Η γυναίκα πλάι μου κρατάει ένα νεαρό κορίτσι και φωνάζει, «Μια νοσοκόμα, ρε παιδιά! Ένας γιατρός!»
Ο διάδρομος είναι γεμάτος από κόσμο. Η ουρά μπροστά στο γκισέ -άνθρωποι ετοιμόρροποι, που κρατάνε ένα χαρτί και μοιάζουν σαν να περιμένουν ώρες ολόκληρες- ξεπερνάει τα είκοσι μέτρα. Ακούς διαρκώς ερωτήσεις λαχανιασμένες.
Πού πρέπει να πάω για τα ράμματα;
Πού είναι η τάδε κλινική;
Ποιος είναι ο εποπτεύων της πτέρυγας;
Μια ηλικιωμένη ζητάει λίγο νερό. Την έχουν ξεκάνει οι πόνοι και η ορθοστασία. Ένας-δύο υπάλληλοι πίσω από τις τζαμαρίες είναι ευγενικοί. Άλλοι έχουν κλατάρει και θέλουν να τελειώνουν χωρίς πολλά-πολλά. Συνήθως οι ευγενικοί υπάλληλοι πέφτουν σε αγενείς επισκέπτες, ενώ οι ευγενικοί επισκέπτες σε αγενείς υπαλλήλους. Μα δεν είναι χώρος αυτός για να ακτινογραφήσεις τα όρια της ευγένειας. Επικρατεί χάος. Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ασθενοφόρα καταφθάνουν, μια γυναίκα ουρλιάζει "Είστε μπορντέλο!", άλλος ψάχνει τα πιστοποιητικά του, η ηλικιωμένη καταρρέει, το νεαρό κορίτσι στην αγκαλιά της γυναίκας παραμιλάει με τα μάτια του απλανή, τα μπανταρισμένα κεφάλια μπλέκονται με τους τραυματιοφορείς, μια παράξενη πνιχτή μυρωδιά σαν οσμή από βούρκο τυλίγει τους διαδρόμους, ίσως είναι ιδρώτας, ίσως καπνός από τσιγάρα που φουμάρονται στο πλατύσκαλο της ορθάνοιχτης πόρτας.
Θα μπορούσε να είναι σκηνή από νοσοκομείο της Γάζας ή της Βηρυτού, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Πρόκειται για εφημερεύον νοσοκομείο της Αθήνας, τον Απρίλιο του 2015.
Όχι χθες και προχθές, αλλά κάποια νύχτα μέσα στον μήνα, όπου το απρόοπτο πρόβλημα ενός φίλου με έστειλε εκεί για συμπαράσταση. Θα μπορούσε όμως να είναι σκηνή από νοσοκομείο της Αθήνας οποιοδήποτε βράδυ των τελευταίων είκοσι ετών. Ένας γιατρός μου είχε πει κάποτε: "Έτσι και μείνεις μια ολόκληρη νύχτα σε εφημερεύουσα κλινική θα γράψεις βιβλίο". Έμεινα είκοσι λεπτά και είναι το ίδιο αναλογικά: γράφω απλά ένα σημείωμα.
Τα εξωτερικά ιατρεία, ο τρόπος που εν γένει στήνεται το σκηνικό του κατεπείγοντος, εκπέμπουν κάτι το εκφυλιστικό για αυτό που ορίζεις "Πολιτισμό". Δεν μπορείς να κοιτάξεις πουθενά χωρίς να λυπηθείς. Κοιτάς τους ασθενείς. Κοιτάς τους γέροντες που μοιάζουν αβοήθητοι, σαν να είναι περιττοί.
Κοιτάς την εγκατάλειψη, τους φθαρμένους τοίχους, τις λάμπες που αναβοσβήνουν. Κοιτάς χάμω και βλέπεις σκουπίδια. Μια πόρτα που έχει φαγωθεί από κάτω και κολλάει και δεν κλείνει καλά, αφήνοντας μισάνοιχτη την πρόσβαση σε χώρο όπου εξετάζονται ασθενείς. Κοιτάς τους ίδιους τους γιατρούς, έμπειρους, που έχουν γράψει χιλιάδες ώρες πτήσης, και νέους, με όνειρα και όρεξη, τους κοιτάς λοιπόν και συλλογίζεσαι πως χρειάστηκε να σπουδάσουν είκοσι χρόνια για να ασκήσουν το επάγγελμά τους σε έναν χώρο που δεν σέβεται τίποτα.
Όπου και να κοιτάξεις νιώθεις λύπη.
Και αναρωτιέσαι:
Πώς έχουμε επιτρέψει τέτοιες συνθήκες.
Δεν είναι κάτι για το οποίο φταίει ο τάδε ή ο δείνα υπουργός Υγείας. Δεν είναι κάτι που θα το καθορίσει μια κυβέρνηση δεξιά ή κεντρώα ή αριστερή. Είναι κάτι που είτε το δέχεσαι είτε όχι με βάση το dna του πολιτισμού σου. Είναι κάτι αμιγώς κοινωνικό. Οι συνθήκες των νοσοκομείων μας δεν εξαρτώνται από πολιτικές αποφάσεις ή πολιτικές συναινέσεις ή μνημόνια. Την αξιοπρέπεια δεν την αγοράζεις ούτε σου την δανείζουν. Την έχεις ή δεν την έχεις. Καθώς στεκόμουν σαν χαμένος μέσα σε έναν χώρο όπου θύμιζε ζούγκλα, σκεφτόμουν πως είμαστε ήδη βαθιά χρεοκοπημένοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η επισημοποίηση του τίτλου δεν είναι παρά μια σφραγίδα. Το πιστοποιητικό μας. Το βουλοκέρι σε κάτι που υπάρχει προ πολλού.
Προχωρώντας στον διάδρομο προς την κλινική για το πρόβλημα του φίλου μου, δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω πως οι συνθήκες που βίωνα θα πρέπει να είναι πταίσματα μπροστά στο χάλι που αντιμετωπίζουν άνθρωποι με πολύ σοβαρότερα προβλήματα. Άνθρωποι που νοσηλεύονται σε πτέρυγες καρκινοπαθών, που δίνουν τον αγώνα τους όχι σε νοσοκομεία της κεντρικής Ευρώπης ή της Αμερικής, αλλά σε αίθουσες που δεν σέβονται αυτόν τον αγώνα, όσο κι αν τον σέβονται γιατροί και νοσοκόμες. Όταν επιτέλους φτάσαμε εκείνο το βράδυ στην εσωτερική κλινική του εφημερεύοντος νοσοκομείου (έπειτα από πενήντα λεπτά αναμονής μπροστά) δεν υπήρχε καθόλου κόσμος, ο διάδρομος ήταν άδειος. Όμως τόσο η πρώτη πόρτα, όσο και η δεύτερη ήταν κλειδωμένες. Χτυπήσαμε. Τίποτα. Ξαναχτυπήσαμε. Σιωπή. Κοιταχτήκαμε απελπισμένοι. Προχωρούσαμε προς μια σκοτεινή σκάλα -έμοιαζε με σκηνή από θρίλερ του Κάρπεντερ- όταν ακούσαμε πίσω μας μία από τις δύο πόρτες να ξεκλειδώνει. Σταθήκαμε ελαφροπατώντας. Ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλλε από το χώρισμα.
"Ναι;"
Ένιωσα την ανάγκη να του ζητήσω συγνώμη που τον ενόχλησα, και θα το έκανα, εάν ο φίλος μου δεν υπέφερε.
Ο γιατρός τελικά δεν ήταν ούτε αγουροξυπνημένος ούτε έκανε τίποτα περίεργο εκεί μέσα, ήταν ολότελα μόνος του. Γιατί είχε κλειδώσει, και γιατί ξεπρόβαλλε έτσι σαν να τον είχαν ξυπνήσει σπίτι του στις τέσσερις τα χαράματα, δεν το κατάλαβα. Μα δεν είναι αστείο. Όπως δεν είναι αστείο το ότι φορούσε ένα ζευγάρι ωραίες γούνινες παντόφλες, με κάτι διακοσμητικά στις άκρες. Καλός γιατρός να είναι, και ας φοράει και τσαρούχια. Και ήταν. Εξέτασε τον φίλο μου με ευγένεια, του έγραψε μια συνταγή και μας έστειλε στην ευχή του θεού. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι γιατροί.
Είναι οι συνθήκες. Αυτό με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος. Πληρώνεις τόσα χρήματα στο κράτος κάθε χρόνο, για να έχεις μια μεταχείριση στοιχειώδη για το 2015, όχι για το 1914. Μας κόπτει αν θα βγούμε από την Ευρώπη και δεν μας κόπτει το ότι ελάχιστα θυμίζουμε Ευρώπη εδώ και χρόνια. Όχι, δεν ανακάλυψα ξαφνικά την πυρίτιδα. Αλλά, βρε διάολε, δεν αντέχω να μην το πω. Από δύο πράγματα φαίνεται ένα κράτος. Την παιδεία και την υγεία. Μόνο που στο βάθος τους και τα δύο δεν καθρεφτίζουν αυτούς που είναι σήμερα στην εξουσία και αυτούς που ήταν χθες. Καθρεφτίζουν εμάς τους ίδιους, την κοινωνία μας, την πειθαρχία μας, τη νοικοκυροσύνη μας, την οξυδέρκειά μας. Καθρεφτίζουν τον πολιτισμό μας.
Όχι, θα ήθελα ένα ευπρεπές νοσοκομείο, που σέβεται τους κανόνες υγιεινής, που έχει επαρκές προσωπικό, που είναι ευγενικό απέναντι σε ανθρώπους που από ατυχία βρέθηκαν εκεί.
Δεν θέλω χάος, δεν θέλω διαλυμένα κτίρια, δεν θέλω διαξιφισμούς, δεν θέλω κλειδωμένες πόρτες.