Η μεγάλη κυρία της κωμωδίας που σαγήνευε ως η «ομορφότερη άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου!
Η δημοφιλής ιστορία θέλει τον Νίκο Τσιφόρο να ρωτά κάποια στιγμή τη Γεωργία Βασιλειάδου: «Βρε Γεωργία, το σκέφτηκες να πας να κάνεις πλαστική στο πρόσωπο;», μόνο και μόνο για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «Κι εσύ σκέφτηκες ότι τότε οι κωμωδίες σου θα πήγαιναν στράφι άμα τις έπαιζα;»!
Ο διάλογος αυτός συνοψίζει λίγο πολύ ποια ήταν η ανεπανάληπτη Βασιλειάδου αλλά και τον αντίκτυπο που είχε τόσο στο σινεμά και το θέατρο όσο και τις καρδιές των Ελλήνων.
Η συζήτηση για την ομορφιά και την ασχήμια κατείχε πάντα κεντρική θέση στη ζωή της, αν και ήταν σε όλους σαφές ότι η Βασιλειάδου ήταν πολλά περισσότερα από τη χαρακτηριστική εξωτερική της εμφάνιση, με την οποία συνήθιζε εξάλλου να παίζει και η ίδια. Όταν την ρώτησε, για παράδειγμα, ο Σταμάτης Φιλιπούλης τι θα ήθελε να ήταν αν δεν ήταν αυτή που ήταν, εκείνη απάντησε: «Πάλι ηθοποιός και φυσικά πάλι άσχημη!»
Μεγάλη καρατερίστας και υποκριτικό ταλέντο από τα λίγα, μοιραία τυποποιήθηκε στα χρόνια του ελληνικού εμπορικού σινεμά που έψαχνε έτοιμες και δοκιμασμένες λύσεις. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το περιστατικό που εκτυλίχθηκε στα γραφεία του Φίνου, όταν μετά την επιτυχία που γνώρισε η Βασιλειάδου στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948), ο γεννήτορας του ελληνικού σινεμά την κάλεσε για να της προτείνει συνεργασία. Η Βασιλειάδου εμφανίστηκε λοιπόν στο γραφείο του μεγαλοπαραγωγού καλοντυμένη, αρωματισμένη και περιποιημένη, μόνο για να συγκεντρώσει την καλοπροαίρετη οργή του Φίνου: «Τι είναι αυτά; Θέλεις να χάσεις το ψωμί σου; Εγώ δεν σε θέλω έτσι. Άσχημη σε θέλω!».
Η ιστορία της ζωής της μεγάλης μας ηθοποιού ήταν ένας διαρκής αγώνας για επιβίωση και μια διαχρονική μάχη με τη φτώχεια και την ανέχεια, τόσο τη δική της όσο και των άλλων, για τους οποίους νοιαζόταν η σπουδαία Βασιλειάδου όσο κανείς ίσως άλλος. Η νεαρή και γοητευτική κοπέλα που τραγουδούσε μέτζο σοπράνο στη Λυρική Σκηνή αλλά πήγαινε στο θέατρο με τα τρύπια παπούτσια και το άδειο στομάχι «ανακαλύφθηκε» συμπτωματικά από τη Μαρίκα Κοτοπούλη το 1925: «Εδώ είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω εγώ, να σε βγάλω όξω», της είπε και σύντομα η περσόνα της Βασιλειάδου θα κοσμούσε σανίδι και πανί, με την υποκριτική να την κλέβει τελικά από το κλασικό τραγούδι. Η πορεία της από κει κι έπειτα γνωστή και συνοψίζεται καλύτερα στην κλασική ατάκα του Χατζηχρήστου για κείνη: «Η κωμικιά των κωμικών, ω κωμικιά!»…
Πρώτα χρόνια
Η Γεωργία Αθανασίου γεννιέται την Πρωτοχρονιά του 1893 στα Τουρκοβούνια της αθηναϊκής Κυψέλης, μέσα σε οικογένεια που μαστιζόταν από καταραμένη φτώχεια. Ήταν ένα από τα δέκα παιδιά ενός κατώτερου αξιωματικού του Ιππικού, ο οποίος σκοτώθηκε πρόωρα πέφτοντας από το άλογό του (ήταν 32 ετών). Από κείνη τη μαύρη μέρα η ζωή της Γεωργίας παίρνει άσχημη τροπή, καθώς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη, παιδάκι ακόμα.
Ήδη από τα 7 της χρόνια βοηθούσε τον θείο της στο κορνιζάδικό του και όταν ορφάνεψε στα 11, ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά και το παιχνίδι. Στο επιπλάδικο της Αιόλου πήγαινε μάλιστα με τα πόδια ή καβαλώντας λάθρα τον πίσω προφυλακτήρα του τραμ, καθώς περισσευούμενα για εισιτήρια δεν υπήρχαν. Μοναδική διέξοδος για τη μικρή Γεωργία ήταν το τραγούδι, καθώς η καλή της φωνή ήταν ήδη δημοφιλής στη φτωχογειτονιά. Ήθελε πάντα να γίνει τραγουδίστρια ή θεατρίνα και χαρακτηριστική είναι εδώ η εξομολόγησή της: «Γεννήθηκα 13 ετών, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, όταν πρωτάκουσα για θέατρο από μια συμμαθήτριά μου κι αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό»!
Μέσα στις συνθήκες αυτές ανέχειας και στέρησης, ένα μοιραίο απόγευμα που κίνησε να πάει στη θεία της την έφερε ο δρόμος στην εξώπορτα του θεάτρου «Ολύμπια», όπου στεγαζόταν την εποχή εκείνη η Λυρική Σκηνή. Ο θίασος έκανε πρόβα και τα τραγούδια ακούγονταν ως τον δρόμο. Με το θράσος της έφηβης και την ελπίδα για διέξοδο από τη μιζέρια, η Γεωργία μπουκάρει κυριολεκτικά μέσα και ζητά να δοκιμαστεί! Την άκουσαν, τους άρεσε και έφυγε από τα «Ολύμπια» με τον τίτλο της μαθήτριας του κλασικού τραγουδιού! Ήδη από την τρέχουσα σεζόν του 1922, η Αθανασίου ήταν μέλος της Λυρικής ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι «Ο Ερνάνης».
Με αναπτερωμένο το ηθικό και παρά τις λυσσαλέες αντιξοότητες, αποφασίζει την επόμενη χρονιά να σπουδάσει φωνητική και κλασικό τραγούδι στη Γεννάδιο Σχολή (1923). Σύντομα θα ήταν μέλος στη χορωδία του μελοδράματος και η ελπίδα αρχίζει να αχνοχαράζει στη ζωή της. Η βελούδινη φωνή της γοητευτικής κοπέλας μάγευε τους δασκάλους της, οι οποίοι της υπόσχονταν πιο σοβαρούς ρόλους στη Λυρική. Η οικογένειά της αντέδρασε όμως άσχημα στην απόφασή της και εκτόξευε φοβέρες, αν και η Αθανασίου λέξη δεν άκουγε. Η ζωή ήταν δική της και ήταν έτοιμη να την πάρει στα χέρια της. Για να μην ντροπιάζει τους δικούς της ως θεατρίνα, άλλαξε τότε το επίθετό της από Αθανασίου σε Βασιλειάδου και συνεχίζει να τραγουδά, αν και σχέσεις δεν έχει πια με τη φαμίλια.
Αφού εμφανίστηκε πράγματι σε αρκετές παραστάσεις της Λυρικής, το μικρόβιο της υποκριτικής είχε τρυπώσει για τα καλά μέσα της, κι έτσι πήρε τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει την όπερα για χάρη του θεάτρου. Το έκανε χωρίς να κοιτάξει πια πίσω.
Το πάθος για το θέατρο είχε βέβαια τεράστιο προσωπικό κόστος για την ίδια, καθώς μαστιζόταν από τη φτώχεια και δούλευε τα πρωινά πωλήτρια σε εμπορικό κατάστημα της Αθήνας. Χαρακτηριστικές είναι οι διηγήσεις της ότι τις βροχερές μέρες μόνωνε με χαρτί τα τρύπια παπούτσια της για να μπορεί να μετακινείται, πάντα με τα πόδια…
Η Βασιλειάδου θεατρίνα
Η Γεωργία Βασιλειάδου ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι στην παράσταση «Κυρία με τις καμέλιες» ερμηνεύοντας τον ρόλο της υπηρέτριας. Το άπλετο ταλέντο της έγινε αμέσως φανερό και ήδη από την επόμενη χρονιά ήταν μέλος του θιάσου της Κυβέλης! Αφού έκανε και το ντεμπούτο της στην επιθεώρηση με μεγάλη επιτυχία, έλαβε χώρα η συνάντηση που θα της άλλαζε τη ζωή: την είδε στο σανίδι η σπουδαία Μαρίκα Κοτοπούλη και θέλησε να την κλέψει από την αιώνια αντίζηλό της!
Αφού την προσέγγισε και τη συγχάρηκε για την ερμηνεία της, ήδη από την επόμενη κιόλας μέρα την περιέλαβε στον θίασό της. Η Βασιλειάδου θα μείνει στην ομπρέλα της Κοτοπούλη ως το 1932, συμμετέχοντας σε όλες τις παραστάσεις και μετρώντας περισσότερες από εκατό διανομές του θιάσου. Η νεαρή Βασιλειάδου ήταν τώρα ο άλλος εαυτός της μεγάλης πρωταγωνίστριας και η προστατευόμενή της, κατακτώντας την εμπιστοσύνη, τη φιλία και τη στήριξη της Κοτοπούλη. Το 1932, η Βασιλειάδου μεταπηδά στον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και γνωρίζει και πάλι επιτυχίες, βλέποντας την καριέρα της να έχει μπει για τα καλά στο αυλάκι.
Το 1935 όμως, έγκυος στη μοναχοκόρη της Φωτεινή και με τον γάμο της με έναν έμπορο (από το 1930) ήδη διαλυμένο, παίρνει την πικρή απόφαση να εγκαταλείψει το σανίδι για να αφοσιωθεί στη μητρότητα (το 1945 ξαναπαντρεύτηκε, αλλά αργότερα ο άντρας της κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων). Κι έτσι αφού απέρριψε την πρόταση της Κοτοπούλη για εκτεταμένη περιοδεία στην Αμερική, είδε κατόπιν το Εθνικό Θέατρο να της κλείνει παγερά την πόρτα καθώς οι ιθύνοντες δεν ενέκριναν το γεγονός πως μεγάλωνε μόνη το παιδί της! Ήταν το γεγονός που την εξόργισε και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι…
Η δυναμική επιστροφή και τα χρόνια του σινεμά
Αηδιασμένη από τη θεατρική κοινότητα, η Βασιλειάδου εμμένει στην απόφασή της να παραμείνει μακριά από τον χώρο του θεάματος και αυτό θα ήταν πιθανότατα το τέλος της καριέρας της αν δεν ερχόταν από σπόντα στη ζωή της δύο άνθρωποι, δυο άνθρωποι που θα άλλαζαν εξολοκλήρου τη μοίρα της ηθοποιού. Ο πρώτος ήταν η Σοφία Βέμπο! Αυτή ήταν που θα την έπειθε να επιστρέψει στο σανίδι, έπειτα από 4 χρόνια απουσίας, καθώς η ηθοποιός και η τραγουδίστρια συνδέονταν με βαθιά φιλία εδώ και πολλά χρόνια.
Ο δεύτερος ήταν ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος! Αναζητώντας μια λαϊκή γυναικεία φιγούρα για τον ρόλο της κουτσομπόλας στο έργο του «Τα κορίτσια της παντρειάς», που επρόκειτο να ανέβει στο θέατρο «Ιντεάλ» το 1939, ο Σακελλάριος τα έχασε μόλις την είδε και της έκανε επιτόπου την πρόταση μέσα στον καφενέ και στέκι των ηθοποιών «Στέμμα». Η ίδια βέβαια ούτε να ακούσει δεν ήθελε, άκου να παίξει την κουτσομπόλα της γειτονιάς! Κι όμως, είπε τελικά το «ναι», κέρδισε αμέσως το κοινό και η καριέρα της ξανάρχισε λες και δεν είχε ποτέ σταματήσει.
Η περίοδος της δεύτερης αυτής πορείας της στην ελληνική showbiz στέφθηκε από ανεπανάληπτες επιτυχίες, από τις οποίες θα ξεπηδήσει η Βασιλειάδου ως κοσμαγάπητη κωμικός αλλά και η «ομορφότερη άσχημη» του ελληνικού σινεμά. Τώρα ήταν η ώρα των μεγάλων θεατρικών και κινηματογραφικών επιτυχιών. Αν και η Βασιλειάδου είχε κάνει δειλά δειλά το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1930 («Για την αγάπη μας»), το ευρύ κοινό δεν θα τη γνώριζε παρά χρόνια αργότερα και σε ρόλους που έχουν μείνει κλασικοί.
Ταυτοχρόνως, στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο του ’40 ψυχαγωγούσε τους φαντάρους στο μέτωπο και κατόπιν, στα χρόνια της Κατοχής, έκρυβε Άγγλους στο υπόγειο του σπιτιού της βοηθώντας την Αντίσταση. Φτωχή μέχρι δακρύων, περιφερόταν ακόμα και ξυπόλητη, καθώς τα λιγοστά που έβγαζε από τον μισθό της θεατρίνας τα έδινε στα συσσίτια για τους άνεργους ηθοποιούς που έφτιαξε από το υστέρημά της.
Προστατευόμενη της Βέμπο, συνέχισε τις εμφανίσεις της στο θέατρο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στεκόμενη στο πλευρό των αδυνάτων παρά την τραγική οικονομική της κατάσταση. Με τη Βέμπο οργάνωσαν συσσίτιο για τους άπορους ηθοποιούς (στον κινηματογράφο «Ριάλτο» της Κυψέλης) και οι δύο μεγάλες κυρίες μαγείρευαν καθημερινά φασολάδα και τη μοίραζαν στους πεινασμένους . Αν και οι φιλανθρωπίες της Βασιλειάδου δεν σταματούσαν εκεί, καθώς όταν είχε δυο δεκάρες στην τσέπη μαγείρευε στο σπίτι της και μοίραζε το φαγητό στα υποσιτισμένα παιδιά της γειτονιάς : «Εγώ δίνω κι ο Θεός μου τα δίνει απ’ αλλού», συνήθιζε να λέει. Πέρα από τις εμφανίσεις στον Στρατό για την εμψύχωση του ηθικού των φαντάρων, η μεγάλη μας κωμικός επισκεπτόταν ανελλιπώς και τις κλινικές όπου νοσηλεύονταν οι τραυματίες.
Μετά τον πόλεμο, θα έρχονταν οι μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες που θα την καθιέρωναν πια σε όλη την Ελλάδα. Η αρχή έγινε με την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου» (1946), αν και θα ήταν στην επόμενη «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1948) που θα αποκτούσε η Βασιλειάδου καθολική αναγνώριση και θα εγκαθιδρυόταν στα θεατρικά και κινηματογραφικά πράγματα της χώρας, καθώς ο Σακελλάριος έπινε πια νερό στο όνομά της.
Οι κορυφαίες επιτυχίες της θα έρχονταν βέβαια στη δεκαετία του 1950, όταν η πενηντάρα πια Βασιλειάδου ξεκίνησε την περίφημη συνεργασία της με τον Φίνο. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, οι ρόλοι πέφτουν βροχή και η Βασιλειάδου είναι από τις πιο περιζήτητες καρατερίστες της μεγάλης οθόνης!
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την «Ωραία των Αθηνών» (1954), που της κόλλησε τη γλυκιά ρετσινιά της άσχημης του σινεμά, την «Καφετζού», τη «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), την «Κυρά μας τη μαμή», τον «Θησαυρό του μακαρίτη» (1959), την «Κυρία δημαρχίνα», τον «Κλέαρχο, τη Μαρίνα και τον κοντό», τους «Γαμπρούς της ευτυχίας»; Η Βασιλειάδου έπαιξε σε 49 ταινίες, 14 από τις οποίες για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ.
Το 1961 η Βασιλειάδου, ο Αυλωνίτης και ο Ρίζος συγκρότησαν τον δικό τους θίασο και περιόδευσαν σε Ελλάδα και Γερμανία. Παρά το γεγονός ότι είχε πια όλο τον κόσμο στα πόδια της, αποφάσισε μια ωραία πρωία πως η ώρα είχε έρθει να αποχωρήσει από το σανίδι και το πανί.
Επέστρεψε βέβαια το 1975 στην τηλεόραση πια, στη σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», και την επόμενη χρονιά ανέβηκε για τελευταία φορά στο σανίδι, αν και πλέον ήταν αρκετά καταβεβλημένη για να συνεχίσει και την επόμενη σεζόν.
«Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα», είπε η μεγάλη μας κωμικός για την απόφασή της να αποσυρθεί οριστικά από τον χώρο του θεάματος. Και πράγματι έτσι έφυγε στις 12 Φεβρουαρίου 1980 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ως η πιο όμορφη «άσχημη» του ελληνικού σινεμά και παράδειγμα τρανό πως το ταλέντο ποτέ δεν χάνεται…
Απο τη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr