Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στα Ελευσίνια μυστήρια και το αναφέρει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομο, σαν ένα ειδωλολατρικό κατάλοιπο.
Για μας οι τρεις πρώτες μέρες του μήνα, ήταν οι μέρες της γριάς.
Ο μήνας αυτός έχει τις περισσότερες καιρικές μεταβολές και γι αυτό και λέγαμε, πως τρεις φορές χιόνισε και πάλι το μετάνιωσε.
Ο ήλιος το μήνα αυτό είναι πολύ καυτερός και οι μανάδες που είχαν κοπέλες της παντρειάς, δεν τις άφηναν να τις δει ο ήλιος του Μαρτιού για να μη τις μαυρίσει και να τις παραδώσουνε στο γαμπρό άσπρες και αφράτες.
Εμείς τα μικρά την πρώτη μέρα του μήνα στρίβαμε άσπρη και κόκκινη κλωστή και τη βάζαμε βραχιόλι στον καρπό του χεριού και κολιέ στο λαιμό μας, για να μη μας -πιάσει- ο ήλιος.
Βέβαια όλα τα μικρά ήμασταν κατάμαυρα, καθώς γυρίζαμε όλημερίς στα κήπια και τη θάλασσα.
Ήταν όμως παράδοση να κρεμάσουμε τη μέρα αυτή τον Μάρτη στο λαιμό μας, γιατί πέρα από ξόρκι για το μαύρισμα ήταν και μαντικός.
Καθώς ήταν κρεμασμένος στο λαιμό, το χέρι μας πήγαινε ασυναί-σθητα πάνω του. Τον τεντώναμε με το δάχτυλο και τον αφήναμε με δύναμη, κρατώντας τη γλώσσα μας κρεμασμένη έξω. Αν ο Μάρτης σκάλωνε στη γλώσσα, σίγουρα θα τρώγαμε αρνί το Πάσχα.
Όσο οι μέρες πλησίαζαν προς το Πάσχα, τόσο και πιο πολύ ρωτάγαμε το Μάρτη μας να μας πει την αλήθεια και να μας μαρτυρήσει αν θα φάμε το αρνί, γιατί κρέας είχαμε να μαντέψουμε απ τα Χριστούγεννα.
Τα σάλια απ την αναμονή του αρνιού που θα τρώγαμε, τρέχανε κάθε μέρα και πιο πολλά -μουσκεύοντάς τον- μέχρι που στο τέλος κοβόταν.
Τον κρεμάγαμε τότε στα παλιούρια για να τον πάρουν τα
χελιδόνια που φτάνανε σε λίγο και μ αυτόν ν αρχίσουν, το χτίσιμο της φωλιάς.
Πολλές φορές τον βάζαμε και στα εικονίσματα -μέχρι τον Μάη μήνα- για να τον πλέξουμε στο μαγιάτικο στεφάνι ή τον καίγαμε στη φλόγα της αναστάσιμης λαμπάδας, αν το Πάσχα έπεφτε πρώιμα.
Oι μέρες του Πάσχα που φτάνανε σε λίγο, ήταν για μικρούς και μεγάλους η μεγαλύτερη χαρά της χρονιάς και τούτες τις μέρες τις περιμέναμε όλοι με μεγάλη ανυπομονησία.
Η μεγάλη βδομάδα με τις φωτιές, τις αγραπνιές και τους πετροπόλεμους ήταν μπροστά μας και από μέρες ετοιμάζαμε όλα τα απαρετητα σύνεργα, για τις μάχες που θα δίναμε σε λίγο.
Γυαλίζαμε τα ξυλοκούμπουρα, βάζαμε μπαρούτη σε σωλήνες, κάλυκες και χαλκούνια και ψάχναμε για τζόρες γερές .
Τις μάχες τις δίναμε τα βράδια της Μεγάλης βδομάδας στα σύνορα της Μπούχαλης με το Παζάρι.