκό αίτημα για αποχουντοποίησηστη δημόσια Διοίκηση και τους μηχανισμούς τους κράτους (Δικαιοσύνη, Σώματα Ασφαλείας κλπ). Η μη αποχουντοποίηση, αποδείχτηκε ολέθριο λάθος, αν όχι η χειρότερη επιλογή των πολιτικών κομμάτων που μετείχαν στην τότε κυβέρνηση «Εθνικής Σωτηρίας», καθώς αποθράσυνε τους χουντικούς. Ανακουφισμένοι, πλέον, οι συνεργάτες και κάθε είδους νοσταλγοί της χούντας άρχισαν σταδιακά την ανασυγκρότησή τους και από «σταγονίδια» που τους αποκαλούσε ο Αβέρωφ,έγιναν στην πορεία του χρόνου χοντρές σταγόνες βροχής. Το «αυγό του φιδιού», που εκκολαπτόταν επί 40 χρόνια κάτω από την ονομασία διαφόρων οργανώσεων ή κομμάτων- με την ανοχή εκείνων που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα- άρχισε να σκάει. Και τα «φιδάκια» που άρχισαν να βγαίνουν από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και να δείχνουν τα κοφτερά τους δόντια σε εκείνους (κυρίως οικονομικούς μετανάστες) που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στην Ελλάδα, μετατράπηκαν σε «φιδάρες». Οι φιδάρες αυτές, απειλούν τώρα να δαγκώσουν όχι μόνο τους μετανάστες αλλά και όσους εμπόδιζαν τα εγκληματικά σχέδια που προωθούν οι καθοδηγητές των διαφόρων φασιστικών οργανώσεων και κομμάτων, όπως ήταν η ΕΠΕΝ, που στην πορεία άλλαξε ονόματα μέχρι να καταλήξουν στη σημερινή Χρυσή Αυγή.Το τελικό αποτέλεσμα των συγκεκριμένων επιλογών και πολιτικών των κομμάτων που εναλλάχθηκαν στην κυβερνητική εξουσία από το 1974 μέχρι σήμερα, ήταν η είσοδος εκπροσώπων φασιστικών οργανώσεων (όπως της Χρυσής Αυγής), αρχικά στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στη συνέχεια στη Βουλή των Ελλήνων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωβουλή), που επιτρέπει στους βουλευτές της να προπαγανδίζουν προκλητικά τις φασιστικές τους θέσεις και ιδέες.
Τρίτον, η άρχουσα τάξη είχε λάβει όλα τα μέτρα, ώστε να εφαρμοστεί στην πράξη το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν» , που φρόντισε να διακηρύξει από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του στην Ελλάδα ο Κ. Καραμανλής και να επισφραγίσει όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. (Το δόγμα αυτό, έκρινε σκόπιμο να υιοθετήσει μετά από 40 χρόνια- παραμονές των εκλογών του Μάη του 2014- ο Αλέξης Τσίπρας, που ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να ηγηθεί τις επόμενης κυβέρνησης της «Αριστεράς»). Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, παρά το γεγονός ότι ήταν η βασική αιτία της 7χρονης τυραννίας και της κυπριακής τραγωδίας, όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τα δεσμά της εξάρτησης από την ΕΟΚ που αποτελεί τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διχοτόμηση στην Κύπρο είναι πλέον μια ντε φάκτο κατάσταση, που πάει να αναγνωριστεί με τον πιο επίσημο τρόπο και με ελληνική υπογραφή. Η αστική τάξη ισχυροποίησε τη θέση της και οι λαϊκές μάζες συνεχίζουν να ζουν στο καθεστώς της εκμετάλλευσης, της κοινωνικής αδικίας, στο καθεστώς της αβεβαιότητας για το αύριο, σε συνθήκες συνεχούς συρρίκνωσης τω δικαιωμάτων τους.
Τέταρτον, όπως ο ελληνικός λαός κατάφερε να γκρεμίσει (είναι αλήθεια με αγώνες, αίμα και πολλές θυσίες) το αμερικανόδουλο καθεστώς της στρατιωτικοφασιστικής χούντας, έτσι θα καταφέρει- στο μακροχρόνιο πόλεμο των εργαζομένων για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο- να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους του μόχθου και της δουλειάς.
imerodromos