(Γράφει: o Αποστόλης Κομπλίτσης)
Η διαδικασία για τον καπνό άρχιζε στην περιοχή μας περίπου στα τέλη του Γενάρη, εκεί κοντά στις Αλκυονίδες μέρες με το σκάψιμο( σήκωμα) στις βράες και την επεξεργασία( κλώσιμο) του σπόρου. Αφού γινόταν η σωστή επεξεργασία στο σπόρο αλλά και στο χώμα της βραιάς στη συνέχεια σπέρνονταν εκεί στα μέσα περίπου του Φλεβάρη.
Παλιά το σκέπαζαν για προστασία από την παγωνιά με διάφορα κλαριά και στα πιο κοντινά χρόνια με ειδικό νάιλον διαμορφωμένο ως ένα μικρό τολ.
Παράλληλα προετοίμαζαν τα χωράφια οργώνοντας τα δυο και τρεις φορές, ώσπου να μεγαλώσει το φυντάνι για να μπορέσουν να το φυτρώσουν ρίζα- ρίζα στο χωράφι, μια διαδικασία επίπονη και κουραστική αλλά και κάποιες φορές αποτυχημένη, λόγω και των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν.
Όπως και να είχε όμως η κατάσταση, απ ότι τουλάχιστον εγώ θυμάμαι ποτέ κανένας δεν έμενε( αφύτευτος) χωρίς παραγωγή γιατί υπήρχε αλληλοβοήθεια του ενός με τον άλλο. Όλη αυτή η προσπάθεια διαρκούσε μέχρι τέλος Μαΐου. Όταν πλέον ο καπνός άρχιζε στο χωράφι να μεγαλώνει άρχιζε το σκάλισμα ανάμεσα στις ρίζες αλλά και το ξεχορτάριασμα για να μπορέσει η ρίζα και τα φύλλα της να έχουν μεγαλύτερη και πιο γρήγορη ανάπτυξη.
Στα μέσα Ιουνίου περίπου και αφού ο καπνός άρχιζε να ωριμάζει, άρχιζε για τον παραγωγό και την οικογένεια όλη η δεύτερη και πιο επίπονη διαδικασία: το λεγόμενο μάζεμα του καπνού, το μπελόνιασμα (αρμάθιασμα) και το λιάσιμο σε ειδικά διαμορφωμένες κρεμάστρες (λιάστρες) το μάζεμα του καπνού γινόταν αναλογικά από 4-6 φορές (χέρια λέγονταν) όπως πήγαινε η σοδειά. Η διαδικασία αυτή της δεύτερης πράξης ήταν απλή αλλά τόσο επώδυνη και κουραστική που πάρα πολλά παιδιά σε τρυφερές ηλικίες 6-7 χρονών αλλά και στα εφηβικά τους χρόνια δεν έπαιξαν, δεν χάρηκαν διακοπές ίσως και από τη μεγάλη κούραση πολλά από αυτά να μην μπορούσαν καν να ονειρευτούν!!!! Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της κούρασης (που πολλοί από εμάς την κουβαλάμε ακόμα πάνω μας), θα πρέπει να γνωρίζει ότι όλη σχεδόν η οικογένεια σηκωνόταν γύρω στις 4 το πρωί, πήγαινε στο χωράφι για το μάζεμα του καπνού, φύλλο το φύλλο, και στη συνέχεια κατά τις 8-9 το πρωί που το έφερνε στο σπίτι άρχιζε αμέσως το μπελώνιασμα(αρμάθιασμα). Παλιά που δεν υπήρχαν οι μηχανές, αλλά μόνο οι ατσάλινες βελόνες, πολλές φορές μαζί με τον καπνό τρυπούσες και τα χέρια σου!!! Η όλη διαδικασία κρατούσε μέχρι και τις 7 και τις 8 η ώρα το βράδυ. Και όλο αυτό τελείωνε περίπου τέλη Αυγούστου.
Τώρα αν μπορούσα να σας διηγηθώ λεπτομέρειες και διάφορα τραγελαφικά γεγονότα που συνέβαιναν όλον αυτόν τον καιρό στους περισσότερους παραγωγούς, ίσως και να μην τα πιστεύατε όσοι δεν τα ζήσατε. Και όσοι από εσάς τα γνωρίζετε γιατί τα ζήσατε, μπορεί τώρα που τα διαβάζετε να στενοχωριέστε, έστω και με λίγη δόση νοσταλγίας. Όποιος παραγωγός τελείωνε πρώτος, έβγαινε στο καφενείο χαμογελαστός και το ανακοίνωνε. Εκεί άκουγες τη φράση από τους υπόλοιπους «Άντε μωρέ και καλά διάφορα».
Στην Τρίτη φάση της διαδικασίας και αφού είχαν λιαστεί οι αρμάθες, μαζεύονταν 7-8 μαζί και φτιάχνονταν τα βαντάκια, που στη συνέχεια τα κρεμούσαν στις αποθήκες, όποιος είχε, διαφορετικά μέσα στο σπίτι που κοιμόταν και η οικογένεια(κρεμασμένα στα μαδέρια). Και μετά το στράγγισμα των υγρών που είχαν απομείνει, περίπου ενάμιση μήνα γινόταν η τελική δεματοποίηση.
Τα δέματα παρέμεναν μέσα στο σπίτι έως την άνοιξη που θα ερχόταν ο έμπορος για την αγορά τους. Τα τελευταία χρόνια με τα μηχανήματα αλλά και με ξεχωριστούς διαμορφωμένους χώρους, η καλλιέργεια ήταν σχετικά πιο εύκολη και πιο ανώδυνη για όλη την οικογένεια.