Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Παιδικές αναμνήσεις 1940 -1945. Ο Αι-Νικόλας στον Αμαδαρό του Γιώργου Μπελεσιώτη

Όσο μεγαλώναμε, τόσο μεγάλωνε και η ακτίνα των δραστηριοτήτων μας.

Με κρεμασμένη τη σφεντόνα στο λαιμό και τη λαστιχέρα στην κωλότσεπη, τραβάγαμε για παραπέρα.
Η Λαστιχέρα ήτανε μια ξύλινη φούρκα με δυο λάστιχα από γερμανική σαμπρέλα κι ένα κομμάτι βακέτα απ το ταμπάκικο του Ιορδάνη.
Το βυρσοδεψείο αυτό ήταν εκεί πέρα στο τελευταίο σπιτόπουλο.
Απ έξω είχε μια βρύση στον τοίχο και μια μεγάλη πέτρινη σκαφίδα, που μέσα της βάζανε γαϊδουροτόμαρα και γιδοτόμαρα μαζί -ανακατεμένα με βαλανίδια και σκυλίσια σκατά- και βρομοκόπαγε ο τόπος.
Απ τα πρώτα βγάζανε το σεβρό κι απ τα γίδοτόμαρα τη βακέτα.
Τα πυρομαχικά για τις λαστιχέρες μας τα παίρναμε από ένα τεράστιο πλάτανο, που ήταν στην αυλή του Λεωνίδα του Καραγκούνη.
Από πάνω ήταν κούφιος και μέσα του ανακαλύψαμε χιλιάδες σφαιρίδια απ την εποχή της επανάστασης του 1821.
Δραμιάρες λέγαμε αυτά τα μολυβένια σφαιρίδια και ήταν οι σφαίρες για το κυνήγι μας.
Καθόμασταν κάτω απ τη στέγη του σπιτιού κι έτσι και τόλμαγε σπίνος να βγάλει κεφάλι απ το κεραμίδι, τον είχαμε στα πόδια μας.
Οι σφεντόνες ήταν το βαρύ πυροβολικό, που χρησιμοποιούσαν στα παλιότερα χρόνια και οι προ παππούδες μας.
Δεν γινόταν εκστρατεία και μάχη στα αρχαία χρόνια, χωρίς να είναι στην πρώτη γραμμή Ακαρνάνες σφεντονιστές.
Τη σφεντόνα την έπλεκε με καλό γνέμα και πολύ μεράκι η γιαγιά. Έπλεκε στη αρχή ένα μέτρο κορδόνι, στη συνέχεια μια χούφτα για να μπαίνει μέσα η πέτρα και τέλειωνε πάλι με ένα μέτρο κορδόνι.
Τη ζύγιαζες στο χέρι, την έφερνες βόλτα στον αέρα κι όταν βόγκαγε, αμολάγες τη μια της άκρη.
Με μια στουμπιά βάραγες κατακούτελα γελάδα στα τριάντα μέτρα και την ξάπλωνες στο χώμα.
Στο σημάδι με τη σφεντόνα είμαστε άριστοι και εφοδιασμένοι με τέτοια όπλα, νοιώθαμε ατρόμητοι.
Επτά οκτώ χρονών παιδιά και δεν ξέραμε τι είναι φόβος.
Ο πόλεμος η πείνα και ο αγώνας για την επιβίωση, μας είχε αγριέψει.
Δε μας περιόριζαν ούτε Γερμανοί ούτε και οι γονείς μας.
Τώρα φτάναμε και μέχρι το στεφάνι του Άι-Νικόλα στον Αμαδαρό.
Το λέμε στεφάνι, γιατί πανύψηλα βράχια στεφανώνουν το εκκλησάκι αυτό, που είναι μέσα σε σπηλιά και κρεμασμένο σε γκρεμό.
Μπαίναμε μέσα, κι αφού φιλάγαμε όλα τα εικονίσματα στη σειρά, αρχίζαμε τις διαολιές. Βαράγαμε ότι περπάταγε στη γη κι ότι πετούσε στα ψηλά.
Στη γιορτή του Άι-Νικόλα σαν σήμερα -στις 10 του Μάη- ανεβαίναμε με μεγάλη δυσκολία, γιατί καθώς ήμασταν φορτωμένοι με τις εικόνες και τα λιβανιστήρια, έπρεπε αγκομαχώντας να βγάλουμε -αγκαλιά μ αυτά- και τη μεγάλη ανηφόρα.
Δεν λείπαμε ποτέ απ τις τελετές αυτές, γιατί με τις επισκέψεις μας στα γύρω ερημοκλήσια, γνωρίζαμε καλύτερα τα πέριξ της Βόνιτσας.
Δίπλα στη σπηλιά αυτή που είναι το εκκλησάκι του Άι-Νικόλα, είναι κι άλλες δύο μικρότερες σπηλιές. Στη δεύτερη κατοικούσε ο Μουρλονιόνιος και στην τρίτη φώλιαζαν αγριοπούλια, αγριοπερίστερα και στο βάθος νυχτερίδες.
Ολόγυρα ο τόπος κρατούσε πολλά πετούμενα και ζωντανά.
Ο Μουρλονιόνιος ήταν ένα μικρόσωμο άκακο ανθρωπάκι των σπηλαίων, αγνώστου καταγωγής.
Τον θυμάμαι ντυμένο με μια αρνίσια προβιά.
Ήταν γύρω στα τριανταπέντε, ξυπόλυτος και με τα πόδια στραβά και κατάμαυρα απ την απλυσά.
Μας χάζευε από μακρυά καθώς παίζαμε κι όλο γελούσε.
Τον πλησιάζαμε καμιά φορά παίζοντας, αλλά ποτέ δεν άκουσα τη φωνή του.
Δε θυμάμαι να είχε γένια και μάλλον θα ήταν σπανός.
Ανεβαίναμε και στον απέναντι βράχο της σπηλιάς που κατοικούσε και βλέπαμε μέσα της, που ήταν στρωμένη με προβιές.
Στη Βόνιτσα κατέβαινε τακτικά, ζεμένος με μια ζαλίκα ξύλα κι έφευγε κρατώντας παραμάσχαλα ένα καρβέλι ψωμί.
Δεν ξέρω που έδινε τα ξύλα, γιατί όλα σχεδόν τα σπίτια της Βόνιτσας είχαν το καθένα του και το δικό του φούρνο.
Ήτανε φοβερός στο τρέξιμο.
Έφευγε απ τους Αγιαποστόλους και μέχρι να κατακάτσει ο μπουχός, ήτανε στο Ριζό. Ένα χιλιόμετρο πέρα.
Έτρεχε περίεργα και μεις τα μικρά προσπαθούσαμε να μιμηθούμε το τρέξιμό του. Το αριστερό του πόδι χτύπαγε το δεξί του κωλομέρι και το δεξί το αριστερό.
Τον έβλεπες να περνάει σφαίρα μπροστά σου και νόμιζες πως είναι καβάλα σε ρόδα ποδηλάτου.
Δεν ξέρω πιο ήταν το τέλος του.
Με ξεραμένο τον καταπιόνα μας και ζεμένοι με αρμαθιές πουλιών, κατεβαίναμε τώρα στα ριζά του βουνού, να σβήσουμε τη δίψα μας στην πηγή της Άννα - Ήρας.
Η πηγή αυτή ήταν σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και το νερό που έβγαινε μέσα απ τα βράχια της, ήταν γλυφό.
Το πίναμε αναγκαστικά, γιατί η βρύση της Μπούχαλης ήταν μακρυά και οι άλλες δυο που ξεχείλιζαν στους πρόποδες του βουνού ήταν παρά πέρα και σε αντίθετη θέση, απ τη δική μας διαδρομή.
Η μια ήταν στα πλατάνια της Παναγιάς, και η άλλη παραπέρα, στο κονάκι του Νάκα.
Αυτές τις δυο βρύσες θα σας τις ιστορήσω στο τέλος της αφήγησής μου, γιατί έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Κουρασμένα και ταλαιπωρημένα καθώς ήμασταν, γυρίζαμε το βράδυ στο σπίτι -μόνο για ύπνο- και πέφταμε ξερά.

google page rank