Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ (του Πάνου Λαζαρόπουλου)

Για να παραχθεί ένα έργο πνευματικό χρειάζεται ένα κέντρισμα. Γλυκιά είναι η μέλισσα αλλά το κεντρί της φαρμακερό. Όποιος το δοκιμάσει πονά, υποφέρει και βασανίζεται κι ευτυχώς που δεν κρατά πολύ. Ένα άλλο έντομο, ο οίστρος, κάνει τα ζώα να αφηνιάζουν και να βασανίζονται τις μεσημεριάτικες ώρες που τα επισκέπτεται. Μ’ αυτό το κέντρισμα του οίστρου παρομοιάζουν το δημιουργό, όταν δουλεύει το έργο του. Δουλεύει με τα χέρια, καθοδηγούμενα από το πνεύμα που δέχτηκε το κέντρισμα. Για τον άνθρωπο-δημιουργό, η πηγή και το κίνητρο της δημιουργίας είναι το αίσθημα, δυνατό, κυρίαρχο και εξουσιαστικό.
Ποιος έμεινε ασυγκίνητος απ’ το αίσθημα της αγάπης; Αν πάρουμε τον τεχνουργημένο λόγο, ποιος από τους εκφραστές του δεν ύμνησε τη μάνα και τον πατέρα με λόγο στιχουργημένο ή πεζό; Και φυσικά οι γονείς δεν μονοπωλούν την αγάπη. Είναι και η φύση με τα άπειρα φανερώματά της και τα δυνατά και κάποτε άγρια ξεσπάσματά της, μάνα και ζωοδότρα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αλλά τι να πούμε και για τον έρωτα, είτε στην καταξίωση φτάνει είτε στην άρνηση και στην προδοσία καταλήγει. Το είπε, το διασάλπισε ο μεγάλος Σοφοκλής, μας πρόλαβε, χιλιετίες πριν. Είπε πως ο έρωτας είναι ανίκητος στη μάχη και όποιος προσβληθεί απ’ αυτόν χάνει τα λογικά του. Γίνεται μανιακός κι είναι ικανός για όλα. Και για το καλό και για το κακό κι ως το αποτρόπαιο είναι ικανός να φτάσει. Το βλέπουμε καθαρά στα έργα των μεγάλων συγγραφέων, που περιστρέφονται γύρω από τον καλό αλλά και τον αρρωστημένο και παθογόνο έρωτα, με τους ήρωές τους να τον χρησιμοποιούν ως μέσον για να φτάσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, ακολουθώντας την ρήση «οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα». Σ’ αυτό το παιχνίδι παίρνουν μέρος κάποιοι ανέντιμοι κύριοι που φιλοδοξούν να καταλάβουν ύπατα αξιώματα και εξουσίες ή να πλουτίσουν, να θησαυρίσουν και να δοξαστούν με ξένα κόλλυβα. Κι αυτό ανεξάρτητα από την κατάληξη ή την επιλογή. Γιατί ο συγγραφέας έχει εγκολπωθεί όλες τις ανθρώπινες αξίες κι αυτές προβάλλει για να δείξει πόσο άσχημο, επιζήμιο και φθοροποιό για τις κοινωνίες είναι η άρνηση και η καταπάτηση αυτών των αξιών και αφήνει και μηνύματα στον αναγνώστη για ορθοφροσύνη και ορθολογισμό, για έντιμο και ενάρετο βίο.
Άλλο κέντρισμα του πνευματικού δημιουργού είναι και ο θάνατος που του στερεί, δια παντός, την παρουσία ενός προσώπου προσφιλούς, σφιχτοδεμένου με τη ζωή και την ύπαρξή του, κλωνάρι απ’ το δέντρο του. Πολλά θρηνικά άσματα συνετέθηκαν κατά την αρχαιότητα, γνωστά με το όνομα ελεγείες, που ξεκίνησαν από την Ιωνία, διέτρεξαν την Αττική και όλους τους ελληνικούς χώρους, κι ανάμεσα στους δημιουργούς τους ο Μίμνερμος, ο Φωκυλίδης, ο Τυρταίος, ο Θεόγνις, ο Σόλων ο Σιμωνίδης και άλλοι. Στους νεώτερους χρόνους συνεχίστηκε και όχι μόνο με ποιητικό λόγο αλλά και με μελαγχολικά και πένθιμα χρώματα, από το Σολωμό και από τον Παλαμά, που στον «Τάφο του παληκαριού» θρηνεί το θάνατο του γιού του, που καμάρωνε και τον θέλει και στο νεκροκρέβατο «στολισμένο και χτενισμένο».
Αφήσαμε για το τέλος το μεγάλο και ισόβιο κέντρισμα που δέχεται ο πνευματικός δημιουργός απ’ τη χιλιοτραγουδισμένη γλυκιά του πατρίδα, που του προκαλεί το υπέρτατο αίσθημα λατρείας, που απλά, παίρνει το όνομα φιλοπατρία και οδηγεί και σπρώχνει τον άνθρωπο ως την αυτοθυσία για να την κρατήσει λέφτερη κι αδούλωτη και μακριά από ξένες επιρροές.
Εδώ, πολλοί λόγοι μας επιβάλλουν, χωρίς να θέλουμε να κομίσουμε γλαύκα εις Αθήνας, να ασχοληθούμε με την έννοια και τη σημασία αυτής της μαγικής λέξης. Κατ’ αρχήν πατρίδα είναι ένας γεωγραφικός χώρος, ένα κομμάτι γης, μικρό ή μεγάλο, που κατοικεί ένας λαός με πολλά κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία. Κατά τον μεσαίωνα επικρατούσε ασάφεια και σύγχυση γύρω από τις κρατικές οντότητες καθότι ήταν διαιρεμένες σε τιμάρια και έλειπε η κεντρική εξουσία. Αργότερα, κατά τους Ναπολεόντειους χρόνους η διακήρυξη από την μαντάμ De Stael της αρχής των εθνοτήτων ήρθε ν’ αλλάξει μορφές και σχήματα στο χώρο της εξουσίας. Τώρα τα έθνη αποκτούν αυτονομία και σχηματίζουν καθαρές κρατικές οντότητες και εμφανίζονται και ενεργοποιούνται τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Οι πατρίδες αποκτούν περιφρουρούμενα σύνορα και μέσα σ’ αυτά οι άνθρωποι στοχάζονται και κινούνται ελεύθερα, προκόβουν και προοδεύουν. Γιατί έχουν κοινή καταγωγή, μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν την ίδια θρησκεία, τα ίδια ήθη και έθιμα, την ίδια ιστορία και δικό τους πολιτισμό και δικούς τους νόμους, που ρυθμίζουν και καθορίζουν τα πλαίσια, στα οποία θα κινηθούν απρόσκοπτα, χωρίς να ενοχλεί και να βλάπτει ο ένας τον άλλο, με αναπτυγμένο τον μεταξύ τους σεβασμό, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια και αγάπη. Με άλλα λόγια, να έχουν ομοιογένεια και να αποκλείουν να παρεισφρήσουν ανάμεσά τους ετερογενή και ετερόκλητα στοιχεία, με διαφορετικά ήθη, θρησκεία και γλώσσα, που επενεργούν καταλυτικά στον κοινωνικό ιστό και βάζουν τροχοπέδη για την προς τα πρόσω πορεία και ανέλιξη του έθνους. Είναι, λοιπόν, επιβεβλημένη η καθαρότητα του έθνους για να αποφεύγονται καταστάσεις ανεπιθύμητες, ζημιογόνες μέχρι και καταστροφικές για την εθνική υπόσταση. Η νοθεία αποδυναμώνει και μηδενίζει τις όποιες ευεργετικές ικανότητες που περικλείει το οποιοδήποτε προϊόν και κάνει τις πληγές και τις παθήσεις ανίατες. Η νοθεία επιτυγχάνεται με ουσίες επικίνδυνες και κάποτε θανατηφόρες για τους ανθρώπινους οργανισμούς. Εμείς οι Έλληνες είμαστε υπέρμαχοι αλλά και περήφανοι για την καθαρότητα της φυλής μας και όταν εκείνος ο Γερμανός Φαλμεράυερ τόλμησε να την αμφισβητήσει, τότε, σύμπας ο ελληνικός λαός εξεγέρθηκε και οι μεγάλοι πνευματικοί άνδρες μας της εποχής τον έβαλαν στη θέση του. Και αργότερα, με τους πολεμικούς άθλους και τα κατορθώματα των γενναίων Ελλήνων στρατιωτών, αποδείχθηκε περίτρανα πως μόνον Έλληνες ήσαν ικανοί για τέτοια επιτεύγματα.
Μεγάλη και πρώτη στη σειρά για τον Έλληνα ήταν η αγάπη για την πατρίδα, ανέκαθεν. Και όταν υποδουλώθηκε και γνώρισε μεγάλα δεινά, αυτή η αγάπη μεγάλωσε κι έμεινε άσβεστη μέσα του. Ήταν, βέβαια, η λευτεριά που στερήθηκε και ο ραγιαδισμός που ακολούθησε. Κι ήταν μεγάλα τα λόγια του τιτάνα εθνικού μας βάρδου και πρωτομάρτυρα του ξεσηκωμού Ρήγα του Βελεστινλή:
Κάλλιο ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή 
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Εγερτήριο σάλπισμα για την αφύπνιση του ελληνισμού.
Πατρίδες έχουμε πολλές. Μια μεγάλη και πολλές μικρές για τον καθένα μας, που προσδιορίζεται από τον τόπο της γέννησής του. Σ’ αυτόν τον τόπο αποχτήσαμε τις πρώτες εμπειρίες μας, πότε ψηλαφητά, πότε ακουστικά και πότε με μάτια ορθάνοιχτα• και χαράχτηκαν οι πρώτες γνώσεις και εντυπώσεις στον άγραφο χάρτη της ψυχής μας και κάναμε τη γνωριμία μας με τη μάνα φύση. Ακόμα μάθαμε τα πρώτα γράμματα και γίναμε φίλοι με άλλα παιδιά του Σχολείου κι ακούσαμε τα πρώτα λόγια απ’ το στόμα του δασκάλου για την πατρίδα, που αποτυπώθηκαν βαθιά μέσα μας. Έτσι γεννήθηκε και γιγαντώθηκε μέσα μας η αγάπη για την πατρίδα και γινήκαμε ένα μ’ αυτήν.
Ας πάρουμε, όμως, και μια γεύση γι’ αυτήν, από μερικούς στίχους της γλυκιάς και αισθαντικής ποιήτριάς μας, της Μόλλυς Βότση:
Μακριά της ούτε μια στιγμή δε θα ’θελα να ζω 
κι αν κάποτε κάτω από ξένους ουρανούς βρεθώ
ό,τι έχω και δεν έχω το χαρίζω
για μια σταγόνα Αιγαίου και μια αχτίδα φως ελληνικό.
Όμως, κάποτε, λόγοι ανάγκης μας αναγκάζουν να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας και να καταλήξουμε εμιγκρέδες σε ξένες χώρες, μακρινές και συχνά αφιλόξενες, ξένοι ανάμεσα σε ξένους και τότε γεννιέται μέσα μας επιθυμία και πόθος μεγάλος να βρεθούμε πάλι στα πατρικά μας χώματα, που οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν και τότε γίνεται μέσα μας πόνος αγιάτρευτος, συνοδός μας ως το τέρμα του βίου μας, που κάπως μετριάζεται αν κάποιο θυμητάρι απ’ την πατρίδα κρατούμε μαζί μας. Τι μπορεί να είναι αυτό; Μας το λέει ο λεπταίσθητος ποιητής μας Γιώργος Δροσίνης στο ποίημά του το θαυμάσιο «Χώμα Ελληνικό». Σ’ αυτό ο Έλληνας που ξεκινά για τα ξένα ζητά από την πατρίδα να του επιτρέψει να πάρει μαζί του λίγο χώμα ελληνικό. Χώμα που γέννησε πολιτισμούς και επιστήμες κι έχουν θεμελιωθεί πάνω του Παρθενώνες, χώμα που παράγει με του ήλιου τα θερμά φιλιά, το ξανθό σιτάρι, τη χλωρή τη Δάφνη, την πικρή ελιά, χώμα που θα το ’χει φυλαχτό κρεμασμένο στα στήθια του, χώμα που θα του δίνει θάρρος, χαρά, περηφάνια, χώμα που θα του χαρίσει το στερνό του φιλί, χώμα, που θαμμένο μαζί του πάνω στην καρδιά του θα κάνει γλυκό και το ξένο χώμα που θα τον σκεπάσει. Για την μικρή του πατρίδα, το Μεσολόγγι, έγραψε και ο Μαλακάσης τα Μεσολογγίτικα, τον Μπαταριά και τον Τάκη Πλούμα, που του έφεραν την καταξίωση, που ως τότε δεν την είχε αποχτήσει. Κι ο Παλαμάς έγραψε για τη μεγάλη πατρίδα το Δωδεκάλογο του Γύφτου, ενώ ο Σολωμός έγραψε τον Εθνικό Ύμνο όπου διεκτραγωδεί τους καημούς, τις περιπέτειες και τα βάσανα της αλύτρωτης ακόμα πατρίδας και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Για της πατρίδας την αγάπη έγραψαν ακόμα ο Βαλαωρίτης, ο Βάρναλης, ο Κάλβος και πολλοί άλλοι.
Σήμερα η πατρίδα μας διέρχεται μεγάλη οικονομική κρίση που την προκάλεσαν οι αμαρτωλές παλαιοκομματικές και ρουσφετολογικές κυβερνήσεις και οι συνεταίροι μας Ευρωπαίοι για να κερδοσκοπήσουν εις βάρος μας. Επίσης δοκιμάζεται από ένα πρωτοφανές ρεύμα μεταναστών,και προσφύγων,(μεταξύ των οποίων παρεισέφρυσαν κακοποιά στοιχεία, τυχοδιώκτες και καιροσκόποι ) που προκλήθηκε από τους γνωστούς αλλά απρόσκλητους «σωτήρες» της οικουμένης συνεπικουρούμενους από τη γνωστή ουρά τους στην Ευρώπη, που ωστόσο κατάφεραν να αποφύγουν τις συνέπειές τους, ρίχνοντάς τες, τεχνηέντως, στις πλάτες της Ευρώπης για να την γονατίσουν και αυτοί να μένουν κοσμοκράτορες στο διηνεκές.
Αυτό  το ρεύμα, που πλημμύρισε τη χώρα μας,και σε αγαστή συνεργασία με τους γηγενείς κακοποιούς, αποτελείται,  εν πολλοίς ,από αλλόφυλους και ετερόδοξους, από άξεστους και απαίδευτους καθυστερημένους λαούς, με περιορισμένη αντίληψη και νόηση, ανειδίκευτους και απρόθυμους για εργασία, πονηρους, σκληρους, ανάλγητους και αδίστακτους, που έχουν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα, πλιάτσικα, κλοπές και ληστείες. Συμμετέχουν προκλητικά στη διακίνηση ναρκωτικών, λαθραίων προϊόντων και τσιγάρων, τελευταία έχουν σχηματίσει συμμορίες, έχουν όπλα τα οποία και χρησιμοποιούν εναντίον αστυνομικών και όσων προβάλλουν αντίσταση, μπαίνουν στα σπίτια και κακοποιούν βάναυσα και δολοφονούν άτομα υπέργηρα. Εμείς οι Έλληνες βρισκόμαστε ανασφαλείς και απροστάτευτοι στο έλεος αυτών των κακοποιών, δεν τολμάμε να κυκλοφορήσουμε στις προχωρημένες νυχτερινές ώρες, κλεινόμαστε νωρίς στα σπίτια μας, βάζοντας σύρτες, κλειδαριές και αμπάρες, γινόμαστε ελεύθεροι πολιορκημένοι, χωρίς να μπορούμε να είμαστε ασφαλείς και όσα μέτρα κι αν λάβουμε τα σπίτια μας παραβιάζονται δυο και τρεις φορές το χρόνο. Έχουμε καταντήσει ψοφοδεείς και το ηθικό μας έχει καταπέσει. Κι όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στην υγεία μας και στις εργασίες μας αλλά και στην εθνική μας οικονομία, αφού η μαύρη εργασία έχει ανεξάντλητες πηγές. Ενώ εμείς οι Έλληνες μένουμε άνεργοι, τα νοσοκομεία μας κατακλύζονται από μετανάστες και πρόσφυγες, έχοντας εξασφαλισμένη δωρεάν ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη ενώ στα μεταφορικά μέσα κυκλοφορούν χωρίς εισιτήριο, και τα έξοδα των λιμενικών και των αρχών των παραμεθορίων περιοχών για να τους εξασφαλίσουν καταλύματα, τροφές, κλινοσκεπάσματα, είδη ρουχισμού και υπόδησης, επιβαρύνουν υπέρμετρα την βαριάρρωστη οικονομία μας.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η χώρα μας, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να εξυπηρετήσει. Μας έχει τσακίσει η ανεργία, όλες οι δημόσιες υπηρεσίες μας χωλαίνουν, ελλείψει προσωπικού. Πλησιάζουν το ενάμισι εκατομμύριο οι άνεργοι ενώ άλλοι τόσοι και περισσότεροι βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Συνεπώς η στάση και η τακτική της χώρας μας –της Ευρώπης ποιουμένης την νήσσαν– έπρεπε να είναι κάπως διαφορετική. Ασχολούμενοι με την περίθαλψη των μεταναστών, εμποδιζόμαζστε να βρούμε τρόπους να καταπολεμήσουμε την κρίση, που έτσι μεγαλώνει . Έπρεπε να διακηρύξουμε urbi et ordi στην Ε.Ε., στις Η.Π.Α. και στον Ο.Η.Ε. ;oτι εμείς αδυνατούμε να ανταποκριθούμε στο μεταναστευτικό ζήτημα . Είναι γνωστοί οι υπεύθυνοι γι’ αυτό το ζήτημα και από αυτούς πρέπει να απαιτήσουμε να επωμισθούν τα σχετικά με αυτό βάρη. Δεν είναι νοητό και επιτρεπτό άλλος να τα σπάει κι άλλος να πληρώνει τα σπασμένα. Κι από πάνω έχουμε και κάποιους  υπερευαίσθητους που βρίσκουν παραλήψεις και θεωρούν την περίθαλψη των μεταναστών  ως μη  ικανοποιητική και εκθέτουσα τη χώρα μας. Στο χωριό λένε μια παροιμία: Καποιανού καίγονταν τα μουστάκια κι άλλος του έλεγε στάσου ν’ ανάψω το τσιγάρο μου. Όμως το θέμα έχει πολλές παραμέτρους. Οι άνθρωποι αυτοί, που σαν ακάλεστοι μουσαφίρηδες μπήκαν στα σπίτια μας, όντες ακαλλιέργητοι και σχεδόν πρωτόγονοι, είναι αδύνατον να ενταχθούν στο κοινωνικό μας σύστημα γιατί έχουν δικά τους ήθη και έθιμα και τρόπο ζωής, είναι ράθυμοι, τους λείπουν οι καλοί τρόπο και τα λεπτά αισθήματα και ελαύνονται απ’ το ένστικτο. Οι πρώτοι μετανάστες μπήκαν σαν αγρίμια στη χώρα μας από βουνίσια μονοπάτια κι εκεί στις σπηλιές και στις προεξοχές των βράχων κατασκήνωσαν. Όμως εμείς τους δείξαμε την ανθρωπιά μας, τους βάλαμε στα σπίτια μας, τους μάθαμε όλες τις τέχνες, τους εμπιστευτήκαμε, βάζοντας τη ζωή μας σε κίνδυνο και πολλοί από μας  πληρώσαμε την ευαισθησία μας. Βάλαμε τα παιδιά τους στα σχολεία και σε όσα διακρίθηκαν τους δώσαμε να κρατήσουν στα χέρια τους το εθνικό μας σύμβολο, την ελληνική σημαία. Όμως ένα τέτοιο παιδί όταν τελείωσε τη μέση εκπαίδευση, βρέθηκε στην Αμερική, όπως όλα τα μεγάλα μυαλά, και εκεί, για να δείξει την «ευγνωμοσύνη» του, ξέρασε χολή και μίσος εναντίον μας. Το σωβινισμό τους και το θρησκευτικό φανατισμό τους έδειξαν και κάποιοι άλλοι που ζήτησαν και έλαβαν την ελληνική ιθαγένεια, που, λαθεμένα και με ασυγχώρητη επιπολαιότητα και προχειρότητα χορηγούσαν οι ελληνικές αρχές, και που ντυμένοι με την ένδοξη στολή του Έλληνα στρατιώτη, έκαναν με τα χέρια τους πάνω στα στήθια τους το σχήμα του δικέφαλου αετού, το εθνικό σύμβολο της Αλβανίας. Άλλοι Αλβανοί βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, αλλά ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους στην εκκλησία κι ούτε το χριστιανικό πνεύμα χρησιμοποιούν, ενώ διαπρέπουν στις κλοπές, στις διαρρήξεις και στη διακίνηση ναρκωτικών και λαθραίων αντικειμένων. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι βρήκαν καταφύγιο στη χώρα μας για να επιζήσουν και να αποκτήσουν το προζύμι που θα ζυμώσει το ψωμί και την προκοπή στη χώρα τους, όταν έρθει η ώρα, κι όλα δείχνουν πως το πετυχαίνουν.
Θέλετε να πάμε πιο πέρα; Η Γερμανία μονιμοποίησε 4.000.000 Τούρκους στα εδάφη της, που όχι μόνον έμειναν ανένταχτοι στο κοινωνικό σύνολο αλλά μεταβλήθηκαν σε φανατικούς Οθωμανούς, όπως το έδειξαν ξεκάθαρα πρόσφατα, ωθούμενοι απο το θρησκευτικό και εθνικιστικό φανατισμό τους. Το ίδιο και χειρότερα γίνεται με τους Μουσουλμάνους που είναι εγκαταστημένοι στις αποικιοκρατικές χώρες και με τους δικούς μας στη Θράκη. Η μαντήλα που φορούν οι Μουσουλμάνες δείχνει καθυστέρηση και στέκει εμπόδιο να ταυτιστούν με τις Ευρωπαίες, ενώ οι διαφορές στο χώρο της θρησκείας είναι αβυσσαλέες και αγεφύρωτες. Και πώς να γίνει αλλιώς αφού η αφαίρεση ζωής για μας αποτελεί έγκλημα ενώ για τους Μουσουλμάνους πράξη θεάρεστη; Έτσι οι Μουσουλμάνοι παραμένουν ξένο σώμα στις κοινωνίες που τους φιλοξενούν και θύλακες που εκτρέφουν και παράγουν ανωμαλίες και κάποτε συμφορές και παραμένουν ένα πρόβλημα άλυτο, που εμποδίζει την πρόοδο. Οι Έλληνες Θρακιώτες το διαλαλούν: Νιώθουμε ξένοι στην πατρίδα μας, με τα τζαμιά και τους χοτζάδες που συνεχώς, αδιαλείπτως και στη διαπασών επικοινωνούν με τον Αλλάχ και καλούν τους πιστούς να προσευχηθούν και να εκπέμψουν δεήσεις στο Μωάμεθ.  Αυτή τη στιγμή έχουμε να παλέψουμε με την κρίση που απειλεί την εθνότητά μας και πρέπει να μην της προσθέσουμε άλλα προβλήματα.      Κάποιοι ανάγκασαν αυτούς τους ανθρώπους να γίνουν πρόσφυγες. Είναι γνωστοί αυτοί και από αυτούς πρέπει να απαιτήσουμε να θερίσουν αυτό που έσπειραν και όχι να στέκονται απαθείς θεατές και ακόμα μας παρατηρούν και μας κάνουν συστάσεις για το πώς θα τους περιθάλψουμε. 
Επιβάλεται, οι μεγάλες δυνάμεις και οι όποιες φιλοπόλεμες χώρες, να παύσουν  τους πολέμους για να δυνηθούν, οι κάθε είδους πρόσφυγες, να επιστρέψουν στις πατρίδες τους και να επιδοθούν, απρόσκοπτα και ειρηνικά στα βιοτικά και σε όποια προβλήματα τους απασχολούν.
Νομίζω πως αρκετά είπαμε για την πατρίδα. Και πιστεύω πως όλοι θα εννοήσατε ποιο ήταν το κέντρισμα που με ώθησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Ναι! η πατρίδα ήταν αυτή που μου έσπρωξε το χέρι να γράψω αυτά τα κείμενα. Κι αν τόσα έγραψα γι’ αυτή τη μικρή, σκεφτείτε πόσα έγραψα ή πρέπει να γράψω για τη μεγάλη!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς,όλους εσάς που ανταποκριθήκατε στο κάλεσμά μου και  δώσατε το παρόν στην παρουσίασή του βιβλίου μου.
                                                            
                                                               Πάνος   Λαζαρόπουλος.
                                                    Παρασκευή  23  Ιουνίου  2017
google page rank