Σπανίζει να υπάρχουν εννιά πήγες σε ένα τόσο μικρό βουνό σαν τον Αμαδαρό και με τα χρόνια που περάσαν, πολλές απ αυτές έχουν στερέψει, ενώ άλλες έχουν αλλάξει ντορό.
Δεν θα ήθελα να ξεχαστούν ολότελα και μια μέρα, μετά από πολλά χρόνια, αποφάσισα παρέα με το φίλο μου τον Κώστα να τις κινηματογραφήσω και να γράψω, γεγονότα και ιστορίες, που έζησα γύρω τους.
1) Η πηγή της Άννα – Ήρας.
Άρχισα πρώτα απ την πηγή της Αννα - Ήρας, που ήταν στα ριζά του Αμαδαρού.
Ή πηγή αυτή που δεν υπάρχει πια, ήταν εκεί που η θάλασσα έχωνε τη γλώσσα της μέσα στα βράχια του βουνού, απ όπου ανάβλυζε γλυφό και γάργαρο, το κρυσταλλένιο της νερό.
Την επισκέφτηκα για πρώτη φορά όταν ήμουν μικρό παιδί, παρέα με άλλα μικρά της ηλικίας μου.
Του Γιώργου Μπελεσιώτη |
Μετά τον ποδαρόδρομο που κάναμε και κατάκοπα καθώς ήμασταν, καθίσαμε στις δυο πλάκες που ήταν δεξιά και αριστερά της πηγής να φάμε το κολατσιό που ήταν συνήθως μια χούφτα ελιές, δυο σκόρδο-κρέμμυδα και μια αγκωνιά ψωμί.
Χαζεύαμε μασουλώντας τα αεροπλάνα που περνούσαν ψηλά στον ουρανό πάνω απ τα κεφάλια μας κατά πεντάδες -τρία μπρος και δύο πίσω- σε μια ατέλειωτη σειρά και δεν ξέρω αν ήταν Εγγλέζικα ή Γερμανικά ή που πηγαίνανε.
Σαν ξεκουραστήκαμε και πρωτοδοκίμασα λίγο κι απ το γλυφό νερό, πήραμε τα ριζά του βουνού και βγήκαμε στον καρόδρομο που πήγαινε για τα Παλιάμπελα.
Ακριβώς στη στροφή ήταν ένα Γερμανικό φυλάκιο και πέντε έξη Γερμανοί, κοίταζαν την ανηφόρα απ όπου κατέβαινε καμαρωτός ο μπάρμπα Στέφανος, καβάλα στη γαϊδούρα του.
Κρατούσε ολόστητος στο ένα χέρι τη γκλίτσα σαν να ήτανε σκήπτρο και στο άλλο την τριχιά, που κουμαντάριζε τη γαϊδούρα.
Μπροστά και στα δέκα μέτρα, περπάταγε φορτωμένη με μια ζαλίκα ξύλα -ίσαμε κει πάνω- στην πλάτη, η γυναίκα του.
Μου ήταν και οι δύο τους γνωστοί, γιατί πέρα απ τα ξύλα που μας φέρνανε στο σπίτι, μου είχαν χαρίσει κι ένα νεογέννητο λαγουδάκι, που το βρήκανε στο λόγκο.
Το μεγάλωσα παρέα με την αδερφή μου ταΐζοντάς το στην αρχή με το σταγονόμετρο και μετά με το μπιμπερό.
Το προσέχαμε σαν τα μάτια μας, γιατί είναι δύσκολο να ημερώσει ο λαγός...
Και όμως τα καταφέραμε.
Πήδαγε στην αγκαλιά μας σαν να ήταν γάτα και κοιμόταν τα βράδια στα πόδια μας.
Γέμιζε όμως το σπίτι με ακαθαρσίες που στην αρχή ήταν κάτι μικρά κουρατζινάκια που όλο και μεγαλώνανε, καθώς περνούσε ο καιρός.
Η μάνα μου δεν το ήθελε, γιατί όλο το σπίτι μύριζε κατουρλίλας και μια μέρα που γυρίσαμε απ το σχολείο, μας είπε πως έφυγε από μόνο του και στα κρυφά...
Σίγουρα, το είχε ξεφουρνίσει,,, ή μάλλον το είχε φουρνίσει.
Σταμάτησαν λοιπόν οι Γερμανοί τη γυναίκα του μπάρμπα Στέφανου που ήταν γκαστρωμένη κι έτοιμη να γεννήσει,,, την ξεζαλίκοσαν και περίμεναν να φτάσει κι ο άντρας της, που ερχόταν καμαρωτός, πάνω στη γαϊδούρα.
Με το που έφτασε, τον άρπαξαν -από καβαλάρης που ήταν- και τον ρίμαξαν στις κλωτσιές.
Ήταν καλοζωισμένος ο μπάρμπα Στέφανος -εν αντιθέσει με τη γυναίκα του- ροδοκόκκινος και στρουμπουλός και από ότι είδαμε, άντεχε και στο ξύλο.
Τον πελέκισαν εκείνο το πρωινό στις κλοτσιές, μέχρι που στο τέλος τον γονάτισαν και του φόρτωσαν τη ζαλίκα.
Βάλανε και τη γυναίκα σηκωτή πάνω στη γαϊδούρα και τους στείλανε για τη Βόνιτσα, λέγοντάς τους αγριεμένοι πολλά λόγια ανακατεμένα με βλαστήμιες, που δεν χρειαζόταν να ξέρεις Γερμανικά, για να καταλάβεις το τι τους έλεγαν.
Εμείς, μετά απ αυτά που μας τύχανε εκείνο το πρωινό στο δρόμο μας, πήραμε στα μουλοχτά το μονοπάτι που ακολουθούσε τα ριζά του βουνού και φτάνοντας στα πλατάνια της Παναγιάς, σταματήσαμε να ξαποστάσουμε και να δροσιστούμε στην πηγή που ήταν εκεί, γιατί μας είχε ανάψει η δίψα απ το ψωμοκρέμυδο.
Καθίσαμε στον ίσκιο κάτω απ τα φουντωμένα πλατάνια και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τις παγίδες που θα στήναμε για πουλιά.
Μαζί μ αυτές, μαζέψαμε και δυο-τρεις πλακοπάιδες μέσα απ της ελιές του Ζέρβα που ήταν μπροστά μας,,, κι αμοληθήκαμε στον κάμπο, για παιχνίδια, και κλεψιές.