Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Η απελευθέρωση του Βραχωρίου


ΦΩΤΗΣ ΜΠΕΡΙΚΟΣ 
Η ιστορία της απελευθέρωσης. Πως φθάσαμε στην 11η Ιουνίου 1821, τι συνέβη μετά. Οι ήρωες, οι μάχες, οι διαπραγματεύσεις, το αναπάντεχο της ιστορίας και ο φιλέλλην Χένδερσον.
Το Βραχώρι, πρωτεύουσα του Κάρλελι επί τουρκοκρατίας (Κάρλελι είναι η περιοχή του Καρόλου. Περιελάμβανε την Αιτωλία και την Ακαρνανία και ονομάστηκε έτσι απ’ τους Οθωμανούς επειδή επί ενετοκρατίας, πριν τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, την περιοχή διαφέντευε ο Κάρολος), μεγάλο αστικό και διοικητικό κέντρο της εποχής και πρώτη πρωτεύουσα του νομού μετά την απελευθέρωση, πλήρωσε ακριβά τον αγώνα για την Ελευθερία.
Ένας αγώνας που δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, αφού στο Βραχώρι οι Τούρκοι διοικητές είχαν συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό φρουράς και πυρομαχικών, ενώ τα σπίτια των Τούρκων είχαν οχύρωση. Για τους Έλληνες οπλαρχηγούς, όμως, η κατάληψη του Βραχωρίου είχε μεγάλη σημασία, αφού μόνο αν απελευθέρωναν την πόλη αυτή και έδιωχναν τους Τουρκαλβανούς θα εδραίωναν τη νίκη και θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος.
Με τη βοήθεια όλων των υπόδουλων Βραχωριτών και του μεγάλου φιλέλληνα Χένδερσον τα κατάφεραν και το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1821 «πήραν» το τουρκικό προπύργιο της Δυτικής Ρούμελης.

Η απόφαση είχε ληφθεί πολύ νωρίτερα. Οι οπλαρχηγοί έκριναν ότι μπορούσαν να αιφνιδιάσουν τους τούρκους του Βραχωρίου τη νύχτα της Πεντηκοστής. Πράγματι, πρώτος ο Μακρής από το Ζυγό με 700 άνδρες το βράδυ της 27ης Μαΐου παρέλαβε τους Μεσολογγίτες υπό τον Βαλτινό και τους Αιτωλικιώτες υπό τον Γκολφίνο κααι όλοι μαζί, αφού διάβηκαν τα γεφύρια του Αλάμπεη, έφτασαν στις 4.00 το ξημέρωμα έξω απ’ την πόλη. Την ίδια στιγμή καταφθάνουν από τις άλλες πλευρές οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί. Το τουφέκι ενός στρατιώτη εκπυρσοκρότησε και όλοι πίστεψαν ότι αυτό ήταν το σύνθημα… Από τις τουφεκιές έλαμψε όλη η πεδιάδα…
Οι τούρκοι, αν και τρομοκρατημένοι, έσπευσαν να καταλάβουν θέσεις νοτιοανατολικά της πόλης, όπου και αμύνθηκαν σθεναρά για λίγο, μέχρι που υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν και να οχυρωθούν.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει η 28ηΜαΐου. Σχεδόν όλη η Δυτική Ρούμελη, ξεσηκωμένη για την πολυπόθητη λευτεριά, χτυπά την καρδιά του τουρκικού θηρίου. Το Βραχώρι περισφίγγεται από κάθε πλευρά. Δυνάμεις καταφθάνουν συνεχώς: Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος , οπλαρχηγός του Βλοχού, αφού κατέλαβε πρώτα το Παλιόκαστρο, ορμά με τους 600 άνδρες του και αναπτύσσεται βόρια-βορειοανατολικά της πόλης. Απ’ το ίδιο σημείο κατεβαίνει και ο Γιαννάκης Στάικος, οπλαρχηγός της Βελάοστας. Από τα Βορειοδυτικά μπαίνουν οι Βαλτινοί με αρχηγό τους τον Ανδρέα Ίσκο.
Όλοι κατεβαίνουν με σφυρίγματα, αλλαλαγμούς και τουφεκιές στον αέρα, για να τρομοκρατήσουν τους τούρκους, που μια ώρα μετά, αφήνουν τα πρώτα σπίτια και τρέχουν να οχυρωθούν στα φρούρια του κέντρου και στο σαράι.
Τη μεγαλύτερη σύγχυση τους την προκάλεσε ο ξεσηκωμός των Βραχωριτών, που με τσεκούρια, μαχαίρια και λίγα όπλα που τους είχε εφοδιάσει ο Βλαχόπουλος, ενώθηκαν με τους απελευθερωτές και άρχισαν να πυρπολούν τα τούρκικα σπίτια.
Σε λίγο ο Μακρής θα προτείνει την παράδοση των τούρκων, αυτοί όμως θα αρνηθούν, περιμένοντας ενισχύσεις απ’ την Άρτα. Ενισχύσεις, όμως, καταφθάνουν για τους ξεσηκωμένους: Διακόσιοι Ναυπάκτιοι με τον Σιαδήμα και πεντακόσιοι Ξηρομερίτες με τον Θεόδωρο Γρίβα.
Το σχέδιο της πολιορκίας του Βραχωρίου είχε πετύχει!
Τμήμα απ’ τη δύναμη του Βαρνακιώτη είχε καταλάβει τα στενά του Μακρυνόρους, αποκόπτοντας την επικοινωνία με την Ήπειρο. Οι αγγελιοφόροι των τούρκων συλλαμβάνονται και οι Αρτινοί δεν θα μάθουν τι συμβαίνει στο Βραχώρι…
Οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση των τούρκων συνεχίζονται, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μάχη αρχίζει ξανά, με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Το τούρκικο διοικητήριο καταλαμβάνεται και καίγεται. Στις 30 Μαΐου καταφθάνουν νέες ενισχύσεις στους Έλληνες. Και στις 3 Ιουνίου έρχεται ο Γεώργιος Βαρνακιώτης με την υπόλοιπη δύναμη. Οι τούρκοι, αν και βλέπουν να αυξάνουν οι αντίπαλες δυνάμεις, πολεμούν με λύσσα. Στο τέλος κλείστηκαν όλοι μαζί σε πέντε μεγάλα οχυρά στο κέντρο της πόλης. Στους Έλληνες, όμως, έχουν ήδη τελειώσει τα πυρομαχικά… Και ο εχθρός διαθέτει κανόνια…
Η πολιορκία διέρχεται τις πιο κρίσιμες στιγμές. Και τότε γίνεται το θαύμα…
Ο Χένδερσον, πλοίαρχος σε φορτηγό πλοίο γεμάτο μπαρούτι και μολύβι, προστατευόμενος απ’ την ουδετερότητα της αγγλικής σημαίας, πλέει στα ελληνικά παράλια προκειμένου να πουλήσει το φορτίο, όπου έβρισκε καλύτερη τιμή.
Πλησίασε στον πατραϊκό και από εκεί στράφηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί πληροφορήθηκε τα καθέκαστα για το Βραχώρι. Και συγκινήθηκε τόσο, που ξέχασε τους εμπορικούς σκοπούς του ταξιδιού του και διέθεσε όλο το φορτίο για την εκπόρθηση του Βραχωρίου. Διέθεσε ακόμη και το κανόνι που είχε στο πλοίο για να αμύνεται στους πειρατές. Και συμμετείχε ενεργά στη μετέπειτα επιχείρηση…
Τώρα, με άφθονα πυρομαχικά, οι Έλληνες κάνουν την τελική επίθεση στα οχυρά. Ο Αλβανός Νούρκας έρχεται σε μυστική συνεννόηση με τους Έλληνες, να αφήσει όμηρο τον γιό του και να φύγει με τους Αλβανούς. Η συμφωνία αναχώρησης ήταν για τις 8 Ιουνίου. Ο Νούρκας ενημέρωσε, όμως τους μπέηδες, ενώ επιδόθηκε σε πλιάτσικο και δραπέτευσε τα μεσάνυχτα της 7ης προς 8η Ιουνίου, μαζί με 150 έμπιστους σ’ αυτόν άνδρες. Τελικά συνελήφθη απ’ τους οπλαρχηγούς του Καρπενησίου.
Μετά τη διαφυγή του Νούρκα, οι τούρκοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις για την παράδοσή τους. Ήθελαν να παραδοθούν στον Βαρνακιώτη, γιατί μόνο αυτόν εμπιστεύονταν.
Οι διαπραγματεύσεις τελείωσαν το μεσημέρι της 10ης Ιουνίου.
Πριν, όμως, γίνει η παράδοση, άτακτοι ντόπιοι έλληνες, καταγανακτισμένοι απ’ τη φρικτοί καταπίεση των τούρκων και τις ραδιουργίες των εβραίων, που ήταν μαζί τους, όρμησαν και τους κατέσφαξαν.
Όσοι απέμειναν κλείστηκαν ξανά στα οχυρά, φοβούμενοι τη γενική σφαγή. Οι οπλαρχηγοί ανέλαβαν να τους πείσουν να παραδοθούν, εγγυώμενοι την προσωπική τους ασφάλεια. Η παράδοση έγινε το βράδυ της 11ης Ιουνίου.
Το Βραχώρι ανέπνεε πλέον τον άνεμο της λευτεριάς.
Λίγους μήνες αργότερα, στην επαναστατημένη Ελλάδα άρχισαν να εμφανίζονται πολλές τοπικές διοικήσεις και μεγάλος αριθμός συνταγμάτων, απόρροια της ανάπτυξης των τοπικιστικών τάσεων, αφού η επανάσταση δεν εξερράγη ταυτόχρονα και κάτω από ενιαία διοίκηση. Παράλληλα όμως είχε εδραιωθεί η πεποίθηση της ανάγκης για ενιαία διοίκηση και ηγεσία, είχε εδραιωθεί η επίγνωση ότι ο αγώνας για την ελευθερία θα πρέπει να καταλήξει σ’ ένα ανεξάρτητο, συντεταγμένο και δημοκρατικό Ελληνικό κράτος. Έτσι οι τοπικές διοικήσεις είχαν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα.
Οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί της Δυτικής Στερεάς (Χέρσου) Ελλάδας συγκεντρώθηκαν στο Βραχώρι στις 24 Φεβρουαρίου 1822. Τότε συνέστησαν την προσωρινή Διοίκηση, την οποία και ονόμασαν «Γερουσία της Δυτικής Ελλάδας».
Τη συνέλευση αυτή οργάνωσε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι και προσπάθησε να αναγνωρισθεί ως αρχηγός της επανάστασης στη Δυτ. Στερεά, αφού δεν τα κατάφερε να κρατηθεί ως τέτοιος στην Πελοπόννησο (… εκεί υπήρχε ο Κολοκοτρώνης). Στην περιοχή οι σπουδαιότεροι οπλαρχηγοί ήταν οι Γ. Βαρνακιώτης, Αλεξ. Βλαχόπουλος, Δ. Μακρής και ο Καραϊσκάκης.
Η Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος συγκροτήθηκε και την ίδια ημέρα αποφάσισε την ίδρυση δικαστηρίου, το οποίο θα είχε την έδρα του στο Βραχώρι και θα εκδίκαζε υποθέσεις όλης της Δυτικής Ελλάδας.
Το δικαστήριο αυτό, όπως και η έδρα της Γερουσίας, τον Αύγουστο του ίδιου έτους μεταφέρθηκαν απ’ το Βραχώρι στο Μεσολόγγι. Αυτό έπρεπε να γίνει, αφού μετά την πανωλεθρία του Πέτα, οι τουρκικές ορδές έφτασαν μέχρι τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία) με κατεύθυνση το Βραχώρι και τελικό προορισμό το Μεσολόγγι για την πρώτη πολιορκία. Η Γερουσία αποφάσισε να εγκαταλειφθεί η πόλη, μη δυνάμενη να αμυνθεί και να καούν όλα τα σπίτια, ώστε να μη βρει κατάλυμα ο εχθρός και να μείνει εκτεθειμένος.
Ήταν μια ηρωική πράξη αλτρουισμού και αυτοθυσίας.
Ο άμαχος πληθυσμός, κουβαλώντας μαζί του ότι μπορούσε απ’ το νοικοκυριό του, απομακρυνόταν απ’ το Βραχώρι, βλέποντας τις φλόγες να διαλαλούν τις άπειρες υλικές θυσίες στους ουρανούς και την απόφαση μιας χούφτας ανθρώπων ν’ αναγεννήσουν την Ελλάδα απ’ τα ερείπια και τις στάχτες. Οι μαχητές, άλλοι μπήκαν στο Μεσολόγγι κι άλλοι «έπιασαν» με τους καπεταναίους τα στενά του Μακρυνόρους για να κόψουν τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων του Κιουταχή και του Βρυώνη, καταλαμβάνοντας παράλληλα διάφορες θέσεις στις όχθες του Αχελώου και στα στενά της Κλεισούρας, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στον εχθρό και συμβάλλοντας στην αποτυχία της πολιορκίας.
Πληροφορίες και αυτούσια αποσπάσματα για το παρών άρθρο αντλήσαμε απ’ το εξαίρετο σύγγραμμα του Θεόδωρου Θωμόπουλου «ΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ – Απ’ την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα (Αθήνα 1954).
google page rank