Το ντοκιμαντέρ του βραβευμένου σκηνοθέτη Γιώργου Μπελεσιώτη με τίτλο «Λευκάδα, το Νησί του Λόγου και της Τέχνης».
Στο ιστορικό αυτό ντοκουμέντο του 1996 παρουσιάζονται οπτικές καταγραφές της Λευκάδας και από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Η αφήγηση ξεκινά από τους πρώτους Ιστορικούς Χρόνους ακόμα. Αφηγητής είναι ο αναγνωρισμένος Λευκαδίτης ηθοποιός Ηλίας Λογοθέτης. Η μουσική είναι του σπουδαίου συνθέτη, κιθαρίστα, δάσκαλου και μαέστρου Διονύσιου Γράψα, ο οποίος ακούγεται να τραγουδά στους τίτλους τέλους.
Τούτο το νησί, είναι τόσο κοντά στη στεριά, που θ άπρεπε να πούμε, πως γεωλογικά ανήκει στη γεωτεκτονική ζώνη της Δυτικής Στερεάς και χωρίζεται απ’ αυτήν, με στενότατο πορθμό.
Η γραφική διώρυγα, ανάμεσα Λευκάδα και Ακαρνανία, γιομάτη κόλπους, ύφαλους, αλυκές και νησάκια, δημιουργήθηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Ο Θουκυδίδης, ο Στράβων και άλλοι ιστορικοί, αναφέρουν τη Λευκάδα σα χερσόνησο.
Ιστορικές μαρτυρίες λένε, πως όταν οι Κορίνθιος κατέλαβαν τη Λευκάδα, έκοψαν τον ισθμό και τη μετέβαλαν, από χερσόνησο σε νησί
-Σαν έρχεσαι απ’ τη μεριά του πουνέντε και δόση σου α φάντζα, αποκώλοσε κι άμε στο κανάλι της Σάντα-Μαύρας και κοστάριζε.
Έχει εδώ πούντο, που περνούν στη στεριά και μέσα στη λίμνη, μικρά και μεγάλα ξύλα, πάνε απ’ τον πούντο, στο πέραμα.
Τούτο το νησί μαστίζεται από σεισμούς και τόσο τα σπίτια της πόλης, όσο και των γύρω χωριών, είναι το πολύ – πολύ διώροφα πλινθόκτιστα και ενισχυμένα με ξυλοδέματα για ν’ αποφεύγονται οι συμφορές, που δε σταματούν σε τούτο τον τόπο.
Ο παπά Νικόλας Ζαμπέλης του 17ου αιώνα, γράφει. “25 μηνί Ιουνίου,18η ώρα, α ημέρα Σάββατο, έγινε μεγάλος σεισμός κι έπεσαν οι καμάρες και τα σπίτια όλα και τα μαγαζιά, χτιστά και τάβλινα και γύρισαν τα θεμέλια τους άνω κάτω και ξεριζώθηκαν δέντρα, και κόπηκε τόπος πολύς”.
Μετά ήρθε η πανούκλα, που δεκάτισε τον τόπο τρεις φορές. Οικισμοί ολόκληροι ερήμωσαν τότε… Η πείνα τρόμαξε τον κόσμο…Δυό ριάλτα πήγε ο κάδος το στάρι και στη μαύρη αγορά, οκτώ.
Πέρα όμως απ τα στοιχειά της φύσης, που δε σταμάτησαν ποτέ σε τούτο τον τόπο, η στρατηγική θέση της Λευκάδας, που έκανε εύκολη την επικοινωνία με στεριά και θάλασσα, ήταν αιτία να φτάσουν σ’ αυτόν τον τόπο κατά καιρούς, πολλοί άνθρωποι κι απ τον βορά κι απ’ το νότο.
Πολλές φορές ο Λευκαδίτικος λαός αποδεκατίστηκε από κυριαρχίες και επιδρομές, Τούρκων και Ενετών, Αιγυπτίων και Αλβανών, Σαρακηνών, Νορμανδών, Κατελάνων και πειρατών.
Κι όλοι τούτοι, ήρθαν κι έφυγαν και ματάρθαν και ξανάφυγα. Κι ΄αυτός, ο δύσμοιρος Λευκαδίτικος λαός, ανέβαινε καλλιεργώντας όλο και πιο ψηλά αναζητώντας το ψωμί και τη σωτηρία, στις απόκρημνες βουνοπλαγιές του νησιού, ξεχερσώνοντας λόγγους, ρουμάνια, χαλιάδες και ριζιμιά, ψάχνοντας για λίγο χώμα,να φυτέψει τ’ αμπέλι, που τόζωνε με ξερολιθιά.
Τούτες οι αγώνες, πετρώδεις και ορεινές περιοχές του νησιού, δεν μπόρεσαν να καλύψουν τις ανάγκες των χωρικών και η ζωή του Λευκαδίτης αγρότη, ήταν ένας ατέλειωτος αγώνας, για την εξασφάλιση του ψωμιού, που ήταν και η βασική του τροφή και πολλές φορές, μοναδική, μαζί με το κρασί.
Αν και η μαρτυρική ζωή του Λευκαδίτης αγρότη, χάνεται στα βάθη του χρόνου, η κατασκευή του χώρου, με τις πολλές διαρρήξεις, μεταπτώσεις, και μετακινήσεις που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα, αφάνισαν τα χνάρια της ζωής του. Ότι απομένει σε τούτο τον τόπο, είναι το λιγοστό χώμα, η πολύ πέτρα και η γραφικότητα του τοπίου…Χώρος για αναπόληση, περισυλλογή και ποίηση, θά λεγε ο ρομαντικός.
Μαδουρή, είναι ένα μικρό νησί. στο στενό δίαυλο, ανάμεσα Λευκάδα και Ακαρνανία, που τό κανε δόξα η ποίηση. Μαδουρή, είναι ένας βράχος απ τους πιο όμορφους του κόσμου, μια λουρίδα γης καταπράσινη, τριγυρισμένη, από μαβιά θάλασσα, όραμα θαμπωτικό.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο από τη Λευκάδα ήταν του κόσμου τούτου, γι’ αυτό έζησε τη Μαδουρή το χώμα την ύλη της.
Ο Άγγελος Σικελιανός, ο άλλος απ’ τη Λευκάδα, γύρεψε να φύγει στο ταξίδι, το πέρα απ’ το χώμα,,το πέρα απ’ την ύλη,,, Αυτός, έκανε Μαδουρή άλλη…Τη γύρεψε στους Δελφούς στο πνεύμα του Ασκληπιού, στους Δελφούς και στα θάματα.
Τούτο το νησί, έλαχε κληρονομιά στους αδελφούς, κυρ’ Αριστοτέλη και Ξενοφώντα Βαλαωρίτη, στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας, πού έγινε τη χρονιά του 1859. Ο Αριστοτέλης φύτεψε πεύκα στο νησί, κέντρωσε τις αγριλίδες και τό έζωσε με ξερολιθιές να κρατηθεί το λιγοστό του χώμα.
Έτσι η Μαδουρή, έμεινε του ποιητή κατοπινή συντροφιά κι’ αγάπησε, με πάθος τη μοναξιά της.
Όλο σχεδόν τον καιρό, τον περνούσες στη Μαδουρή, συντροφιά με τους εργάτες, που δούλευαν τη γη, καθοδηγώντας, που να φυτέψουν το κλαρί και που το δέντρο…
Κι’ αυτός απολάμβανε τη συντροφιά αυτών των απλών ανθρώπων, που δούλευαν τη γη και τη θάλασσα και που τον δίδαξαν, τον πλούτο της Λευκαδίτικης γλώσσας, αυτής, που με τόση ομορφιά και με περίσσια χάρη, στόλισε την ποίησή του.
Ένα στενό μονοπάτι. φέρνει βόλτα ολόγυρα το νησί, και γύρω – τριγύρω σιωπή… ψυχή ανθρώπου…Μόνο το κύμα που γλύφει τα βράχια της θάλασσας, είναι η ανάσα της μοναξιάς, στο ερημονήσι της ποίησης.
Τ άρεγε πάντα εκείθενε,
να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι
τόσο σου κλέβει την καρδιά, τόσο το νου σου πνίγει.
Κι’ ήταν η έρμη Ελληνική, κι’ υπέφερε να νοιώθει,
τα φράγκικα τα κάτεργα, τη ράχη της να οργώνουν,
και να της δέρνει τα πλευρά, με τα κουπιά ο ξένος.
Αντικριστά στη Μαδουρή, τα Ακαρνανικά βουνά, γιομάτα κάστρα και ηρωισμούς, γιομάτα θρύλους και ιστορίες παλικαριάς, ληστοκρατούμενα, τούδωσαν το υλικό, να τραγουδήσει η ψυχή του τους πόθους της.
Από δω φτάναμε τα κατορθώματα και οι παλικαριές του Κατσαντώνη, του Σαμουήλ , του Διάκου, του Γερο δήμου και του Βλαχάβας.
Γλυκός γλυκός αντίλαλος, έφερνε το τραγούδι,
του κλέφτη που θυμήθηκε, το Χρήστο το Μηλιώνη,
κι’ αγέρας δέντρα και νερά, μένουνε λησμονιούνται
και στέκουν κι’ ακουρμένοντε, για τον παλιό τους φίλο.
Εσείς οπού τον είδατε, ψιλά στα κορφοβούνια,
σταυραετοί και πέρδικες, ξεφτέρια χελιδόνια,
ελάτε να του στήσετε, τραγούδι, μοιρολόγι,
το Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.
Γεννημένος στα 1824, δεν ήρθε να υμνήσει εκ των υστέρων τα κατορθώματα, αλλά τραγούδησε, τους νωπούς ακόμα ηρωισμούς και τους αναμενόμενους άθλους.Η πατρίδα του η Λευκάδα, ήταν ακόμα στο ζυγό κι’ ο λαός της, στερημένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά, υπέφερε τα πάνδεινα.
Δεν έφαγες ποτέ ψωμί, ξερό και μουχλιασμένο,
στον ίδρωτα, στο δάκρυ σου, στο αίμα σου βαμμένο,
δεν είδες στο χωράφι σου, τα στάχυα μεστωμένα,
να στα θερίζουν τ άλογα, του Τούρκου μανιασμένα,
και να σ’ αφήνουν τ άχερα, τα ποδοπατημένα,
για να χορτάσεις τα παιδιά, που σκούζουν, λιμασμένα.
Σ’ αυτά τα κάστρα τριγυρνούσε ολημερίς η ψυχή του ποιητή και καταλάγιαζε ακουρμένοντας την ηχώ, του κλέφτικου τραγουδιού. Σε τέτοια κάστρα θέλησε να φωλιάσει κι’ αυτός, κι’ έχτισε στη Μαδουρή, λίγα μέτρα πιο ψηλά απ το κύμα, το δικό του κάστρο, πούγινε στα κατοπινά χρόνια του ποιητή, το προσφιλές καταφύγιο.
Απ’ τη μεριά του σπιτιού, κι’ αντικριστά στη Μαδουρή, ο καταπράσινος κάβος της Άγια-Κυριακής, με το σπίτι και τον τάφο του Γερμανού αρχαιολόγου Γουλιέλμου Ντέρπφελντ, συμπληρώνει την ομορφιά του τοπίου.
Σε τούτα τα μέρη, ερευνούσε με πάθος ο Γερμανός αρχαιολόγος, να βρει την Ομηρική Ιθάκη. Ο όρμος του Βλυχού, ο προλιμένας του Εγγλιμενού, τα γύρω βουνά, οι σπηλιές, οι πηγές, τα ποτάμια,,, όλα ταυτίζονται με την αφήγηση του Όμηρου, κι’ όλα δείχνουν, πως κάπου εδώ γύρω, πρέπει να ήταν και το κτήμα του Λαέρτη….
Όλος τούτος ο τόπος, είναι η ψυχή του ποιητή. Όλος αυτός χώρος, τον ενέπνεε. Η ομορφιά της φύσης και η γαλήνη της Μαδουρής, έγιναν καταφύγιο και τόπος έμπνευσης, του ποιητή της Λευκάδας.
Εδώ αποσύρεται για καιρό και ζει το δικό του κόσμο.Ξεκομμένος απ’ τη βοή, μακρυά απ’ την πολιτική και κοινωνική ζωή, την πίκρα, την αηδία, αναζητά τη γαλήνη και γράφει… γράφει ώρες ατέλειωτες, τον Αστραπόγιαννο,την Κυρά Φροσύνη,,,την προσευχή του Διάκου,το ξεριζωμένο δέντρο, και τ΄άλλα του ποιήματα, ορθός κι ακούραστος, μπροστά στ’ αναλόγι του, κάνοντας τις νύχτες, σπουδή και αγρύπνια.
Κι’ ολόγυρα στους τοίχους, τ’ αγαπημένα πορτρέτα της φαμίλιας του, ήταν η συντροφιά του ποιητή, στη μοναξιά, του ερημονησιού της ποίησης.
Αυτός ο ταξιδεμένος αριστοκράτης με τη δυτική μόρφωση, ήταν ως τα κατάβαθα της ψυχής του, ο ζωντανός εκπρόσωπος της Νεοελληνικής αναγέννησης και στήριξε όλες τις ελπίδες, όχι στα αστικά κέντρα, αλλά στην ύπαιθρο, στο βουνό και στη θάλασσα, εκεί που ο Ελληνισμός μεταλαμπάδευε, από γενιά σε γενιά, τη φυλετική του συνέχεια.
Κοντά σ’ αυτόν τον Λευκαδίτικο λαό, άκουγε τη γνήσια γλώσσα, τη ζωντανή ιστορία, την παράδοση,,, και τραγουδούσε. Τραγουδούσε το δύσμοιρο φτωχό Λευκαδίτικο λαό,τον υπόδουλο Ελληνισμό,τη φτώχεια και την καταφρόνια.
Η μακρόχρονη βουλευτική πείρα του ποιητή και η γνώση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, τον είχε πείσει πως αυτός ο γενναίος και φιλότιμος λαός της υπαίθρου, που διατηρούσε ανέγγιχτη την παράδοσή του, είχε μείνει ακμαίος και αγνός, όσο κι’ αν το κράτος, προσπαθούσε να τον διαφθείρει και να τον νοθεύσει.
Τούτος ο κόσμος , με τον ιδρώτα και τον κόπο του, ανάστησε μες απ’ την πέτρα, το κλήμα και τα λιόδεντρα, που πρασίνισαν τα βουνά, και τ΄αμπελοφυτέματα άλλαξαν την όψη ολόκληρου του νησιού και προσδιόρισαν τον τρόπο ζωής του τόπου, για πολλά χρόνια.
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν, η Ηπειρώτικη παραδοσιακή των σπιτιών δεν άλλαξε.Τα ήθη τα έθιμα κι ο τρόπος ζωής, συνέχισαν και συνεχίζουν το δρόμο τους με μια αγρίκια παράδοση, που την κυριαρχεί αδιάκοπα, η επίδραση της απέναντι Ακαρνανίας.
Και πάνω στη Λευκαδίτικη γη που τρέμει αδιάκοπα, περπατούν σε πείσμα της φύσης, τα πιο στητά, τα πιο περήφανα, με ίσιο κορμό και ψηλά το κεφάλι γυναικεία κορμιά.
Μέχρι τα βαθιά γηρατειά οι κυρούλες της Λευκάδας, κρατούν αυτή την κατακόρυφη στάση, γιομάτες χάρη και αξιοπρέπεια.Τούτος ο καλοσυνάτος λαός, γιομάτος ευαισθησία και έμφυτη ευγένεια έκανε την ίδια του τη ζωή, χορό και τραγούδι.
Ζώντας ο ποιητής ανάμεσα σ’ αυτό το φτωχόκοσμο, που ορκίζεται στο ψωμί και δίνει λόγο στο κρασί, για χαρά και για λύπη, είδε καλλίτερα το μεγαλείο της ψυχής του και τον αγώνα, για την επιβίωσή του.
Μέσα από όλα αυτά γεννιέται το μεγάλο τραγούδι του ποιητή, “Ο ΦΩΤΕΙΝΟΣ “, που πέρ’ απ τον Εθνικό του χαρακτήρα και το κοινωνικό του περιεχόμενο, περιγράφει το χώρο, με μια ξεχωριστή Λευκαδίτικη ευαισθησία..
Μέσα δεν είχε χώρισμα, ο φτωχικός ο πύργος.
κι’ απ άκρη σ’ άκρη ειν’ ανοιχτός, κι ολόγυρα στον τοίχο.
και σκορπισμένα δω και κει, χίλιων λογιών συγύρια,
αρήλογος , πινακωτή και πλάστης και δρυμόνι,
η ανέμη με τα γνέματα, το τυλιγάδ, η δρούγα,
ο γύκος με τα μάλλινα, τα παρδαλά διπλάρια,
και μια κρεμάθα με πιτιαίς, σιμά στον καπνοδόχο.
————————-
Ρίξ’ ένα ξύλο στη φωτιά, να πέσουν δέκα θράκια,
να πυρωθούν τα πόδια μου κι’ εξυλιασαν Θωδούλα.
Καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας,
Θυμάσαι που σου τόλεγα;
Σαράντα χρόνια πίσω, παρόμοια μ’ ήυρηκε χιονιά…
Ημαστ’ οχτώ συντρόφοι, κλεισμένοι μέσα στ Τάλαρο.
Μας πρόδωσ’ ένας γύφτος,
και μας εκλείσαν άξαφνα, τριάντα τόσοι Φράγκοι….
Εσκότωσα τον αρχηγό κι’ έχασα το Χαρίτο.
Πούτανε πύργος ζωντανός.
Με το σπαθί στο χέρι, περάσαμ’ οι άλλοι ανέγγιχτοι.
Μας πήρανε ξελάκου,
Εχιόνιζε πυκνά πυκνά και τα πατήματά μας,
εσκέπαζαν ευσπλαχνικά, τα γνέφη κι η μαυρίλα.
Φτάνω στα Χαραδιάτικα, μου τάχανε πιασμένα.
Παίρνω το Γένι κι έρχομαι, ως κάτω, στου Δεσίμου…
Ήταν ο τόπος ανοιχτός.
Χωρίς να ξανασάνω, ομπρός τραβώ στα Σύβοτα…
Εκείθε Αλετροχώρι και μια και στο Λειψόπυργο.
Στον Εύγυρο ανεβαίνω και παίρνω κείθε το Σκληρό…
Περνώ Μαραντοχώρι, Κοντάρενα και Βουρνικά,
τρώμε ψωμί στο Σύβρο.
Είχαμε γίνει δεκαοχτώ, Ποιος με κρατούσε τότε…
Ανέβηκα στον άι-Λια κι από το Λαγηνάκι,
μες το Νιοχώρι ροβολώ.
Οι Φράγκοι μεθυσμένοι, στου Λογοθέτη επλάγιζαν
κι από τα τότε ακόμα, Θωδούλα, δεν εξύπνησαν.
Ο Φωτεινός ξεπέρασε τις προσδοκίες του ποιητή κι έγινε καθώς έλεγε, η επανάστασης της βουκέντρας, η επανάσταση του λαού, η επανάσταση του αγρότη, ενάντια στον ξένο, ενάντια στους δυνατούς του κόσμου, που καταπίεζαν, εκμεταλλεύονταν τον ιδρώτα του…
Και με τον ξένο, δεν νοούσε μονάχα τους Φράγκους που υποδούλωσαν τον τόπο, αλλά κι όλους εκείνους, ντόπιους και ξένους, που καταπίεζαν το λαό κι΄εμπόδιζαν να δει, τους εθνικούς του πόθους..
Και προχωρώντας ακόμα παραπέρα, θεωρούσες ξένους κι όλους τους σπουδαγμένους στην Ευρώπη, πούβριζαν βάρβαρη τη δημοτική γλώσσα και που χαρακτήριζαν τη βαθιά εθνική παράδοση, σαν αποτέλεσμα της μακρόχρονης δουλείας.
Σε πείσμα όλων αυτών, ο Φωτεινός, άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση του τόπου απ΄ τα δεσμά του λογιοτατισμού, που ήταν αναχρονιστικά και απονεκρωμένα κι έχτισε σιγά σιγά, μες τη συνείδηση και την ψυχή του λαού, τον πόθο για τη λευτεριά του.
-Πάρ ένα σβώλο Μήτρο,
και διόξ εκείνα τα σκυλιά, που μου πατούν το φύτρο.
Ο χερουλάτης έφαγε, τ άχαρα δαχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου, έλιωσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδ εδώ, εσάπισα στη νότη,
μ αρρώστια με γεράματα, βάσανα, νήστεια, κόπη,
γιαυτό το έρμο το ψωμί,
και τώρα που προβάλει, σγουρό, χολάτο απ΄τη γη,
που πριν το φαν χορταίνουν, τα λιμασμένα μου παιδιά,
να το πατούν εμπρός μου, με τόση απίστευτη απονιά,
οι δυνατοί του κόσμου.
-Εξέχασες και δε μ΄ακούς, σε σένα κράζω Μήτρο,
διώξε σου λέω τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
-Είναι του Ρήγα δεν κοτώ,,, για κύταξ εκεί πέρα,
να δείς, τη θρώς που γίνεται, τη χλαγοή πατέρα.
-Τι Ρήγας τι ρηγόπουλο,,, είν ο καινούργιος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό, να γένη νοικοκύρης,,,
παλιόφραγκοι που πέφτουνε, σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς, αγρίμια.
Ο Βαλαωρίτης, γίνεται επαναστάτης και πολλές του πράξεις δείχνουν την αντάρτική του διάθεση, απέναντι των αρχών της Λευκάδας, που κάποτε μάλιστα, τις κατέλυσε.
Στο < Φωτεινό το ζευγολάτη > βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό να ορθώνεται κάστρο απάτητο και στρέφεται ολόψυχα στο λαό, περιμένοντας απ αυτόν την επανάσταση, που θάφερνε την ποθητή αναγέννηση του τόπου.
Γέροντα τον ελάτρευε, πάντα κρυφά η Λευκάδα.
Τον είχε πολέμαρχο της, χωρίς να πάρει αχνάδα
ξένος κανίς του μυστικού.
Κι όταν ο ζευγολάτη, μέσα σε κόσμο επρόβαινε,
μεριάζαν τα παιδιά της και προσκυνούσαν ξήσκεπα,
τον είχαν βασιλιά τους,,, φτωχός, πανόρφανος λαός
και τ άσπρα τα μαλλιά του, στο μέτωπο ελάμπανε ,
το βαρυπληγωμένο,
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνω σ αυτό το είδωλο, σ΄αυτόν τον ασπρομάλλη,
ακράτητη όλη η Φραγκιά, ορμούσε ανεμοζάλη
κ΄ εκείνος μένει ασάλευτος, σα βράχος που προσμένει,
στα στήθια ου τα ολόγυμνα, τη θάλασσα οργισμένη.
-Πούθε κατάγεσαι μωρέ;
-Εδώθε, Σφακιασάνος.
Και γω σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατσιάνος,
αφέντη σου παντοτινός, τύραννος, άρχοντάς σου.
Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες τα νερά σου,
ήμερο κι΄αγριο κλαρί, τ΄αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το.
Βουνού και λόγγου αγρίμι,
ειτ΄ έχει τρίχα είτε φτερό, σιχαμερό ψοφίμι,
το διαβατάρικο πουλί, σ εμέ μονάχα ανήκει,
κι΄αξίζει το κεφάλι σου, λαγόπουλο ή περδίκι.
Και στα στερνά τα λόγια του, ένοιωσ΄ο ζευγολάτης
οτ ένα δάκρυ ετόνιζε, τ΄ασπράδιτου ματιού του,
κι΄ολόρθες αναδεύονται, οι τρίχες του κορμιού του.
-Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή ειν΄ η ρίζα,
και μένει πάντα ζωντανό, ή βρόμη φάει, ή βρίζα,
αυτό το βόδι το μανό, πόσο βαθιά ρουχνίζει,
τόσο εύκολα μυγιάζεται, κι΄ ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε λαό,,, θα σπάσει το καρίκι,
και θα προβάλει με φτερά, μια μέρα το σκουλήκι…
Τότε πουλί το σερπετό, ποιος ξέρει που θα φτάσει,
-Δείξε μ΄αυτό το λείψανο, που θα βρικολακιάσει….
-Εγώ ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης
που ρίχνω δω το σπόρο μου, για να μου τονε πάρεις,
-Εγώ που με τον ιδρώτα, τα χώματα ζυμώνω,
για να τρωγ΄ άλλος το ψωμί,
που τρέχω και κεντρώνω, την αγριλίδα του βουνού
και που δε έχω λάδι,
ν΄ ανάβω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
-Εγώ που με τα νύχια μου, αναποδογυρίζω,
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα που δε τρυγώ και που ποτέ δεν έχω,
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω,
-Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ αιώνια ζάλη,
που παίρνω κέρδος πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη, για να με κρίνει νόμο…
Αυτός, αυτός είν ο λαός, τ άψυχο το κουφάρι,
αύτωνε το καματερό, το ψόφιο το κριάρι,
Μη ρίξεις άλλο φόρτωμα, στην έρμη του την πλάτη.
Τόπα, πως τούτος ο τόπος, είναι γιομάτος αναπόληση, περισυλλογή και ποίηση. Βλέπεις τη Μαδουρή να ταξιδεύει, μέσα στο χρόνο,,, στη μοναξιά του καναλιού, τριγυρισμένη από μαβιά θάλασσα κι αναλογιέσε, θέλεις δε θες..
Τι δόξα και τι πάθος και τη λύπη, πέρασε κάποτε απ το νησί…Γαληνεύεις σα συλλογιέσαι, πόσα πολλά μαζεύτηκαν, μέσα, σε τόσο λίγο, τόπο. Πόσα πολλά, και δύναμη και ομορφιά, και πως όλα αυτά, μέσα σε τόσο λίγο καιρό, γίνανε τίποτα…Δεν έμεινε άλλο απ την ερημιά και τα πεσμένα φύλλα.
Τούτες τις ώρες, που η μέρα γέρνει στη δύση της, εδώ, μέσα στην ερημιά της Μαδουρής, νιώθεις πιο πολύ έντονα,, αυτό που χωρίζει την αλήθεια της ζωής. Απ΄την αλήθεια της ποίησης…
Κανένας ποιητής, δεν ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον τόπο του, όσο ο Βαλαωρίτης, με τη Λευκάδα και τους κατοίκους της.
Βήμα με βήμα, έψαξε τους χώρους κι ανακατεύτηκε με το λαό της.
Τούτος ο τόπος τον σφυχτοκράτησε γερά.
Στην πόλη της Λευκάδας και πίσω απ την εκκλησιά του Παντοκράτορα, -που χτίστηκε σ΄ανάμνηση της απελευθέρωσις του τόπου από τους Τούρκους-, αναπαύεται στο μνημούρι του, πίσω απ τ άγιο Βήμα, ο μεγάλος συνεχιστής του Όμηρου, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
Στην ταφόπετρά του, χαραγμένοι οι στίχοι του, απ την Κυρά – Φροσύνη.
Τι φιλί πού ταν εκείνο. έχει μέσα του κρυμμένη,
τη στιγμή που τον επάνω, με τον κάτω κόσμο δένει.
Έχει μέσα του το σχώριο, το τρισάγιο, το λιβάνι,
το λουλούδι που βλαστάνει.
Μεσ΄ τη χέρσα γη του τάφου, έχει μέσα την ελπίδα,
τ όνειρο του πεθαμένου, το κιβούρι, τη σανίδα,
που μας κάνει κι αναπλέμε, μέσα στ άβαθο το μνήμα,
μεσ τ’ απέραντου του χρόνου, το κατάμαυρο το κύμα…
Όταν έρθει εκείν η ώρα, σε παράμερη μια άκρη,
να με χώσετε κι εμένα, μ’ ένα σχώριο, μ’ ένα δάκρυ
Αρ. Βαλαωρίτης
Νησί, αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
Ω ριζωμένο, στο πολύβοο διάστημα
και στου Όμηρου το στίχο λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο.
Δάσο όλο δρύ στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που άχνισαν τα σπλάχνα μου απάνω,,,
ολοκαύτωμα θείο και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο.
Μέσα βροντά ο Λευκάτας, μαζώνεται η μπόρα
ξεσπά μες το θείο ελαιώνα,
Τρικυμίζει το πέλαο νησί μου.
Άλλη θροφή απ τη θροφή σου δε θα βρω,
απ την ψυχή μου, άλλη ψυχή,
Άλλο κορμί, από το κορμί μου
Α Σικελιανός
1981 – Γ. Μπελεσιώτης
Το σενάριο, όπως είναι αναρτημένο στο προσωπικό blog του Γιώργου Μπελεσιώτη.