Ταξίδεψα πολύ
σαν έρημο πουλί
περπάτησα σοκάκια κι ανηφόρες
ανέβηκα ψηλά
έπεσα χαμηλά
λιακάδες γνώρισα, βροχές και μπόρες.
Μα όπου κι αν γυρνώ
κοιμάμαι και ξυπνώ
με μια εικόνα μέσα μου κι ελπίδα.
Αχ! και να ξαναδώ
γαλάζιο ουρανό
σκληρά βουνά, εσένανε πατρίδα.
Κι αν πάντα με πονάς
και τις πληγές κεντάς
τόσο εγώ παθιάζομαι για σένα
και αν διώχνεις τα παιδιά
να πάνε μακριά
να ξέρεις δεν αντέχονται τα ξένα.