Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Μανάδες, Θειάδες, Συγχωριανές …

Μικρές και μεγάλες ηρωίδες των παιδικών μας χρόνων. Γνώριμες φιγούρες, αγαπημένες μορφές. Γυναίκες βασανισμένες και πρόωρα γερασμένες… Τα χρόνια πέρασαν, κάποιες δεν υπάρχουν σήμερα στη ζωή, είναι όμως αρκετή μια παλιά φωτογραφία για να γυρίσει το χρόνο πίσω.
Στη φωτογραφία εικονίζονται 1η σειρά από αριστερά: Σπυριδοάλα Σάντα -Κατωπόδη (Δμούτση), Αφέντα Ρεκατσίνα -Σάντα, Μέλπω χαράλαμπου Κούρτη, Ερμιόνη Μεσσήνη του Κωνσταντίνου σύζυγος Νίκου Ράπτη από την Εξάνθεια, του λεγόμενου Ξαθείτη, Γιάννα Σάντα- Αραβανή (Μολταζά).2η σειρά από αριστερά: Γεωργούλα Κούρτη συζ, Κων/νου Κάτσενου, Αναστασούλα Στραγαλινού του Ζώη.
“Η γυναίκα εκείνη την εποχή ήταν φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού. Προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να τα φέρει βόλτα. Όλα μετρημένα και λιγοστά. Δουλειά από νύχτα σε νύχτα. Να συγυρίσει, να προφτάσει το ζύμωμα, τη μπουγάδα, το ράψιμο, το μπάλωμα. Να βρει καιρό για αργαλειό, πλέξιμο, γνέσιμο και ένα σωρό άλλες δουλειές.

Οι γυναίκες δούλευαν διπλή βάρδια μέσα και έξω από το σπίτι. Όταν δεν δούλευαν στα χωράφια έκαναν τις δουλειές του σπιτιού, το σιγύρισμα, το σκύψιμο πάνω στο σκαφίδι -ζύμωναν συνήθως μια φορά την εβδομάδα- το πλύσιμο…
Να ρίχνει φαί στις κότες και στις κατσίκες. Να χορτάσει όλα εκείνα τα παιδιά, που σπάνια ήταν λίγα, μοιράζοντας ότι είχε ίσα και δίκαια για να μην αδικήσει κανένα. Να τα ντύσει, να τα ποδίσει, πλέκοντας η μπαλώνοντας ρούχα, να μη φαίνονται οι φτέρνες και οι αγκώνες και να ξενυχτάει στο προσκέφαλό τους όταν αρρώσταιναν, χωρίς γιατρό και φάρμακα.
Όλα αυτά τα οικογενειακά βάρη και οι φροντίδες που έπεφταν στις πλάτες της, η ανέχεια που δεν την άφηνε να εξασφαλίσει στα παιδιά της με άνεση ένα πιάτο καλό φαΐ και ζεστά ρούχα, τη γερνούσαν παράκαιρα.
Κουβαλούσαν νερό από τη βρύση. Για σαπουνάδα χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (αλισίβα). 
Χρησιμοποιούσαν ξύλινους κόπανους….
Οι νύχτες ατέλειωτες και παγωμένες. Συγκεντρωμένη η οικογένεια στο μοναδικό δωμάτιο που ζεσταινόταν, οι γυναίκες έπλεκαν ή μπάλωναν.. Το «λαμπόγιαλο» το μόνο μέσο φωτισμού εκείνο τον καιρό, αγωνιζόταν να φωτίσει το δωμάτιο. Στη «γωνιά» έκαιγε η φωτιά κι η κατσαρόλα στην πυροστιά ετοίμαζε το φαί.. Από το τζάκι η περισσότερη ζέστη έφευγε έξω. Μετά το φαγητό όλοι ζάρωναν κοντά στη φωτιά. Ο φωτισμός λιγοστός, η ζέστη μέτρια. Μόνο ο αερισμός ήταν τέλειος. Από όλες τις χαραμάδες έμπαινε αέρας και κρύο. …”
Το κείμενο δανειστήκαμε από το: syllogosvrouvianon.gr
aromalefkadas
google page rank