
Η σχέση του κτηρίου με τη μονή δεν προκύπτει ξεκάθαρα, καθώς οι σχετικές γραπτές πηγές είναι ελάχιστες. Πρόκειται, ωστόσο, για κτήριο βοηθητικής χρήσης, το οποίο εξυπηρετούσε την καθημερινότητα των μοναχών σε περίοδο ειρήνης αλλά τους προστάτευε και από επιδρομές.
Η εγκατάλειψη του κτηρίου δεν είναι δυνατό να τοποθετηθεί χρονικά. Πιθανώς αυτό να συνέβη όταν το μοναστήρι έπαψε να λειτουργεί ή ίσως και λίγο νωρίτερα, όταν αυτό είχε ήδη εισέλθει σε φάση παρακμής . Πάντως είναι απολύτως βέβαιο ότι το 1913 ήταν ήδη ερειπωμένο, καθώς στις φωτογραφίες του Βέλγου περιηγητή και φωτογράφου Frederic Boissonas αποτυπώνεται χωρίς στέγη και κουφώματα (εικ.8).
Το χτισμένο πάνω στην ελληνιστική τοιχοποιία καθολικό της μονής, ωστόσο, συνέχισε να λειτουργεί ως κοιμητηριακός ναός του οικισμού του Μεσοποτάμου έως το 1958 (Κείμενο της Χρυσάνθης Ιωακειμίδου, Διπλ. Αρχιτέκτονας Μηχανικός- Α.Π.Θ και της Καλλιόπης Κουτσοτόλη,
Διπλ. Πολιτικός Μηχανικός -Ε.Μ.Π. από την εργασία τους : Εργασίες αποκατάστασης οχυρής μεταβυζαντινής οικίας στον αρχαιολογικό χώρο του «Νεκρομαντείου». Το κτήριο της «Κούλιας».
*Πάνω σε όλα αυτά πρέπει να σημειωθεί, πώς ο ευρύτερος κάμπος γύρω απο το Νεκρομαντείο άνηκε τον 19ο αιώνα σε κάποιον Τσάμη αγά. Γνωστοί μεγαλοκτηματίες της περιοχής είναι η οικογένεια Ντίνου. Όπως είχα ακούσει ντόπιους, ίσως η κούλια ήταν και οθωμανικό οχυρό, καθότι η θέση του ήταν ιδανική για τον έλεγχο της περιοχής.
Στις φωτογραφίες βλέπουμε την κούλια σήμερα, στην δεκαετία του 1990, το 1913 και διπλα τις προτάσεις αναπαλαίωσης
Γράφει ο Φωτης Βρακας