Στην εποχή μου, πριν τόσα χρόνια-τα παιγνίδια ήταν από αστεία και ανώδυνα, έως δυναμικά και «βάρβαρα». Τα«υλικά» μπόλικα, «οικολογικά» και τζάμπα!!
Θυμάμαι οι μικρότεροι, να παλεύουν όλη μέρα μέσα στα χώματα, τραβώντας μ’ ένα σπάγγο το «φορτηγό», η την «γαϊδούρα» και μάλιστα φορτωμένη!!!
Μια μεγάλη παλιά σκουριασμένη καραβάνα κονσέρβας, γεμάτη χώμα, η ότι άλλο τούς κατέβαινε απ’ το μυαλό, ήταν το «φορτηγό!! Και το πάλευαν ώρες ολόκληρες, φτιάχνοντας δρόμους και στροφές, ανηφοριές και κατηφόρες, μέσα στον κήπο του σπιτιού, ανάμεσα στις κολοκυθιές και τα σκορδοκρέμυδα. Υπήρχαν και οι «κουρσούλες»,κάτι μικρά καραβανάκια σαρδέλας που δυο –τρία συγκεριασμένα, έκαναν το ίδιο δρομολόγιο!!!
Πάνος Κοτίνος |
Το καλοκαίρι ο «στόλος» μεγάλωνε, το καβούκι της κολοκύθας -που είχε γίνει πίτα-, ήτανε η «κλούβα»,το λεωφορείο της γραμμής, που μερικοί «χειριστές» της γλώσσας, το έλεγαν καθαρευουσιάνικα «ελεωφορείο»!!!..
Οι ελάχιστα μεγαλύτεροι, με λούρες από λυγιά, έφτιαχναν με τέχνη και μεράκι την «γαϊδούρα». Τώρα γιατί γαϊδούρα, και όχι γάιδαρος η μουλάρι, θα σας γελάσω.
Έτσι το βρήκα, έτσι τ’ άφησα!!
Η τεχνική κατασκευής άψογα προσεγμένη, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.
Σαμαροτριχιές, σκάλες, καπίστρια,-από σπάγγο βέβαια-,σαμάρια και φορτώματα, όλα στην εντέλεια. Τα μεγαλύτερα παιδιά,-πάνω από δέκα-έντεκα χρονών, έπαιζαν τα θρούμπαλα, τα πλακάκια, τον φίτσιο, και την γκόσια,
«Θρούμπαλα»!!
Η παρέα χωρισμένη σε δύο ομάδες. Ο αγωνιστικός χώρος ένα ευρύχωρο ξέφωτο σε κάποια άκρη του χωριού Τρία αγκονάρια«τα θρούμπαλα» για κάθε ομάδα, στημένα όρθια ένθεν και ένθεν σε απόσταση είκοσι περίπου μέτρων, και η προσπάθεια και σκοπός των αντιπάλων να τα ρίξουν κάτω.. Δικαίωμα βολής, τρία μόχαλα –εναλλάξ ο κάθε παίκτης. Οι δεχόμενοι την επίθεση «μακριά κι’ αλάργα» απ’ τα θρούμπαλα,- αλίμονο σου αν σε πέτσωνε άστοχη μοχαλιά-περίμεναν την δική τους σειρά βολής. Νικήτρια η ομάδα πού κατάφερνε πρώτη, να ρίξει κάτω τα «θρούμπαλα» του αντιπάλου. Έπαθλο, η προκαθορισμένη απόσταση καβαλαρίας για τούς νικητές και η καζούρα για τούς αντιπάλους η κόντρα, και ξανακόντρα «ρεβάνς» διαρκούσε μέχρι να πέσει το σκοτάδι, η να μην μπορούν οι παίχτες να σηκώσουν πια τα χέρια τους, απ’ τον διαρκή λιθοβολισμό.
Γκόσια!!
Παιγνίδι σκληρό, και αιματοβαμμένο!! Σπάνια τελείωνε αναίμακτα και χωρίς τραυματισμούς!! Τα κεφάλια των συνομηλίκων, και το δικό μου έχουν τουλάχιστον τέσσερα-πέντε εμφανή σημάδια. Άμα καραφλιάσουμε τελείως το μέτρημα για τον καθένα θα είναι ευκολότερο.
Γκόσια, ίσως το πιο δημοφιλές –ξεχασμένο τώρα πια- παιγνίδι της νειότης μας. Τα αξεσουάρ? Ένα βαζόγαλο «καταζουγκλιασμένο» επίτηδες, ήταν η «γκόσια». Τα «στρουπίτσια» κάτι γερά ξύλινα παλούκια –ένα για κάθε παίχτη- ήταν μπαστούνια στήριξης, και απόκρουσης της γκόσιας. ( Στρουπίτσια κάτι σαν τα μπαστούνια του γκόλφ!!, –λίγο?-πρωτόγονα και άκομψα βέβαια, αλλά φθηνότερα και άφθονα.!!
Όλες οι φράχτες στην διάθεση των παικτών)!! Και τέλος οι μίντζες!! Μικρές λόμπες σκαμμένες στο χώμα,-μία για κάθε παλούκι-σε κυκλική διάταξη, ήταν έδρα και καταφύγιο των παιχτών. Ο τρόπος και κανόνες διεξαγωγής του παιγνιδιού γνωστά σε όλους «τότε». Ένας απ’ τους παίχτες, άπλωνε τα χέρια, και πάνω τους έμπαιναν τα στρουπίτσια της ομάδας και το ταλαιπωρημένο βαζόγαλο, η «γκόσια.
Με μια απότομη κίνηση, τα πέταγε όλα μαζί πίσω απ’ την πλάτη του και όποιου το ξύλο ήταν πιο κοντά στην γκόσια τα φύλαγε, «τα’ μενε»!! (σ’αυτό το «σημείο» γίνονταν και κάτι πονηρές ψιλο νοθείες.. αλλά θα μου πεις και πού δεν γίνεται ρε φίλε? Ακόμα και το μέλι κοντεύουν να το κάνουν «δηλητήριο»!!τέλος πάντων... Η έναρξη του αγώνα.
Δημοκρατικότατη και χωρίς ενστάσεις!! Αυτός που «τα ’μενε» από απόσταση οκτώ-δέκα μέτρων, πέταγε την γκόσια ψηλά, με στόχο και ελπίδα να ακουμπήσει κάποιον συμπαίκτη του.«Αυτονόητο βέβαια, όταν την πέταγε, δεν καθόταν να κοιτάει την πορεία της σαν χάχας, έπιανε «μετερίζι», γιατί αν σε απόκρουση-επιστροφή-την έτρωγε κατακέφαλα, κλάψτα Χαράλαμπε!!»
Οι άλλοι με τα ξύλινα μπαστούνια «στρουπίτσια» σηκωμένα, περίμεναν πανέτοιμοι για την υποδοχή της. Η πρώτη προσπάθεια και αντικειμενικός σκοπός, να την πετύχουν στον αέρα στέλνοντας την όσο μακρύτερα μπορούσαν. Τα παλούκια σφύριζαν δίπλα στ’ αφτί σου, μόνο η πείρα του παιγνιδιού, και το «γνοιασμένο» μάτι, γλύτωναν-στο παραλίγο- το κεφάλι σου. Αν η εναέρια απόκρουση ήταν αποτυχημένη, το παιγνίδι συνεχίζονταν από χαμηλά. (Κάτι σαν χόκεϊ επί χόρτου!! Με μια «μικρή» διαφορά όμως, αντί να σημαδεύεις το τέρμα, σημάδευες τον αντίπαλο.)
..................................
Εκεί άρχιζε το πανηγύρι. Με το παλούκι ανά χείρας αυτός που τα ’μενε προσπαθούσε με απαλά, η δυνατά και άγαρμπα χτυπήματα στη γκόσια, να βρει το σώμα κάποιου αντιπάλου, να τον «κάψει». Αυτός που δέχονταν την επίθεση, σαλτάριζε σαν μαϊμού, αποφεύγοντας επιτήδεια την γκόσια –επαφή-και συγχρόνως πρόσεχε μην βγει έξω απ’ την μίντζα το παλούκι του.
Οι συμπαίκτες του ριψοκινδυνεύοντας, προσπαθούσαν να τον «ξαπαντήσουν», διώχνοντας με τα «στρουπίτσια», την γκόσια από κοντά του.
Σ’ αυτή την φάση του παιγνιδιού είχαμε σχεδόν πάντα «επεισόδιο»!!! Καθώς τα «στρουπίτσια» ανεβοκατέβαιναν, και η προσοχή ήταν στραμένη στη γκόσια, άθελα και άγαρμπα, έτρωγες την πρώτη ματσουκιά στα ποδάρια. Αν την άρπαζες πάνω απ’ το γόνα, λίγο το κακό,έλεγες «σκατά στ’μίντζαμ’», -αυτό ήταν άδεια προσωρινή, και άνευ συνεπειών έξοδος απ’ το παιγνίδι- και έτρεχες στην κοντινότερη βρύση, για «κρυοπαγική» θεραπεία και ανακούφιση. Αλίμονο αν την έτρωγες στο καλάμι.
Ρεκάζοντας απ’ τον πόνο. πήδαγες σαν ζορκολαίμης κόκορας!!
Η γκόσια σήμερα τελείωνε για σένα!!!
Την άλλη μέρα, κουτσαίνοντας «ρόκα το ποδάρ», αθέλητος –τραχτής-θεατής, αγνάντευες το παιγνίδι, περιμένοντας την ώρα της ανάρρωσης για να ξαναπαίξεις...............
Πάνος Κοτίνος