Σαν σήμερα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος και αγαπημένος συνθέτης Μάνος Λοΐζος. «Έφυγε» πρόωρα, σε ηλικία 45 χρονών, στην ακμή της δημιουργικότητάς του, σε νοσοκομείο της Μόσχας όπου νοσηλευόταν χτυπημένος από τον καρκίνο.
Ο Μάνος Λοΐζος, εκτός από εμπνευσμένος καλλιτέχνης υπήρξε και συνειδητοποιημένος διανοούμενος που με την τέχνη του και τη στάση ζωής του δεν δίστασε να πάρει θέση στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής του. Ήταν ο στρατευμένος δημιουργός, ταγμένος στη μαρξιστική-κομμουνιστική ιδεολογία, που με τα τραγούδια του στάθηκε απέναντι στην εκμετάλλευση και στις κοινωνικές ανισότητες, πρωτοπόρος στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.
35 χρόνια μετά το θάνατό του ο Μάνος Λοΐζος είναι πάντα εδώ. Μας συντροφεύει με τα τραγούδια του που δονούν τις καρδιές κάθε γενιάς και φουσκώνουν τις σημαίες του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.
Κάθε που ’ρχεται Σεπτέμβρης ακόμα ένας χρόνος προστίθεται στη μεριά της απουσίας του. Έφυγε νωρίς. Έζησε μόλις 45 χρόνια, χωρίς να προλάβει να δώσει όλα όσα ήθελε και είχε. Τα τραγούδια του, πότε φουσκωμένα ποτάμια και πότε τρυφερές μελωδίες, φώτισαν τα οράματα, τους έρωτες και τα όνειρά μας, έντυσαν μουσικά τις ελπίδες και τους αγώνες του λαού μας και έγιναν κτήμα του. Πολλά από αυτά «ζυμώθηκαν» με την πορεία μας στο διάβα του χρόνου κι «έχασαν» τον δημιουργό τους, θαρρείς, έφτασαν μέχρι τις μέρες μας από γενιά σε γενιά, στόμα με στόμα, όπως το δημοτικό τραγούδι.
«Είμαι ένας ανώνυμος εργάτης που εσύ τον έκανες επώνυμο και σου εύχεται καλή ανάρρωση για να συνεχίσουμε τον δρόμο που χαράξαμε από κοινού»… (Τηλεγράφημα ανώνυμου αποστολέα στον Μάνο Λοΐζο, σε μια από τις νοσηλείες του σε νοσοκομείο)
«Είμαι ένας ανώνυμος εργάτης που εσύ τον έκανες επώνυμο και σου εύχεται καλή ανάρρωση για να συνεχίσουμε τον δρόμο που χαράξαμε από κοινού»…
(Ανώνυμο τηλεγράφημα στον Μάνο Λοΐζο, σε κάποια από τις νοσηλείες του)
Ο Μάνος Λοΐζος κατάχτησε τις καρδιές μας όχι μόνο με τα θαυμάσια τραγούδια του μα και με τα «βαριά» αποτυπώματα κοινωνικής ευαισθησίας, αγωνιστικότητας και ανθρωπιάς που άφησε σε μια εποχή που είχε αρχίσει ήδη να ροκανίζει ιδανικά και να πολτοποιεί συνειδήσεις. Είναι πολλά αυτά που τον θυμίζουν και πρώτα απ’ όλα το έργο του. Είναι όμως και οι άνθρωποι, όσοι έμειναν πίσω, οι συνεργάτες του, αυτοί που τον γνώρισαν από κοντά, οι φίλοι του που μοιράστηκαν μαζί του συναισθήματα και πολύτιμες στιγμές, οι δικοί του άνθρωποι.
Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους «μαζεύτηκαν» σαν μια συντροφιά στις σελίδες ενός εντύπου (ένα λιγοσέλιδο βιβλιαράκι, χωρίς στοιχεία ταυτότητας, με σελίδες που πήραν να κιτρινίζουν απ’ το χρόνο και που ήταν πάντα εκεί, για τριάντα χρόνια, στο ίδιο σχεδόν σημείο της βιβλιοθήκης) και μίλησαν, ο καθένας για τον «δικό» του Μάνο. Η ιδέα αυτής της «μάζωξης» ήταν της Μάρως Λοΐζου και στην πραγματοποίησή της βοήθησαν οι φίλοι του Μάνου, ενώ την επιμέλεια της λιτής (σε εμφάνιση και όχι περιεχόμενο) έκδοσης είχε ο Δημήτρης Θ. Αρβανίτης. Τρία χρόνια μετά το «τελευταίο ταξίδι» του Μάνου Λοΐζου, λίγες γραμμές, σαν πρόλογος, προϊδεάζουν τον αναγνώστη για τα μέλη της συντροφιάς:
«Στα 45 χρόνια της ζωής του ο Μάνος Λοΐζος, όπως και ο καθένας μας άλλωστε, δόθηκε και πάρθηκε απ’ τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν, φίλους και συνεργάτες. Σε καθέναν απ’ αυτούς ο Μάνος έδωσε λίγη απ’ την ψυχή του και φεύγοντας πήρε ένα κομμάτι απ’ την δική τους. Απ’ αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί και τον θυμούνται, ζητήθηκε -πράγμα αφάνταστα δύσκολο- να εκφράσουν με λέξεις αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του που αυτοί είδαν, σε μια προσπάθεια συγκόλλησης της σπασμένης εικόνας, τώρα που τα τρία χρόνια από τον θάνατό του βαθαίνουν όλο και περισσότερο το ρήγμα που άνοιξε στις 17 Σεπτέμβρη του 1982.»
Η «συντροφιά» των ανθρώπων του Μάνου ήταν μεγάλη. Η αναγκαστική –λόγω περιορισμένου χώρου- επιλογή των κειμένων και των φωτογραφιών, όχι εύκολη υπόθεση.
(Η ανάρτηση αυτή μικρό αντίδωρο στην πολύτιμη παρακαταθήκη του, αναμμένο κεράκι στην άσβεστη μνήμη του…)
Γιάννης Ρίτσος: «(…) Τον Μάνο τον γνώρισα μαζί με τον Λεοντή. Σε κάποια καλλιτεχνική εσπερίδα της «Πανσπουδαστικής», θαρρώ το ΄60, τότε που είχε ξεσπάσει το ζωογόνο δυναμικό κίνημα της μουσικής του Θεοδωράκη. Με πλησίασε και μου ζήτησε, με τη χαρακτηριστική του σεμνότητα, την άδεια να γράψει μουσική για το «Πρωινό Άστρο». Του την έδωσα ευχαρίστως. Μου είπε πως είχε ήδη γράψει μερικά τραγούδια πάνω σ’ αυτό το ποίημά μου και θα θελε να τ’ ακούσω. Δεν τ’ άκουσα ποτέ.
Το 1972 όταν γύρισα απ’ την εξορία ήρθε δυο φορές σπίτι μου με την κιθάρα του. Έπαιξε και τραγούδησε πολλά τραγούδια του απ’ τις μεταφράσεις μου των ποιημάτων του Χικμέτ, θυμήθηκε δυο τρία τραγούδια απ’ το «Πρωινό Άστρο» και δυο πολύ ωραία τραγούδια απ’ την «Εαρινή Συμφωνία». Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει πολύ αυτό το ποίημα και θέλει να ετοιμάσει ένα δίσκο. Η μουσική του με συγκίνησε βαθύτατα. Τότε ακριβώς, με φωνή όλο πάθος και χτυπώντας δυνατά τις χορδές της κιθάρας, μου τραγούδησε τον «Τσε Γκεβάρα». Ήταν μια μεγάλη, ολόφωτη στιγμή μέσα σ’ εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας. (…) Ένας Μάνος Λοΐζος ποτέ δεν ξεχνιέται. (…) Καλέ μας φίλε, καλέ μας σύντροφε Μάνο, είσαι πάντα κοντά μας, χέρι με χέρι, στο μεγάλο αγώνα για ελευθερία και ειρήνη.»
Κατά τις δέκα έχει ανάψει η κουβέντα. Βρίζουμε και αγαπάμε όλο τον κόσμο. Τσατισμένοι και με χίλια σχέδια πάμε στην ταβέρνα του Φουσιάνη στην Κηφισιά.
– Είμαστε φίλοι τόσα χρόνια κι είμαστε χύμα, κάπου την έχουμε πατήσει.
– Πρέπει να τα παρατήσουμε όλα και να φύγουμε, του λέω.
– Δέκα χρονιά τα λέμε.
– Αφού, ρε, είσαι τεμπέλης. Σε παρακαλάω κάθε λίγο και λιγάκι να γράψεις ένα δίσκο κι εσύ όλο στο «έχεις δίκιο» μένεις.
– Έχουμε καιρό μπροστά μας.
Πίνουμε, καπνίζουμε, μας κερνάνε απ’ το διπλανό τραπεζάκι, μιλάμε για τον Βακιρτζή, τον Κοψίδη, τον Άκο, τον Καζάκο και την Καρέζη, για τον Φώντα, για τον Λεοντή, για τον Μικρούτσικο, για τον Ρασούλη, για τους μουσικούς, μιλάμε για τη Μυρσίνη, τη Δώρα, τη Μάρω, για το Μάτσα, για το «Χάθηκα» του Μίκη που μας άρεσε πολύ.
Γύρω στις δυο φτάνουμε στη Φιλοθέη. Ακούμε μουσική, βρίσκουμε και κάτι μανταρίνια, τα τρώμε. Βγάζω από την τσάντα μου μια σειρά από ποιήματα του Λευτέρη κι αρχίζουμε να διαβάζουμε. Σταματάμε, τον βρίζουμε γιατί τον τελευταίο καιρό δεν κάνουμε παρέα. Έχει μπλέξει με κάτι «κώλους» όπως λέμε, ψιλοσνομπάκηδες σπαστικούς. Είναι τέσσερις το πρωί, τον παίρνουμε στο τηλέφωνο.
– Διαβάζουμε στίχους σου με τον Αχιλλέα, τρώμε μανταρίνια και σ’ αγαπάμε, του λέει ο Μάνος.
Το ευχαριστήθηκε ο Λευτέρης.
Πέφτει μια σιωπή. Κάθεται στο πιάνο, παίζει και μουρμουρίζει, γυρίζει με βλέπει. Διαβάζω έτσι πεταχτά στίχους του Καββαδία απ’ το Μαραμπού και Πούσι.
– Κλαίμε; μου λέει.
– Κλαίμε, του λέω.
Ήταν όμορφο αλλά και κωμικό έτσι που κλαίγαμε. Κράτησε δεν κράτησε πέντε λεπτά αυτή η σκηνή και μετά μας έπιασε ένα νευρικό γέλιο από κείνα που λες «θα σκάσω» (…).
Μίκης Θεοδωράκης: «(…) Ποτέ δεν είπε όχι σ’ αυτό που περιφρονητικά σήμερα μερικοί το αποκαλούν «στράτευση». Με την κιθάρα ή το ακορντεόν συμμετείχε σεμνά και αθόρυβα σε κάθε πολιτική, καλλιτεχνική εκδήλωση για τη Δημοκρατία, την Ειρήνη, τις πολιτικές ελευθέριες, τη Μόρφωση και φυσικά με στόχο την πανίσχυρη και επικίνδυνη Εξουσία. Τρυφερός και καλός γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες, στον αγώνα. Κι αυτή η ευγένεια της ψυχής μπορεί να γίνει τραγούδι τρυφερό, καλό ευγενικό. Δεν ήταν πλατάνι ή βαλανιδιά. Ήταν μια πλάγια πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του άνθρωπου.»
Τάσος Λειβαδίτης: «Γνωριστήκαμε με τον αξέχαστο Μάνο το 1978. Ήταν ένας από τους πιο εγκάρδιους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή. Με κείνο το υπέροχο χαμόγελο, με το χιούμορ του, με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις πάνω στην μουσική αλλά και γενικότερα σε πλήθος ανθρωπινά προβλήματα, σε γοήτευε από την πρώτη στιγμή. Συναντηθήκαμε αρκετές φορές, ιδιαίτερα στο σπίτι του, που είχε το πιάνο και την κιθάρα του. Πίναμε τα ποτά μας, κουβεντιάζαμε με τις ώρες και καμιά φορά αυτοσχεδιάζαμε πάνω σε στίχους που του είχα δώσει. Ανεξάρτητα από την θέληση και των δυο δεν ευοδώθηκε ένα ολοκληρωμένο έργο σε ποίηση δική μου. Γράφτηκαν όμως μερικά τραγούδια. Πάντως υπήρξε αγαπημένος φίλος και εκπληκτικός μουσικός. Δυστυχώς έφυγε πάνω στην πιο ωραία του ώρα, την ώρα, που το ώριμο ταλέντο του έδινε τους πιο άξιους καρπούς. Ας είναι η μνήμη του παντοτινή.»
Όταν κάποτε, κάποια στιγμή, σήμερα ή και αργότερα, πέσει αυτό το σημείωμα σε κάποια χέρια, νεανικά η ώριμα, κι αυτός που θα το διαβάσει θα έχει αγάπη για την τέχνη και το μυστήριο των συναντήσεων, θα απορήσει, πώς, μέσα στον ορυμαγδό της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας κατάφεραν να συναντηθούν ποιητές με μουσικούς, θεατρίνοι με τους συγγραφείς τους και εικονογράφοι με τις εκκλησίες τους. Κι εδώ ακριβώς αρχίζει αυτό που λέμε «έρως», με την καταλυτική σημασία της βαθιάς αυτοεκτίμησης, καθώς και της ετεροεκτίμησης.
Αυτά τα λίγα για έναν γίγα που γέμισε την Ελλάδα με όμορφα τραγούδια, που επεσήμανε σκληρές στιγμές του εργατικού αγώνα, του έρωτα, της χαράς, της καταπίεσης και του νοήματος της απουσίας και του θανάτου. Άρχισα το σημείωμα αυτό λέγοντας πως, πόσο παράδοξο είναι να γεννιούνται «έρωτες» κάτω από σκληρή εκμετάλλευση και καταπίεση. Το μυστήριο του ανθρώπου και της τέχνης είναι πέρα από κάθε περιγραφή, όπως πέρα από κάθε περιγραφή είναι και η ιδιάζουσα προσωπικότητα του κάθε δημιουργού.
Ωστόσο, προτού κλείσω το σημείωμα αυτό και πέρα από τις προσωπικές αναμνήσεις που μπορεί να είναι και άπειρες, εκείνο που θα ήθελα να σημειώσω είναι η αξία και η σημασία του Μάνου Λοΐζου ως συνθέτη. Είναι ίσως από τους λίγους νεώτερους συνθέτες μας που ελληνοποίησαν την «δυτική» όψη της μουσικής, κι αυτό γιατί είχε έντονη αγάπη στον ελληνικό χώρο, στα ελληνικά θέματα και προβλήματα. Και το υπογραμμίζω αυτό γιατί σήμερα οι νέοι περιδιαβάζοντας στην διεθνή μουσική ξεχνάνε τον τόπο τους και ίσως ο Μ. Λοΐζος θα μπορούσε να τους γίνει οδηγός.
Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος, ονειροπόλος και μαζί μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Με την ψυχή δεμένη στο ταξίδι. Και με το τραγούδι, αίμα στις φλέβες του. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως, χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιο του το χιούμορ. Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερο από 90, για πολλούς από μας. Γέρος και σοφός και πολύπειρος και συγχρόνως παιδί, έτοιμο να μαγευτεί από τα χρώματα μιας πεταλούδας.»
Φώντας Λάδης: «(…) Όσο για τον ίδιο το Μάνο, για το ήθος του και τη δουλειά του, τι να πω. Ξεχώρισε νωρίς, σαν αυθεντική διαλεχτή μονάδα σε μια περίοδο μουσικών ογκολίθων, ανάμεσα στις συμπληγάδες των δισκογραφικών εταιριών μονοπωλίων και γενικά σε ένα χώρο πληθωρικής προσφοράς και σημαντικής μουσικής παράδοσης, μέσα στον οποίο και το πολύ καλό συχνά έμοιαζε για μέτριο. Πάντρεψε την ποιότητα με την ποσότητα. Αν ζούσε, θα μας βοηθούσε με τον τρόπο που δούλευε, με την αποφυγή του θορύβου, της υπέρμετρης προβολής, της πάνω από το μέτρο δημοσιότητας, με την καθοδήγηση και το κατευνασμό της μελωδίας του να βγούμε γρηγορότερα από αυτή τη σχετική στασιμότητα, στην οποία εδώ και ορισμένα χρόνια κινείται το ελληνικό τραγούδι. Αλλά και τώρα με το έργο του, και με το παράδειγμά του, μας θυμίζει, πως ο καλύτερος τρόπος να υπερασπίσουμε το μέχρι τώρα έργο μας είναι να δώσουμε νέο, προσεγμένο έργο, να μην σταματάμε την αισθητική μας αναζήτηση και εμβάθυνση.»
Δημήτρης Γκιώνης: «Ο Μάνος δεν ήταν εύκολος στις συνεντεύξεις για την προβολή του εαυτού του και του έργου του. Δεν καταφρονούσε την δημοσιότητα, αλλά και δεν ήταν ο καλλιτέχνης των δημοσίων σχέσεων. Συνήθως αρνιόταν τις προσωπικές συνεντεύξεις (γι’ αυτό άφησε και πολύ λίγες) και όταν δεχόταν, ο δημοσιογράφος δεινοπαθούσε με την αναβλητικότητά του. Τον ενδιέφερε το τι θα πει, πώς θα το πει, κι είχε μιαν αγωνία για το πως θα μεταφερθεί από τον δημοσιογράφο. Μέτραγε ό,τι έλεγε, απεχθανόταν την αυτοπροβολή, δεν προκαλούσε, γι’ αυτό και ήταν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που είχε την εκτίμηση των ανθρώπων του Τύπου και των ομοτέχνων του. (…)Ωστόσο, ο Μάνος είχε κερδίσει αυτό που κάθε καλλιτέχνης ονειρεύεται, την αναγνώριση και την αγάπη του μεγάλου κοινού. Κι ήταν, όπως μας είχε εξομολογηθεί, μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που είχε δοκιμάσει στη ζωή του, όταν, λίγο μετά την μεταπολίτευση του 1974, κατεβαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας άκουσε ένα μυριόστομο πλήθος να τραγουδάει το Καλημέρα ήλιε.»
Σε βλέπω να καπνίζεις, ήρεμος, γαλήνιος, καμιά φορά λυπημένος, να μου ζητάς να σου στύψω πορτοκάλια, να σφυρίζεις τα καινούρια σου και να ζητάς πάλι.
– Χαρουλίτσα, μου κόβεις τα μαλλιά;
– Θα μου πάρεις ίδια παπούτσια με του Αχιλλέα;
– Μάνο, μη χαϊδεύεσαι.
– Χαρουλα, μη με καταπιέζεις, πες μου κανένα δημοτικό.
– Μάνο, μη με καταπιέζεις με τα δημοτικά, παίξε μας λίγο από τον Χικμέτ.
Κι ύστερα να κάνω τίποτα να φάμε, κι ύστερα να βρίζεις τον ψηλό που δεν ξέρει τάβλι. Κι υστέρα, κι ύστερα… κι ύστερα… Όλα αυτά τα καθημερινά της φιλίας μας. Τα νεύρα σου, η ηρεμία σου πάλι…
– Χαρούλα, δεν είναι όμορφη η Δώρα σήμερα;
– Πόσο σου μοιάζει η Μυρσίνη.
Έφτιαξα μια κασέτα με τη φωνή σου από τότε που έφυγες. Μερικές φορές μου κάνεις παρέα, μερικές φορές σου κάνω εγώ.
Γιώργος Νταλάρας: Αυτό που θυμάμαι πιο πολύ απ’ τον Μάνο είναι η επιμονή του να βλέπει τη ζωή και τους ανθρώπους με μια απίστευτη τρυφερότητα. Αυτό ήταν που τον έκανε ξεχωριστό στα μάτια μου, τα μάτια ενός παιδιού 18 χρονών τότε, που στο ξεκίνημά του είχε ανάγκη από αγάπη και βοήθεια. Τα πρώτα τραγούδια του μου τα έδωσε γιατί του θύμιζα λέει φοιτητή! Και ως φοιτητή με σύστησε αργότερα στο Λευτέρη. Ο Μάνος αγαπούσε πολύ τους φοιτητές, αγαπούσε τους απλούς ανθρώπους. Και τους νοιαζότανε. Ήταν αγνός και ευαίσθητος στους χτύπους της καρδιάς της Ελλάδας. Τους άκουγε προσεχτικά και τους έκανε τραγούδια, που έβγαιναν απ’ την ψυχή του και έμπαιναν στη δική μας ψυχή.
Έτσι ο Μάνος πέθανε χωρίς να έχει τίποτα δικό του. Ούτε καν τα τραγούδια του. Γιατί δεν έγραφε ποτέ για τον εαυτό του. Πάντα για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του είναι δικά μας τραγούδια.»
Βασίλης Παπακωνσταντίνου: «To ΄82 κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στη Σητεία, όπως διεύθυνε την ορχήστρα έμεινε για μια στιγμή με τα χέρια μετέωρα. Ο λόγος ήτανε ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε το φεγγάρι πάνω από το πάλκο. Σταμάτησε τη συναυλία, γύρισε στον κόσμο και τους είπε να δουν την Πανσέληνο… Αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ’θελα να ’μουν γιος του Μάνου Λοΐζου.»
Μαρία Φαραντούρη: «Με τον Μάνο Λοΐζο ξεκινήσαμε μαζί. Τον γνώρισα το 1963 στο Σύλλογο Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Μαθήτρια εγώ, φοιτητής εκείνος. Θυμάμαι που με ρώτησε ποιο τραγούδι ξέρω και με συνόδεψε στο πιάνο. Από τότε γίναμε στενοί φίλοι και σύντροφοι στους καλλιτεχνικούς και δημοκρατικούς αγώνες. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας «λυρικός» του τραγουδιού. Ένας υπερευαίσθητος άνθρωπος με παιδική αγνότητα και ήθος. Ο Μάνος ήταν αδελφός. Τίποτα, ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τον σβήσει απ’ την ζωή μας.»
Η ηρεμία του και η στωικότητά του ήταν απερίγραπτες. Μια μέρα πάνω στην πρόβα οι δυο μας μαζί και με τον Κώστα τον Γανωσέλλη, που κατέγραφε τις ιδέες, μου έσπασε μια χορδή και δεν μπορούσα να παίξω. Ο Μάνος άρχισε τότε να μου αναπτύσσει μια φιλοσοφία μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως δεν είναι οι χορδές που παίζουν αλλά η ψυχή του παίχτη. Όταν ο παίχτης έχει πραγματικά ψυχή, τότε το όργανο προσαρμόζεται στην ψυχή αυτή! Ομολογώ πως δεν θυμάμαι πώς παρασύρθηκα. Συνεχίσαμε την πρόβα άνετα θαρρείς και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η κιθάρα συνέχιζε να έχει μια χορδή λιγότερη, αλλά η θυμοσοφία του Μάνου λειτούργησε άψογα. Μετά χαμογελαστός και χαρούμενος άνοιξε ένα μπουκάλι κονιάκ και τσουγκρίσαμε…
Κώστας Γανωσέλης: «(…) Κάποια φορά που όλα πάνε στραβά και απ’ όλες τις απόψεις. παίρνει το μάτι μου το Μάνο να κάθεται ήρεμος και να ανακατεύει τον καφέ του, πράγμα που με εκνευρίζει ακόμα περισσότερο. «Καλά, δεν αγανακτείς μ’ αυτή την κατάσταση;» τον ρωτάω. Και η απάντηση: «Μα είμαι ήδη έξω φρενών», με ύφος σαν να έλεγε «δεν περνάμε κι άσχημα» ή «η μέρα είναι αρκετά ζεστή σήμερα» ή «ο καφές είναι εξαιρετικός».
Κάποια άλλη φορά μου ζητάει να του γράψω ένα μέρος βιολιού για την «μπαλάντα της νοικοκυράς». Όταν τελειώνει η εγγραφή ο Μάνος προχωρεί αμίλητος στο επόμενο τραγούδι. Δεν αντέχω στη σιωπή του και τον τραβάω απ’ το μανίκι: «Γιατί δε μιλάς, βρε Μάνο; Σου άρεσε, δε σου άρεσε, ήταν ωραίο, ήταν απαίσιο, τι ήταν, πες μια κουβέντα τέλος πάντων!». Κι ο Μάνος: «Μα έπρεπε να ’χεις καταλάβει πως είμαι ενθουσιασμένος». Δυστυχώς, μόνο όσοι έζησαν από κοντά τον Μάνο μπορούν να χαμογελάσουν αναπλάθοντας αυτές τις εικόνες και να ξεχάσουν για μια στιγμή την σκληρή απουσία.»
Χρήστος Νικολόπουλος: «Ο Μάνος. Σαν Άνθρωπος ήταν σπάνιος. Σαν συνθέτης είχε τέτοιο ποικιλία στα θέματά του, που μπορώ να πω πως κι εγώ πήρα πολλά στοιχεία του. Σαν αγωνιστής και συνδικαλιστής γενικά και ιδιαίτερα στην ΕΜΣΕ ήταν ο μόνος που ακούγοντάς τον έπαιρνα μια σωστή γραμμή. Ήταν πράγματι ένα μεγαλείο. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.»
Γιάννης Κοντός: «Τρία χρόνια που έφυγες και τα βράδια σε βρίσκω στο παλιό σου σπίτι (πλάι από τις ράγιες του ηλεκτρικού), να χαμογελάς με το τσιγάρο στο χέρι. Κοντά σου ολόσωμο το τραγούδι σου «το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού». Θυμάσαι όταν περνούσε το τρένο και έτρεχε η βρύση και η μουσική;
Την τελευταία σου άνοιξη βρεθήκαμε για να γίνει ένας δίσκος με ποιήματα από το βιβλίο μου «Τα οστά». Ήθελες στη μελοποιημένη ποίηση, να είναι το ποίημα μπροστά και η μουσική πιο πίσω. Άρχισες να δουλεύεις, αλλά μετά από λίγο μπλέχτηκες στην περιπέτεια για το μεγάλο ταξίδι! Θυμάσαι, Μάνο, τους στίχους του Ελύτη; «Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά» / «Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».
Τον ήξερα λίγο. Τον αγάπησα πολύ. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να τραγουδήσω περισσότερα τραγούδια του. Πρόλαβα και είπα μόνο δυο. Το τραγούδι «Όταν βλέπετε να κλαίω» και «Το μερτικό μου απ’ την χαρά». Θυμάμαι την ημέρα της ηχογράφησης στο Studio μ’ εκείνο το γλυκό παιδικό του χαμόγελο που μ’ αγκάλιασε και πήγαμε να κάνουμε πρόβα τα τραγούδια του στο πιάνο. Μου τα έπαιξε από δυο φορές το καθένα. Την τρίτη φορά άρχισα και τραγουδούσα κι εγώ μαζί του. Αν θυμάμαι καλά δεν παίχτηκαν για τέταρτη φορά και τα τραγούδια τα ήξερα πια καλά.
Μ’ άφησε μόνο στην αίθουσα ηχογράφησης και ανέβηκε δίπλα στον ηχολήπτη για να παρακολουθήσει την ηχογράφηση. Τα τραγούδησα από μια φορά μόνο. Όταν τον ρώτησα αν είναι ευχαριστημένος από την ερμηνεία μου, μου είπε τη λέξη «τελειώσαμε». «Τι άλλο να πεις, ρε Στέλιο». Η επόμενη συνάντηση ήταν σε μια ταβέρνα που μου ζήτησε τη χάρη να του τραγουδήσω «Το Σαββατοβραδο» του Μικη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη. Κι όταν τον ρώτησα πώς θα το πω, έτρεξε κι έφερε από το αυτοκίνητό του την δωδεκάχορδη κιθάρα του, που την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Του το τραγούδησα κι έκανε σαν μικρό παιδί απ’ τη χαρά του. (…) Έτσι πάντα τον θυμάμαι τον Μάνο. Γελαστό και καλοσυνάτο. Γεια σου, Μάνο.
Θανάσης Πολυκανδριώτης: «(…) Αυτός ήταν που με έσπρωξε το 1972 να ασχοληθώ κι εγώ σοβαρά με τη σύνθεση. Όταν δειλά του ’δειξα τότε μια δουλειά, μου είπε «Θανάση, συνέχισε μ’ όλη σου τη δύναμη». Ήταν ο πρώτος που τότε εμπιστεύθηκα και του έδειξα τις πρώτες συνθέσεις μου και αυθόρμητα με πολλή αγάπη με παρότρυνε. Με την ίδια αγάπη όμως αντιμετώπιζε όλο τον κόσμο. Η χαμογελαστή του μάτια αντικατόπτριζε ένα συναισθηματικό κόσμο απαλλαγμένο από κακίες και ταπεινούς μικροεγωισμούς.
Έκανε πάντα υποδειγματική τη συνεργασία μας. Είναι σαν να τον ακούω και σήμερα να μου λέει «Θέλω τσιμπητό ήχο απ’ τ’ όργανο». Για κάθε μουσικό του είχε μια ξεχωριστή κουβέντα. Έμπαινε μέσα μας με μοναδική δεξιοτεχνία κι έκανε κάθε δουλειά του με τον τρόπο του μια μοναδική καλλιτεχνική δημιουργία. Ενώ του δίναμε, ταυτόχρονα νιώθαμε και πλουσιότεροι!
Όταν ένα αστέρι πέφτει απ’ τον ουρανό όλοι κάνουν μια ευχή. Όταν όμως ένα ΑΣΤΕΡΙ ανεβαίνει στον ουρανό όλοι θα ’θελαν να το χουν στα χέρια τους… Μάνο, μας λείπει η αγάπη σου! Η απουσία σου μας έκανε φτωχότερους!».