Το τραγούδι παρά το ρυθμό του είναι αρκετά μελαγχολικό, με δυο κόσμους να συνυπάρχουν: εκείνον στον οποίο άνθρωποι γλεντούν και περνούν καλά, όπου «τραγουδούν γελούν, μποτίλιες κρασί πάνε και έρχονται», ενώ ταυτόχρονα κάποιος μετρά «μέρες δίχως αύριο» καθώς η επιθυμία του μένει απραγματοποίητη. Κι όμως ο έρωτας φωλιάζει κάπου εκεί, κάπου υπάρχει μια αχτίδα φωτός, μια μικρή ελπίδα μέσα στις γκρίζες μέρες… Στο σπίτι της Ιρένε…
Στο σπίτι της Ιρένε
Οι γκρίζες μέρες είναι οι σιωπηλοί μακρινοί δρόμοι
Ενός έρημου χωριού και χωρίς ουρανό
Στο σπίτι της Ιρένε τραγουδούν γελούν
Κόσμος έρχεται και κόσμος πάει
Στο σπίτι της Ιρένε μποτίλιες κρασί
Στο σπίτι της Ιρένε απόψε πάνε
Μέρες δίχως αύριο και η επιθυμία μου για σένα
Μόνο εκείνες οι μέρες που μοιάζανε φτιαγμένες από πέτρα
Που ξεπερνούσε τα θραύσματα της μποτίλιας
Στο σπίτι της Ιρένε τραγουδούν γελούν
Κόσμος έρχεται και κόσμος πάει
Στο σπίτι της Ιρένε μποτίλιες κρασί
Στο σπίτι της Ιρένε απόψε πάνε
Και μετά εσύ στο σπίτι της Ιρένε
Κι όταν με βλέπεις τρέχεις σε μένα
Με κοιτάς στα μάτια, μου παίρνεις το χέρι
Και η σιωπή με φέρνει σε σένα
Στο σπίτι της Ιρένε τραγουδούν γελούν
Κόσμος έρχεται και κόσμος πάει
Στο σπίτι της Ιρένε μποτίλιες κρασί
Στο σπίτι της Ιρένε απόψε πάνε
Μέρες δίχως αύριο και η επιθυμία μου για σένα
Σ’ αυτές τις γκρίζες μέρες εγώ ξέρω που θα σε βρω
Οι γκρίζες μέρες με φέρνουν σε σένα
Στο σπίτι της Ιρένε, στο σπίτι της Ιρένε