Απο το Αρχείο μας
Φωτό Αρχείου μας: Γ. Νταλαμάγκας, Γ. Παπακωνσταντής, Ηλ. Νταλαμάγκας, Σπ. Παπακωνσταντής και Β.Νταλαμάγκας . |
Το λεξιλόγιο των κατοίκων της Κατούνας και γενικότερα της περιοχής του Ξηρομέρου είναι εμπλουτισμένο από πλήθος γεωργικών και κτηνοτροφικών ξεχωριστών ιδιωματικών εκφράσεων, από τους τσελιγκάδες που έφερναν τα γιδοπροβατά τους και ξεχείμαζαν στο πλούσιο σε βλάστηση Ξηρόμερο.
Επίσης επιρροή στην διαμόρφωση του λεξιλογίου άσκησαν τα προεπαναστατικά χρόνια οι Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά με την αναγκαστική συμβίωση των κατοίκων μας. Πολλές λέξεις ιδίως τοποθεσίες είναι σλάβικες και φράγκικες(ενετικές –ιταλικές. Μερικές ακόμα λέξεις μας είναι επηρεασμένες από τα γειτονικά Εφτάνησα. Τα λεγόμενα καραγκούνικα χωριά δεν επηρέασαν το λεξιλόγιο μας .Οι περισσότερες λέξεις μας όμως έρχονται από τα βάθη των αιώνων έχουν δηλαδή τις ρίζες τους στην αρχαία Ελληνική γλώσσα.
Η σπουδαιότερη διαφορά στο λεξιλόγιο της Κατούνας από άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι η αφαίρεση και η πρόσθεση μερικών συμφώνων και φωνηέντων που γίνονται για πρακτικούς λόγους και έχουν την δυσκολία στο γράψιμο.
Μέρα με τη μέρα και ιδίως στην νεότερη γενιά μας αρχίζουν σιγά - σιγά να σβήνουν αυτές οι λέξεις παρόλο που υπάρχουν και στα δημοτικά μας τραγούδια.
Έχουμε χρέος όλοι μας να προστατέψουμε και να διατηρήσουμε την γλώσσα μας
από την εισβολή της ξενόφερτης ομιλία που πολιορκεί καθημερινά την νεολαία μας.
Παρακάτω αναφέρουμε αυτόν τον γλωσσικό μας ιδιωματισμό που έχουν και τα γύρω χωριά του Ξηρομέρου αλλά έχουμε ξεχωρίσει και λέξεις που λέγονται περισσότερο στην Κατουνα.
Ααβάκα= μαζί
αβάντα= υποστήριξη
αβάσκαμα= μάτιασμα
αβασκαντήρα= το φυλαχτό κατά της βασκανίας
αβδέλλα= βδέλλα
αβερταριά= άπλα, η πλήρης ελευθερία χώρου
αγάντα = αδιάκοπα
αγγειό = δοχείο
αγγόνα και αγγουνή = εγγονή
αγκαθός = η γωνία του ψωμιού
αγκαστρωμένη = έγκυος
αγκλέουρας = η βαρυστομαχιά
αγκλιδέρα = ξύλινο μικρό άγκυστρο
αγκλίτσα = η γκλίτσα των ποιμένων
αγκλιτσόξυλο = το ξύλοστο οποίο στερεώνεται η σκαλισμένη κεφαλή της γκλίτσας
αγκουσεύω = λαχανιάζω
αγκυλώνομαι = τσιμπιέμαι από αγκάθι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο
αγκωνή = η γωνία αντικειμένου, όπως του ψωμιού και της πίτας.
αζαπίτης = ο αγροζημιωτής, αυτός που αρπάζει ό,τι βρει.
ακαζάντγος = αυτός που δεν πλούτισε στην ξενιτιά
ακόνι = μικρή πέτρα για το ακόνισμα
ακράτ(η)γος = ασυγκράτητος
(α)λαιμαργιά = το δερμάτινο περιλαίμιο υποζυγίου
αλαίμαργος = λαίμαργος
αλάρωτος = ο σκασμένος στο κλάμα
αλαταριά = το μέρος όπου ταίζουν αλάτι τα γιδοπρόβατα
αλαφιάζομαι = ξαφνιάζομαι, τρομάζω
αλειτρούητος και αλειτούργος = αυτός που δεν εκκλησιάζεται
αλιά = αλίμονο
αλλαξομουτσουνιάζω = = δυσανασχετώ
αλλούθε = αλλού
αλ-μπετ = παρ’όλα αυτά
αλυχτάω = απειλώ ακίνδυνα
αμάκα = δωρεάν
αμαλαιά = τμήμα λιβαδιού με πλούσιο χορτάρι
αμασκάλη = μασχάλη
αμ(ε)δά = βεβαίως
άμπλα-ούμπλας = αυτός που μιλάει ασυνάρτητα, σαχλά
αμπολάω = ελευθερώνω
αμπούρα = η θαμπούρα από πυκνούς καπνούς
αναβόλα = η ανόργωτη άκρη του χωραφιού
αναγλίτσα = το γλιστερό από υγρασία μέρος του εδάφους
αναδεχτός = το βαφτιστήρι
ανάκ(α)ρα = στοιχειώδης δύναμη, αντοχή, κουράγιο
ανακόλλι = έμπλαστρο
αναμεράω = 1) μεριάζω , 2)κλέβω επιτήδεια
αναφανταλιά = το σάστισμα
ανεσύφταγος = ο παραπονεμένος
ανημπόρια = αδιαθεσία
ανταριάζω = γεμίζω αντάρα, σκοτεινιάζω
αντέτ(ι) = η συνήθεια
άντζα = κνήμη
αντικιαστά = κατ’εκτίμηση
αντισταύρι = ο σατανάς
αντιστύλι = υποστήριγμα
αντράκλα = το χόρτο γλιστρίδα
αξαίνω = μεγαλώνω
άπατα = το πολύ βαθύ μέρος της λίμνης ή της θάλασσας
απεκεί = από κει
απ(ι)διά = αχλαδιά
απίκου = είμαι σε κατάσταση ετοιμότητας
απίστομα = το πίσω μέρος λόφου
απ(ι)στομάω = 1) αναποδογυρίζω 2)φονεύω και αφήνω το πτώμα σε απόμερο σημείο
απλάδι = κλινοσκέπασμα από προβατίσιο μαλλί
απογοητεμάρα = η απογοήτευση
αποκολωμένη = η αρνητική απάντηση
αποκόντριος = ιδιόρρυθμος
απομαζώνω = συλλέγω τα υπόλοιπα του καρπού
απόμπηξη = το αιχμηρό ξύλο
απορρίχνω = αποβάλλω
απόσκι = 1) το σκιερό μέρος 2) ο ίσκιος στο τέλος του δειλινού
αποτέτοιος = εκείνος που λησμονούμε ή προσποιούμαστε πως αγνοούμε το όνομά του, με σκοπό να τον μειώσουμε
απούθε = από πού
αρδελεύω = δέρνω αλύπητα
αρμάθα = στην καπνοκαλλιέργεια, φύλλα καπνού περασμένα σε σπάγγο
αρμεξιά = η κάθε πίεση του μασταριού στο άρμεγμα
αρνάδα = το θηλυκό αρνί
αρούπωτος = ο αχόρταγος
ασαλά(γ)ητος = αυτός που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό
ασίφταγος = ανήσυχος
ασμπωξιά = σπρωξιά
αστοχάω = ξεχνώ
αφαλίζομαι = βρίσκομαι σε κατάσταση εκτός εαυτού και λέω άσχημα πράγματα
άχτι = ο ψυχικός πνιγμός, ο πόθος εκδίκησης …….
Συνεχίζεται