Από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου τα σχέδια των Ιταλών προέβλεπαν διείσδυση στην Πίνδο με κατεύθυνση το Μέτσοβο, αποσκοπώντας να διασπάσουν τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου από εκείνες της Δυτικής Μακεδονίας.
Αν οι Ιταλοί καταλάμβαναν το Μέτσοβο, η Ελλάδα θα κοβόταν στα δύο. Την επίθεση είχε αναλάβει μια από τις πιο επίλεκτες μονάδες του ιταλικού στρατού, η τρίτη μεραρχία Αλπινιστών Τζούλια (3η ΜΑ) με 10.800 άντρες.
Μεραρχία συγκροτημένη και εκπαιδευμένη, ειδικά για αγώνα σε ορεινές και δύσβατες περιοχές. Απέναντι τους είχαν να αντιμετωπίσουν μια ελαφριά ελληνική δύναμη μόνο 2.000 ανδρών υπό το συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη. Η ιταλική μεραρχία προέλασε πολύ γρήγορα και απείλησε τις ελληνικές γραμμές ανεφοδιασμού στο Μέτσοβο.
Μια επίθεση που είχε δεχτεί με ασφυξιογόνα αέρια από τους Βούλγαρους, του άφησε πρόβλημα στα πνευμόνια, ενώ είχε χρυσό αριστείο ανδρείας στη Μικρασιατική εκστρατεία. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχε στην διάθεση του ήταν ελάχιστες. Δεν είχε καν τις μονάδες του, ενώ είχε όλμους με βλήματα που δεν διέθεταν προωθητικά φυσίγγια.
Ο Δαβάκης έβλεπε ότι ο ιταλός μέραρχος προχωρούσε γρήγορα προς τη Σαμαρίνα, χωρίς να καλύπτει τα νώτα του.
Ο Έλληνας Συνταγματάρχης περίμενε ενισχύσεις, αλλά ταυτόχρονα ετοίμαζε το καθοριστικό χτύπημα στη Τζούλια.
Ο στρατηγός Πίτσικας διατάσσει τον ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία να ενισχύσει την ομάδα Δαβάκη με το απόσπασμά του.
Ο Καραβίας στην διαδρομή έπεσε σε γκρεμό.
Το άλογο του σκοτώθηκε, ενώ ο ίδιος επέζησε αλλά με σπασμένο χέρι. Αν και τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει στο όρος Τσούκα και στη μονάδα του στρατηγού Δαβάκη....
Ο πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός και η αντεπίθεση
Η ελληνική αντεπίθεση άρχισε την 1η Νοεμβρίου 1940. Εκεί έπεσε νεκρός ο πρώτος έλληνας αξιωματικός.
Ήταν ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος, ο οποίος υπερασπιζόταν το ύψωμα Τσούκα. Αν και το είχε χάσει ήδη τρεις φορές από τους Ιταλούς, είχε οργανώσει μια τέταρτη αντεπίθεση.
Κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης δέχτηκε πυρά από ιταλικό πολυβόλο και σωριάστηκε νεκρός. Σύμφωνα με μαρτυρίες στρατιωτών του, οδήγησε στην τελευταία επίθεση φωνάζοντας: «Εμπρός για μια μεγάλη Ελλάδα και μια ελεύθερη Δωδεκάνησο». Οι μάχες ήταν συνεχείς.
Το απόσπασμα Πίνδου κατέλαβε το ύψωμα Ταμπούρι, το χωριό Φούρκα και το ιππικό πήρε πίσω τη Σαμαρίνα.
Όμως, την επόμενη ημέρα ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος. Μεταφέρθηκε στο Επταχώρι και μπροστά στα αδέρφια και στον θείο του, που είχαν πάει να τον δουν, ζήτησε από τον πρόεδρο της κοινότητας του Επταχωρίου να τους πει ποια ήταν τα σχέδια του.
Ο απλοϊκός αλλά πανέξυπνος πρόεδρος ομολόγησε ότι είχαν σχεδιάσει να επιτεθούν στο Λεσκοβίκι, τη βάση εφοδιασμού των Ιταλών. Ο Καραβίας που ήταν λίγα μέτρα πιο πίσω, ειδοποιήθηκε για τον τραυματισμό του διοικητή του.
Όμως, διαπίστωσε ότι ταυτόχρονα οι Ιταλοί κατέβαιναν από το απέναντι ύψωμα, το Ταμπούρι και εκτόξευαν νέα επίθεση. Ανέλαβε να επιτεθεί και να σταματήσει τη μεραρχία αλπινιστών Τζούλια. Για πρώτη φορά στην ιστορία, τουλάχιστον εκείνου του πολέμου, διέταξε αντέφοδο, δηλαδή έφοδο επάνω στην έφοδο των Ιταλών. Οι Έλληνες με τις λόγχες τους και επικεφαλής τον τραυματισμένο Καραβία αντεπιτίθενται στους επιτιθέμενους. Μετά από μάχη κατάφεραν και εγκλώβισαν τους Ιταλούς....
“Εξεχύθημεν εν αλαλαγμούς”, θυμόταν ο Καραβίας μετά από πολλά χρόνια.... |
Η υποχώρηση των Ιταλών και η οργή του Μουσολίνι
Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της Τζούλια, στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε υποχώρηση.
Μετά από λίγες ημέρες οι ελληνικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου. Αυτό ήταν και το τέλος της Μάχης της Πίνδου, που αποτέλεσε ισχυρό ράπισμα στον υπερόπτη Μουσολίνι. Μετά τις ανεπιτυχείς επιθέσεις στην Πίνδο, όπως και στο Καλπάκι, ο Μουσολίνι εξαγριώθηκε.
Μέχρι τότε, οι Ιταλοί έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είναι ακόμα εύκολο να νικήσουν, δεν έλεγαν όλη την αλήθεια για τις εξελίξεις στο ελληνοαλβανικό μέτωπο στον Ιταλό δικτάτορα. Στις 4 Νοεμβρίου δεν μπορούσαν πλέον να του κρύψουν τα αληθινά γεγονότα.
Στις 9 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε η αντικατάσταση του Ανώτατου Διοικητή της Αλβανίας Βιτόριο Μπράσκα.
Την θέση του παίρνει ο Υφυπουργός Στρατιωτικών Στρατηγός Ουμπάλντο Σόντου. Ο Σόντου διέταξε να σταματήσουν οι άσκοπες επιθέσεις και να γυρίσουν οι Ιταλοί στρατιώτες στις θέσεις που είχαν αρχικά.
Έτσι, μέχρι τις 14 Νοεμβρίου ο Έλληνας Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος πρόλαβε να ενισχύσει τις μονάδες, με τους επιστρατευμένους που έφταναν στο μέτωπο.
Η Ελλάδα στον πόλεμο του 1940 κινητοποίησε έναν στρατό που ήταν πρωτοφανής σε μέγεθος για τα δεδομένα της.
Η στρατιά της Αλβανίας ξεκίνησε από 35 χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι απέκρουσαν την αρχική εισβολή, ενώ τον Μάρτιο του 1941 είχε φτάσει να διαθέτει 15 μεραρχίες με 310 χιλιάδες άνδρες....
mixanitouxronou